Διαβάσαμε: «Άγνωστες Λέξεις» της Σοφίας Αυγερινού | Εκδόσεις Πόλις
2025-03-22
Στη νουβέλα της Αυγερινού δεν υπάρχουν ονόματα και συγκεκριμένες ετικέτες επί τούτου. Κεντρική ηρωίδα είναι μια νεαρή κοπέλα που επισκέπτεται κάθε Πέμπτη τους θείους της για να τους καθαρίσει το σπίτι. Οι θείοι είναι τυφλοί και έχουν έναν γιο, τον ξάδερφό της, με τον οποίον έχουν περάσει μαζί πολλά παιδικά καλοκαίρια. Εκείνη προέρχεται από ένα συντηρητικό περιβάλλον, θα έλεγε κανείς. Σίγουρα, είναι πιο συμβατική και καθηλωμένη στις αρχές της σε σχέση με τους θείους της, που προέρχονται από τον εικαστικό χώρο.
Παρά τις διαφορές τους, εκείνη είναι πρόθυμη να στηρίξει τους συγγενείς της αλλά με τη συχνότητα που της επιτρέπει να είναι αποστασιοποιημένη την ίδια στιγμή. Ωστόσο, όλα αλλάζουν όταν ο ξάδερφός της αρχίζει να σημειώνει σε χαρτάκια άγνωστες λέξεις. Πρόκειται για λέξεις που άλλοτε μοιάζουν σαν κατασκευάσματα κάποιας επικοινωνιακής δυσκολίας και άλλοτε για σύμβολα με μεγάλη βαρύτητα. Εκτός αυτού, οι θείοι της, που έχουν ήδη γεμίσει το σπίτι με ζωγραφιές και σχέδια, ξεκινούν να πραγματοποιούν εικαστικές απόπειρες μέχρι και στα σώματά τους.
Αυτή η πρωτοφανής συνθήκη μετατρέπει τις Πέμπτες της κοπέλας σε υπερρεαλιστικά σκηνικά. Σταδιακά η ατμόσφαιρα μετατρέπεται από γκροτέσκο σε τρομακτική ενώ η έξοδος από τη ζώνη ασφαλείας της, που βρίσκεται χωμένη σε τυπικά καλούπια, την ξεβολεύει και την ξενίζει. Έρχεται αντιμέτωπη με κάτι διαφορετικό που όμως ενώ στην αρχή την κάνει να ασφυκτιά, ξαφνικά συνειδητοποιεί τη δύναμη των λέξεων του ξαδέρφου, ο οποίος καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να επικοινωνήσει στη σωστή γλώσσα. Είναι λες και η πραγματικότητα των γονιών του του έχουν μπερδέψει τα λογικά.
Όσο περνάει ο καιρός, η κοπέλα κάνει μια κατακόρυφη βουτιά με σύγχυση, εκνευρισμό και απορία, που όμως την βοηθάει να αναστοχαστεί τη ζωή και το δικό της οικογενειακό περιβάλλον. Τα ερωτήματα που πλημμυρίζουν το σπίτι είναι η χαριστική βολή που την οδηγεί στη διαδικασία αναζήτησης του δικού της νήματος. Είναι λες και τα δύο ξαδέρφια, ασυνείδητα, κρατιούνται από το χέρι και οδεύουν προς την αλήθεια.
Η συγγραφέας έχει φτιάξει ένα υπαρξιακό οικοδόμημα, πυκνό και λιτό, όπως του αρμόζει. Με σαρκασμό και παραστατικότητα, είναι λες και στήνει ένα υπαρξιακό θεατρικό έργο όπου η αλήθεια ξεπροβάλλει στο τέλος μέσα από ακανθώδεις και δαιδαλώδεις λαβυρίνθους παραφροσύνης και παθογένειας. Φυσικά, η μεγαλύτερη γενιά, δηλαδή οι θείοι, αρνούνται να κατανοήσουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους. Τον κατηγορούν σαν να είναι παράφρων εφαρμόζοντας κλασικά χειριστικά οικογενειακά μοτίβα, διότι αδυνατούν να κοιτάξουν την αλήθεια κατάματα. Ο περίγυρος είναι ικανός να εκτοξεύσει ή να καταρρακώσει έναν γόνο.
Κάπως έτσι προχωράει η ιστορία σαν τη ζωή την ίδια. Όλοι προσπαθούν να βρουν το νόημα και τη θέση της, ξεφυλλίζουν το λεξιλόγιο ψάχνοντας τις «σωστές» λέξεις και συχνά πλάθουν τον δικό τους κώδικα είτε για να κατανοήσουν είτε για να αντέξουν είτε για να κτίσουν το δικό τους μοντέλο. Μια στιγμή, μια εμπειρία, μια εικόνα ενός ανθρώπου που ήταν αλλιώς ιδωμένη πρωτύτερα, είναι ικανή να τα φέρει όλα τούμπα και να μεταβάλλει ριζικά ακόμη και τις πιο ακίνητες μεταβλητές.