Διαβάσαμε: «Ραντεβού στο Κύτταρο» του Φώντα Τρούσα | Εκδόσεις Όγδοο
2024-06-14Πολλά έχουν ειπωθεί για τη rock σκηνή στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολλές διαφωνίες και αμφισβητήσεις για το αν υπάρχει πράγματι μια συμπυκνωμένη σκηνή που αφορά το rock n’ roll, αν έχει και pop ηχόχρωμα, αν υπάρχει πραγματικά ελληνικό rock κτλ. Μάλιστα, το ευρύ κοινό, δηλαδή ο μέσος Έλληνας ακροατής, δεν είναι ενήμερος ότι πριν από τον Παύλο Σιδηρόπουλο, τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά και κάποιους ακόμη, υπήρξαν πολλοί που έστρωσαν τον δρόμο και έδρασαν πριν από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, όταν και η σκηνή αυτή βρέθηκε κατά κάποιον τρόπο στο πικ της από την πλευρά της ευρύτερης αναγνώρισης. Πάντως είναι γνωστό ότι οι προπάτορες δεν τιμώνται όσο οι επίγονοι. Έτσι, βιβλία σαν και αυτό του Φώντα Τρούσα προσφέρουν μια ηχηρή άποψη και υπογραμμίζουν με βαριά σφραγίδα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και τους ανθρώπους που συμμετείχαν στον αγώνα που έκανε το rock n’ roll στην Ελλάδα!
Σε αυτό το εγχείρημα, λοιπόν, που επανακυκλοφόρησε μετά από 28 χρόνια, εμπλουτισμένο με επιπλέον υλικό, ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι υπήρξε μια πανσπερμία και ένας καταιγισμός μουσικών και συγκροτημάτων στην πρώιμη φάση της rock μουσικής στην Ελλάδα, δηλαδή την περίοδο 1965 – 1982, την καλύτερη στιγμή, σύμφωνα με τον ίδιο, αυτού που αποκαλείται rock στην Ελλάδα. Σιγά σιγά πραγματοποιείται ένα οδοιπορικό σε στέκια, δρόμους, μαγαζιά, παραρτήματα δισκογραφικών εταιρειών και παρατίθενται όλες οι κυκλοφορίες, single και album, μείζονος ή ελάσσονος εμπορικής αναγνώρισης αυτών των χρόνων, από δεκάδες ονόματα, γνωστά, άγνωστα αλλά και κάποια που ξεχάστηκαν στην πορεία και επανατοποθετούνται εδώ.
Είναι γνωστό πως υπήρχε πάντα αργοπορία στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, τα ερεθίσματα, οι τάσεις και τα πρότυπα από το εξωτερικό, κατέφθαναν στη χώρα κάποια χρόνια μετά, αλλά μήπως αυτό είναι ένας μύθος; Τελικά εδώ είναι πασιφανές πως αυτός που αναζητά τη γνώση και την εμπειρία, θα βρει τον τρόπο να βρεθεί μπροστά στα γεγονότα! Εντυπωσιάζει, λοιπόν, η παραδοχή ότι υπήρχε πάντα ένα μικρό μα συμπαγές κοινό, που πρωτοστατούσε στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας, ακολουθώντας το φαινόμενο του rock n’ roll, αυτού του κύματος που παρέσυρε και ακόμη παρασύρει εκατομμύρια ακολούθους σε όλο τον κόσμο και κατάφερε να διεκδικήσει και να διατηρήσει περίοπτη θέση στον παγκόσμιο χάρτη, κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα και ενδεχομένως να ισχύει και μελλοντικά.
