Διαβάζοντας την «Αποθήκη Ανθρώπων» της Ειρήνης Δερμιτζάκη

Διαβάζοντας την «Αποθήκη Ανθρώπων» της Ειρήνης Δερμιτζάκη

Το μυθιστόρημα της Ειρήνης Δερμιτζάκη «Αποθήκη Ανθρώπων» δεν μπορείς να το κατηγοριοποιήσεις απλά ως «μυθιστόρημα». Με πολλά βιωματικά στοιχεία, αποτελεί ένα testimonial που μπλέκεται με ωραία μυθοπλασία για όσα έζησε η Ειρήνη στο Λονδίνο δουλεύοντας σε γηροκομεία.

Δεν μπορείς να μην ταυτίσεις το όνομα της πρωταγωνίστριας με τη συγγραφέα, μια επιλογή που μας κλείνει το μάτι από την αρχή σαν να μας λέει «εγώ τα έζησα, μην το ψάχνετε»!

Στις 200 σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνονται τόσο οι ιστορίες των ηλικιωμένων, σχεδόν εγκαταλελειμμένων, ανθρώπων που ζουν στο γηροκομείο, όσο και η ιστορία της ίδιας της Ειρήνης… λίγο -και όσο χρειάζεται- πειραγμένη!

Μια Eλληνίδα ηθοποιός μεταναστεύει στο Λονδίνο, λίγο πριν την οικονομική κρίση που χτύπησε την Ελλάδα. Μετά τον «μήνα του μέλιτος» με την πόλη, τα χρήματα τελειώνουν και μαζί και τα όποια όνειρα. Η Ειρήνη πιάνει δουλειά σε ένα γηροκομείο και προσπαθεί να ξεχάσει όλα όσα την έδιωξαν από την Ελλάδα. Οικογενειακά τραύματα, δουλειές που δεν έλεγαν να έρθουν, τηλέφωνα που δεν χτυπούσαν ή όταν χτυπούσαν ήταν πια αργά.

 

Στη νέα δουλειά της ηρωίδας, οι ένοικοι του γηροκομείου, γυναίκες και άνδρες, οι περισσότεροι σε προχωρημένη ηλικία, έχουν ανάγκες όλο το 24ωρο. Η ζωή που έζησαν αλλά και η ζωή που ζούν στην «αποθήκη» περνάει αριστοτεχνικά από μπροστά μας χάρη στην αφήγηση της Δερμιτζάκη. Τι θυμούνται; Τι έζησαν στην πραγματικότητα; Πόσο χρονών είναι; Που είναι τα παιδιά τους και το παλιό τους σπίτι; Πόσο κοστίζουν στο κράτος;

Οι ιστορίες διαβάζονται και αυτόνομα, αλλά το μυθιστόρημα δένει και κλιμακώνεται καθώς μαθαίνουμε όλο και περισσότερα για τα γεγονότα που οδήγησαν την Ειρήνη στην Αγγλία αλλά και για όσα διαμείβονται στο γηροκομείο.

Παράλληλα, ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες των τροφίμων και των φροντιστών αλλά και του πατέρα και της μητέρας της ηρωίδας. Από τα βουνά της Κρήτης και το κυνήγι της πέρδικας στα «βουνά» χαρτούρας, αναφορών και πανών ακράτειας.

Οι περιγραφές της Δερμιτζάκη δεν είναι εύκολες. Τις λες ακόμα και ενοχλητικές, αλλά θα εξηγήσω με ποιον τρόπο. Ξεγυμνώνουν ένα σκληρό σύστημα. Οι ηλικιωμένοι αποτελούν φύρα για τους συγγενείς τους και το κράτος. Οι Άγγλοι, μεταξύ άλλων, εφαρμόζουν ένα σύστημα με το οποίο μπορεί να αγοραστεί το σπίτι σου και με το ποσό να εξασφαλίσεις τη διαμονή σου σε μια «αποθήκη ανθρώπων».

Την ίδια ώρα, οι συγγενείς αδυνατώντας να περιθάλψουν ασθενείς, κατάκοιτους, ανθρώπους που χάνουν την υπόστασή τους, τους αφήνουν σε αυτά τα γηροκομεία με την υπόσχεση συχνών επισκέψεων που σπάνια συμβαίνουν.

