Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο
- Ν. Καρούζος
Ξερίζωσε τα αγριολούλουδά της από τα πιο απόκρημνα σημεία του λόφου, κυλίστηκε στις πέτρες και μετά τις πέταξε μακριά, φώναξε όλα της τα ονόματα να γίνουν αντίλαλος στο δάσος κι έκανε τσουλήθρα στο βράχο. Έπεσε κι έκλαψε, αλλά τα δάκρυά της απλά μουτζούρωσαν τα χώματα που είχε φέρει το παιχνίδι στο πρόσωπό της - έτσι κι αλλιώς τον φόβο της και το παράπονό της πάντα τον ξεπερνούσε ο ενθουσιασμός κι έτσι κι αλλιώς το πείσμα της δε θα επέτρεπε να φύγει ρανίδα ευκαιρίας για σκανταλιά ανεκμετάλλευτη όποιο κι αν ήταν το τίμημα.
Τέλος, σκαρφάλωσε σ' ένα δέντρο κι ατένισε τη σκονισμένη πόλη της: μέρες γιορτής, το ήξερε καλά πια και το ένιωσε στην κυριολεξία της ύπαρξής της πως η ελευθερία είναι στα χέρια της.