Η ενημέρωση του κοινού αυτού και ο συγχρονισμός του ελληνικού στοιχείου με το ξένο, ειδικά στην προκειμένη το ευρωπαϊκό (κυρίως βρετανικό) και το αμερικάνικο φαίνεται και από τις ηχητικές αλλαγές και τις νέες επιρροές στους καλλιτέχνες που εμφανίζονται ανά τα χρόνια. Στις αρχές των 60’s υπάρχει το παραδοσιακό rock n’ roll, όπου η γραμμή pop και rock δεν είναι ευδιάκριτη, για να προκύψουν στην πορεία πολλά παρακλάδια όπως blues, progressive, psychedelic, new wave, punk και hard rock. Επίσης, είναι εμφανής ο κοινωνιοκεντρικός πυρήνας του κοινού εκείνου, ένα στοιχείο της ευρύτερης κοινωνίας τότε. Σε αυτό ενδεχομένως να έπαιξε ρόλο ότι αυτές οι rock ομάδες που δημιουργούσαν ένα καινούριο περιβάλλον, άρχισαν τότε να σχηματίζονται και να διαφοροποιούνται από την πλειοψηφία, οπότε τα δεσμά ήταν ισχυρά και συλλογικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ανάμιξη των μουσικών, δηλαδή το κοινό ήταν τόσο πολυπληθές και ενωμένο, που διάφορα άτομα εμφανίζονται σε πολλά σχήματα και συνεργασίες. Τα στέκια και οι παρέες, επομένως, γνώριζαν η μία την παρουσία της άλλης και πορεύονταν από κοινού.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ξαναζωντανεύουν πρόσωπα και ήχοι, δεκάδες ονόματα ξεπετιούνται από τα ντουλάπια της ιστορίας όπως οι Forminx, οι Charms, οι Sounds, οι Idols, ο Δάκης, οι Olympians, οι Poll, οι Πελόμα Μποκιού, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, οι Socrates, οι Aphrodite’s Child, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Νικόλας Άσιμος, ο Γιώργος Ρωμανός, οι Axis, η Τάμμυ, η Χριστίνα, η Ελπίδα, η Sana Fey, οι Nostradamos, οι Sweetness, οι Λερναία Ύδρα, τα Τέσσερα Επίπεδα της Ύπαρξης, οι Sharp Ties, οι Psycho, οι Scraptown, ο Τζίμης Πανούσης, ο Λάκης Παπαδόπουλος, οι Φατμέ, οι Μωβ, οι Villa 21 κ.α. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το πρώτο στάδιο διάφορων καλλιτεχνών που στην πορεία άλλαξαν δρόμο και σίγουρα δεν είναι γνωστές οι απαρχές τους όπως ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Νίκος Ζιώγαλας, ο Μιχάλης Ρακιντζής, ο Νίκος Καρβέλας, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η μουσική ενασχόληση του Ανδρέα Θωμόπουλου που ασχολήθηκε ύστερα με το σινεμά, ο Σταμάτης Σπανουδάκης, η χίπικη περίοδος του Μάνου Χατζιδάκι, η εποχή του Ντέμμη Ρούσσου και του Νίκου Πορτοκάλογλου ως μπασίστες, ο Κώστας Χατζής, η συνύπαρξη του Σταύρου Ξαρχάκου και του Σταμάτη Κόκοτα σε έναν rock δίσκο κ.α.
Πέραν τούτων, μέσα στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες αυτών των ετών, δεν παραλείπεται η περίοδο της χούντας, όταν και διαιρέθηκε σε μεγάλο βαθμό η σκηνή αυτή που είχε ξεκινήσει να διαμορφώνεται λίγα χρόνια πιο πριν, όπως και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο μέσος Έλληνας μουσικός είτε από την πλευρά της εύρεσης του κατάλληλου χώρου για να παίξει είτε από την πλευρά των σκαμπανεβασμάτων στις δισκογραφικές εταιρίες. Το αν κάποιος θα συμφωνήσει με τον συγγραφέα στο ποια είναι τα καλύτερα άλμπουμ, τραγούδια και στιγμιότυπα της σκηνής είναι υποκειμενικό. Εν κατακλείδι, αντικειμενικό παραμένει το συμπέρασμα πως η καταγραφή χρειαζόταν οπωσδήποτε για να αναζητηθούν οι ρίζες του rock n’ roll στην Ελλάδα. Είναι ένα σημαντικό επίτευγμα, εγκυκλοπαιδικής, καλλιτεχνικής και κοινωνιολογικής αξίας.