Η στάση αυτή προς τους ηλικιωμένους δεν είναι σύγχρονη, ούτε απαραίτητα αγγλική αλλά χάνεται στα βάθη των αιώνων. Θα φέρω ένα παράδειγμα μόνο. Ο Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του «Κείων Πολιτεία» περιγράφει τη νομοθεσία του Αριστείδη από την Κέα, το «Κείον το νόμιμον», το οποίο εφαρμοζόταν μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. στο νησί και σύμφωνα με αυτό, όσοι υπερέβαιναν το 60ό έτος της ηλικίας τους «αυτεκωνιάζοντο» δηλαδή αυτοκτονούσαν με κώνειο από το φυτό μανδραγόρας. Ο πολίτης που ένιωθε ότι δεν είναι πλέον χρήσιμος στην κοινωνία, λόγω γήρατος, με δική του απόφαση έφευγε από τη ζωή.

Διαβάζοντας το βιβλίο, είχα στο μυαλό μου τους στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο τραγούδι «Γριές».

Καλή γριά μου γίνε, γίνε κοριτσάκι

Και στα αγριολίβαδα τρέξε να κρυφτείς

Ήλιος πυρπολητής κι ανάλαφρο αεράκι

Μαζί σου παίζουν το παιχνίδι της ζωής

Ουσιαστικά στα περισσότερα κεφάλαια, οι ηλικιωμένοι δεν ζητούν τίποτα άλλο από το σπίτι τους, λίγο ήλιο, μια βόλτα στο ανάλαφρο αεράκι. Ζητούν ένα χάδι που οι συνάδελφοι της Ειρήνης δεν χαρίζουν, ενώ η ίδια το επιδιώκει, καθώς αισθάνεται παράταιρη και ξένη και η ίδια.

 

Το χιούμορ δεν λείπει από το βιβλίο. Ίσως λίγο πικρό, αλλά είναι εκεί από το πρώτο κεφάλαιο, το «Πέναλτι» μέχρι το τέλος στην «Έξοδο».

Με συγκίνησαν ιδιαίτερα οι ιστορίες του «Λάο», της «θαυμάστριας», της Άλις και της Ρεγγίνα. Μα πώς να αφήσεις εκτός και όλες τις παράλληλες ιστορίες των ανθρώπων της κλινικής, όπως της φροντίστριας Εστέλα και της «κακιάς» προϊσταμένης Πότι.

Τέλος, αξίζει να καταγράψω ότι σε ολόκληρο το βιβλίο η οικονομική κρίση της Ελλάδας και η ηθική κρίση τόσο των Βρετανών όσο και των Ελλήνων είναι παρούσες. Το ίδιο και τα όνειρα της Ειρήνης για την ηθοποιία, όπου αποτυπώνεται η γνήσια απογοήτευσή της.

Οι «αποθήκες ανθρώπων» υπάρχουν. Ίσως στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμα ψήγματα ευαισθησίας που δεν απαντώνται στον αγγλοσαξονικό τρόπο ζωής  αν και εδώ θα βρούμε κολαστήρια για ηλικιωμένους.

Το βιβλίο «Αποθήκη Ανθρώπων» αξίζει να διαβαστεί από κοινωνικούς λειτουργούς, εργοθεραπευτές, φροντιστές, ψυχολόγους, γηρίατρους, ανθρώπους που συμβιώνουν με ηλικιωμένους και ειδικά με πάσχοντες από άνοια. Αξίζει να διαβαστεί από ανθρώπους με ευαισθησία, με ψυχή. Η Ειρήνη Δερμιτζάκη δεν κρύβεται, ούτε για τις δυσκολίες στο επάγγελμά της, ούτε για το σύστημα που ωθεί τους ηλικιωμένους στην ανυπαρξία, ούτε για τη μετανάστευση, για το πού ανήκεις και το αν υπάρχεις.

Και όταν το τελειώσετε, κρατήστε αυτήν την υπέροχη έξοδο που μας προτείνει.    

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.