Διαβάσαμε: «Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα» του Τζον Μπόιν | Εκδ. Ψυχογιός
2022-06-23Βρισκόμαστε στο Άουσβιτς, κατά τη διάρκεια του β’ παγκοσμίου πολέμου. Οι πρωταγωνιστές είναι δύο εννιάχρονοι που συμπωματικά έχουν γεννηθεί την ίδια μέρα. Ζουν όμως ξεχωριστά, ο καθένας από άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος.
Ο Μπρούνο, είναι ένας τροφαντός, παιχνιδιάρκης και οξυδερκής μικρούλης που ζει με τους γονείς και την αδερφή του. Έχει μετακομίσει πρόσφατα από το Βερολίνο και του λείπει η παλιά του καθημερινότητα, οι φίλοι του, η γιαγιά και ο παππούς του. Χωρίς να αντιλαμβάνεται ακριβώς το γιατί, δεν του αρέσει η ενέργεια του τόπου και μες στο σπίτι του βιώνει ένα είδος υπόγειας καταπίεσης. Παρ’ όλα αυτά, είναι ιδιαίτερα παρατηρητικός και έχει την καρδιά και τα μάτια του συνέχεια ανοιχτά.
Όλα αλλάζουν, όταν σε μια βόλτα, ή καλύτερα εξερεύνηση, όπως λέει και ο ίδιος, γνωρίζει τον Σμούελ, έναν κοκαλιάρη, θλιμμένο και εξίσου οξυδερκή μικρούλη που μιλάει λίγο και φαίνεται συνέχεια σαν κάτι να τον απασχολεί. Φοράει μια ριγέ πιτζάμα, είναι Εβραίος και ζει σε ένα κατάλυμα, όπου είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι συμπατριώτες του, οι οποίοι υπάρχουν εκεί για έναν σκοπό, να βασανίζονται και να εξευτελίζονται από τους Γερμανούς στρατιώτες. Χωρίς να μπορεί και αυτός να αντιληφθεί τι συμβαίνει ακριβώς, έχει σίγουρα συνειδητοποιήσει ότι σε αυτόν τον τόπο υπάρχει μίσος και κακία.
Η αναγνώστη του Αγοριού με τη ριγέ πιτζάμα υπήρξε μία από τις πιο συγκινητικές και απολαυστικές εμπειρίες που είχα ποτέ ως αναγνώστης. Μιλάμε για ένα ανατριχιαστικό, ένα αφοπλιστικά τρυφερό βιβλίο, όπου πρωταγωνιστούν η παιδική αθωότητα και η αγάπη ως τα μόνα αντίδοτα απέναντι στον ζόφο. Τα δύο παιδιά, μπλέκονται, άθελά τους, σε ένα παιχνίδι που τους επιφυλάσσει η μοίρα, γιατί απλά θέλουν να παίζουν και να χαίρονται τη ζωή μαζί.
Ειδικά, το τέλος, ρίχνει τον αναγνώστη σε ένα ποτάμι βροχής, όπως αυτό, στο οποίο «κολυμπούν» τα δύο παιδιά στις τελευταίες σελίδες. Λάσπη, βροχή, αίμα, πανικός, επιβολή εξουσίας και κάπου εκεί, δύο παιδιά, δύο φίλοι, που κρατιούνται χέρι χέρι και πιστεύουν ότι τίποτα δε θα τους χωρίσει. Εξάλλου, ούτε ο φράκτης, τα συρματοπλέγματα, τα σκουφιά και οι ριγέ πιτζάμες τα κατάφεραν.
«Ο Μπρούνο έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα απ' όσα έβλεπε. Είχε φανταστεί πως όλες οι καλύβες ήταν γεμάτες χαρούμενες οικογένειες, με ανθρώπους που το βραδάκι θα κάθονταν σε κουνιστές πολυθρόνες και θα έλεγαν ιστορίες για το πόσο καλύτερα ήταν τα πράγματα όταν ήταν μικροί και πως τότε σέβονταν τους μεγαλύτερους, όχι σαν τα σημερινά παιδιά. Είχε σκεφτεί πως τα αγόρια και τα κορίτσια που ζούσαν εδώ θα ήταν χωρισμένα σε ομάδες και θα έπαιζαν τένις, ποδόσφαιρο, θα πηδούσαν σκοινάκι ή θα έκαναν γραμμές στο χώμα για να παίξουν κουτσό. Είχε φανταστεί πως κάπου στο κέντρο θα υπήρχε ένα κατάστημα, ίσως κι ένα μικρό ζαχαροπλαστείο, σαν αυτά που ήξερε απ' το Βερολίνο. Είχε αναρωτηθεί αν υπήρχε και μαγαζί με φρούτα και λαχανικά. Αποδείχτηκε όμως πως δεν υπήρχε τίποτα απ' όσα είχε φανταστεί».
ΤΖΟΝ ΜΠΟΪΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