«Καριόλικες Σκέψεις Καθημερινής Τρέλας» by Billakos | Εκείνες Οι Ώρες

                                                         Εκείνες Οι Ώρες

Ώρες ώρες έρχονται εκείνες οι ώρες που επιστρέφω αργά στο σπίτι παρακαλώντας το ασανσέρ να κολλήσει μεταξύ πρώτου και δεύτερου, μονάχα για να βιώσω λίγη περιπέτεια μέσα μου. Εκείνες οι βραδιές που προηγήθηκαν και κινήθηκαν στο απόλυτο τίποτα, όπου εγώ βρισκόμουν μέσα στον συρμό της σκέψης μου, ταξιδεύοντας, έχοντας στις αποσκευές κάθε λογής προβληματισμούς κάνοντας στάσεις εδώ κι εκεί, στα πλησιέστερα μπαρ με προειδοποιητικά μηνύματα να ηχούν επιβλητικά στο κεφάλι μου «Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και ξύλινης μπάρας».

Ξαφνικά με ένα σάλτο αποφεύγω το κενό και παραγγέλνω ποτό, κι εκείνο που καταφέρνω με το ποτό είναι να επαναφέρω το κενό στην σταθερότητα της μπάρας. Γιατί η μπάρα είναι το μοναδικό  μέρος του πλανήτη που σου προσφέρει σιγουριά όταν όλα γύρω σου αμφισβητούν την ύπαρξή σου. Πάρε για παράδειγμα εμένα, κάθομαι σταυροπόδι, κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά, κοιτάζω πάνω, κοιτάζω κάτω, δεξιά κι αριστερά, ξύνω τον σβέρκο μου και βγάζει πιτυρίδα, και, συνεχίζω να ξύνομαι. Είναι φανερό ότι δεν με χωράει το σύμπαν.

Το αφεντικό στη δουλειά να δίνει το προσωπικό του κρεσέντο, με ρητορικά επιχειρήματα, όπου -αν και μηχανικός- είμαι σίγουρος ότι η φιλοσοφική σχολή θα θρηνεί διότι θα μπορούσε να έχει στις τάξεις της έναν κυνικό της αριστείας. «Μπιλάκο, μου λέει, τι τα θες τα λεφτά, τα λεφτά φέρνουν προβλήματα. Οπότε, μεταβίβασε σε μένα το πρόβλημα, γι΄ αυτό είμαι εγώ εδώ, και απόλαυσε την χαρά της εργασίας. Και όσο περισσότερο δουλεύεις τόσο θα απομακρύνονται τέτοιου είδους προβλήματα». Αυτό θα πει ευτυχία! Τι κρίμα, είπα, τούτον τον άνθρωπο να τον φάνε τα κατσαβίδια! Αυτός ήταν έτοιμος για μεγάλα πράγματα, για κιμωλία και πίνακα. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ο καριόλης αμφισβητεί την ύπαρξή μου.

Η μπάρα, όμως, φίλε είναι εκεί, σταθερή, και περιμένει να εναποθέσεις τους αγκώνες σου έως ότου αυτοί ματώσουν. Τελειώνει το ποτό, ανάβεις τσιγάρο και λες «Ω! Γαμώ το θεό μου. Θ’ αυτοκτονήσω». Τελειώνει το τσιγάρο, παραγγέλνεις άλλο ένα, ανάβεις δεύτερο και λες, «Άστο για αργότερα. Πάντα θα υπάρχει καιρός για αυτοκτονίες». Το γεμάτο ποτό είναι εκείνο που σε σώζει γιατί τροφοδοτεί την ελπίδα, όπου χάνεται κάθε φορά που αδειάζει, ενώ εσύ αδημονείς για άλλο ένα. Στην ουσία δεν σου αρέσει το αλκοόλ εκείνο που ψάχνεις είναι η ζάλη μιας άλλης ευκαιρίας.

Κι έτσι όπως περιστρέφομαι βυθισμένος στην δίνη μεταξύ κενού και ανυπαρξίας σκέφτομαι τον έρωτα ως αντιπερισπασμό της απελπισίας. Κοιτάζω το κορίτσι του μπαρ να πλήττει στη δουλειά της, με όλους εμάς τους αλκοολικούς τριγύρω, και δε βλέπει την ώρα να επιστρέψει στο σπίτι της. Δεν έχω παρά να συμφωνήσω μαζί της, με την μόνη διαφορά ότι θέλω κι εγώ να πάω στο σπίτι της! Μόνο που οι γυναίκες είναι -εκ φύσεως- χαρούμενα πλάσματα και δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να μεταφέρω την ρουτίνα της δουλειάς πλάι στην κλίνη της.

Έφυγα για το τσαρδί μου παρέα με την μόνη σκέψη που είχα στο μυαλό μου, όπου, παραμιλούσε κι έλεγε, «Ας ζήσω ακόμα ένα βράδυ, μέχρι να έρθει εκείνη η κολασμένη νύχτα που θα με κάνει να σκεφτώ, με χαμόγελο τούτη τη φορά, όλες εκείνες τις ώρες». Μπήκα στο ασανσέρ. Δεν διάλεξα τυχαία τον πρώτο και δεύτερο όροφο. Γιατί έτσι και σπάσουν τα φρένα, τουλάχιστον, πιστεύω, θα την βγάλω καθαρή -ο καριόλης.

 

Βασίλης Σερβετάς

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.