Μια μπαλαρίνα, ένα γλυπτό και ο Ντεγκά | Η ιστορία πίσω από το διάσημο γλυπτό
2020-11-09Ο Εντγκάρ Ντεγκά (1834 - 1917) ήταν Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης, από τους σημαντικότερους του 19ου αι. Θεωρείται από τους θεμελιωτές του Ιμπρεσιονισμού, μολονότι ο ίδιος προτιμούσε να αποκαλείται ρεαλιστής. Διαφοροποιήθηκε από τους άλλους Ιμπρεσιονιστές πρώτον γιατί αρνήθηκε συστηματικά να ζωγραφίζει στο ύπαιθρο και δεύτερον γιατί δεν ασχολήθηκε με το φως και τη φύση. Αντ' αυτού ήταν γοητευμένος από την κίνηση και τους ανθρώπους καθιστώντας τις μπαλαρίνες ιδανικό θέμα του. Η θεματική των ιπποδρομιών και του χορού, αν και κλασική, είναι αυτή που θα τον διακρίνει. Η ικανότητα του να αποτυπώνει την κίνηση, κάνει τα θέματα του να ξεχωρίζουν.
Παρακολουθούσε χορούς και πρόβες μπαλέτου με εμφανή προτίμηση στις γυναίκες χαλαρών, για την εποχή, ηθών χωρίς όμως να έχει ερωτικές προθέσεις. Ήθελε μόνο να βρίσκεται κοντά τους για να αποτυπώνει στα έργα του τις δραστηριότητες και τις κινήσεις τους. Ο Ντεγκά φιλοτέχνησε περίπου 1500 έργα με μπαλαρίνες από την Όπερα του Παρισιού. Τα περισσότερα έργα του απεικονίζουν τα παρασκήνια, τα μαθήματα χορού ή τις πρόβες. Είναι σα να βλέπεις τον κόσμο του μπαλέτου από μία μυστική κλειδαρότρυπα. Η παρουσία του όμως δεν φαινόταν να ενοχλούσε καθόλου τις χορεύτριες. Ο Degas είχε παρακολουθήσει συνολικά 177 παραστάσεις μπαλέτων και όπερες, όπως προκύπτει από τα αρχεία της Βιβλιοθήκης του Μουσείου της Όπερας του Παρισιού και κατάφερε να έχει πρόσβαση στα παρασκήνια, ακόμη και προτού αποκτήσει αρκετά χρήματα για να γίνει συνδρομητής στο θέατρο.
Αρκετές χορεύτριες πόζαραν για τον Ντεγκά. Μια από αυτές ήταν η Μαρί βαν Γκέτεμ, κόρη μιας πλύστρας, για την οποία δημιούργησε ένα από τα διάσημα γλυπτά του: 'Η Χορευτριούλα δεκατεσσάρων ετών (1880)'. Ο Edgar Degas κατασκεύασε τη φιγούρα σε καφετί κερί, στηρίζοντας την εσωτερικά με μια δικής του κατασκευής αρματούρα από σύρμα. Όταν πλησίαζε να την ολοκληρώσει την έντυσε με ένα φουστάκι από αληθινή μουσελίνα, με ένα υφασμάτινο μπούστο, ένα ζευγάρι βαμβακερά παπούτσια χορού, μια περούκα (με αληθινά μαλλιά) και μία ή περισσότερες κορδέλες από σατέν. Το αγαλματίδιο, λίγο κοντύτερο από ένα μέτρο, είχε κατασκευαστεί στα δύο τρίτα του φυσικού μεγέθους επομένως ήταν υποχρεωμένος να κάνει ειδική παραγγελία για το μέγεθος των ρούχων.
Το κέρινο γλυπτό ντυμένο με γάζα και σατέν ήταν το πρώτο και το τελευταίο γλυπτό του που παρουσιάστηκε σε έκθεση. Συγκεκριμένα, στην έκτη έκθεση των Ιμπρεσιονιστών την άνοιξη του 1881 στο Παρίσι. Το έργο χυτεύθηκε μετά το θάνατο του, με την τεχνική της κηρόχυσης, σε μπρούτζινα αντίτυπα από το χυτήριο Andrien Hebrard. Το συμβόλαιο, που υπογράφηκε το 1918 μεταξύ των κληρονόμων του Ντεγκά και του χυτηρίου, όρισε να κατασκευαστούν 22 μπρούτζινα αντίτυπα. Η τρέχουσα έρευνα όμως, μας πληροφορεί ότι σήμερα υπάρχουν κάπου είκοσι οκτώ μπρούτζινες εκδόσεις.
Το έργο δέχτηκε αρνητικά σχόλια και κριτική, χαρακτηρισμούς όπως "απαίσιο", "άσχημο" και "τρομακτικό". Το γλυπτό το οποίο ο Ντεγκά απέσυρε από την κοινή θέα αμέσως μετά την πρώτη του εμφάνιση, παρέμεινε ως τον θάνατο του στο διαμέρισμα του και μόνο την επόμενη δεκαετία, όταν εμφανίστηκαν στην αγορά τα πρώτα μπρούντζινα αντίτυπα, αναγνωρίστηκε ευρύτερα η εξαιρετική τού σημασία.
Σήμερα η φιγούρα αυτή σώζεται στη συλλογή του κύριου και της κυρία Paul Mellon στο Upperville της Virginia, ενώ η σειρά των μπρούτζινων που προέκυψε έχει διασκορπιστεί σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές τη Ευρώπης, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Νότιας Αμερικής. Ένα από αυτά μπορούν να δουν από κοντά και όσοι επισκέπτονται το ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στο Παγκράτι.