Ο Θείος Άρης Διάβασε το "Born to Run" και Έπαθε "Bruce Springsteen"
2024-09-29Ο Bruce Springsteen αποτελεί καλό λόγο για να ακούσεις μουσική. Έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί στα τραγούδια του, έχει κάποια ενδιαφέροντα πράγματα να σου προτείνει και αν θες ακολουθείς.
Ο Bruce Springsteen αποτελεί επίσης σοβαρό λόγο για να γουστάρεις την «Αμερική», χωρίς απαραίτητα να γουστάρεις τις ΗΠΑ. Αυτό άλλωστε περιγράφει και ο ίδιος στο «Born to Run». Είναι ο άνθρωπος που κάλυψε την απόσταση από την αμερικάνικη πραγματικότητα μέχρι το Αμερικάνικο Όνειρο.
Στο βιβλίο «Born to Run» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Key Books, σε μετάφραση του εξαιρετικού Αλέξη Καλοφωλιά, ξετυλίγεται η ζωή του «Αφεντικού» μέχρι και το 2016. Και το γράφω αυτό γιατί από τότε μέχρι σήμερα, ο Springsteen συνεχίζει την μουσική του πορεία γράφοντας κι άλλα ωραία τραγούδια και κάνοντας απανωτές sold out περιοδείες, ενώ έχει περάσει πλέον τα 70.
Είχα διαβάσει το βιβλίο στην αγγλική του έκδοση πριν δύο χρόνια. Να πω, λοιπόν, ότι ο Αλέξης Καλοφωλιάς έχει βάλει μεταφραστική «ψυχούλα» και έχει φέρει σε ελληνικά μέτρα τις αμερικάνικες εκφράσεις, την αργκό, τις μουσικές αναλύσεις, τις μικρές λεπτομέρειες οι οποίες με βασάνισαν στην αγγλική έκδοση, παρά το ότι τη μιλάω καλά τη γλώσσα.
Τον Απρίλιο του 2023 είδα τον Springsteen live στη Βαρκελώνη. Εκεί πείστηκα τελειωτικά για την τίμια και γνήσια στάση του «Αφεντικού» ο οποίος ουσιαστικά τι μου ψιθύρισε; «Θα πληρώσεις μεν, αλλά και θα διασκεδάσεις και θα βρεις κάτι από τον εαυτό σου στους στίχους μου».
Αυτή η αίσθηση περνάει και στο βιβλίο. Ο Springsteen θέλησε να ξεφύγει από την αποπνικτική κωμόπολη του Freehold στο New Jersey και η μουσική αποτέλεσε το όχημα.
Οι περιγραφές είναι λεπτομερείς αναφορικά με την παιδική του ηλικία και την εφηβεία του. Ο αναγνώστης παρακολουθεί ένα testimony τόσο για την κοινότητα, όσο και για έναν λευκό άντρα στις ανατολικές ΗΠΑ, ανάμεσα σε φτωχούς Ιρλανδούς, Ιταλούς, Ολλανδούς και μαύρους. Το βιβλίο αναπτύσσεται ωραία και με μπόλικο χιούμορ και αυτοσαρκασμό ενώ στη διήγηση περιγράφονται καταστάσεις απελπισίας, φτώχειας, ρατσισμού, καθολικισμού αλλά και κάποια μικρά διαλείμματα… κοινωνικής «ηλιοφάνειας».
Η κομβική στιγμή στη ζωή του ήταν όταν είδε τον Elvis Presley στην τηλεόραση και από τότε όλα πήραν σχήμα. Η παράξενα υπέροχη δεκαετία του ‘60 σηματοδοτεί το πλάσιμο της σεξουαλικότητας του Springsteen, το χάος ανάμεσα σε αυτόν και τον πατέρα του, την απόκτηση της πρώτης κιθάρας, το ρόλο της μάνας και της γιαγιάς του.
Αναφερόμενος στα slow κομμάτια που χόρευαν με τις κοπέλες θα γράψει: «Σε εκείνα τα αγκαλιάσματα που αψηφούσαν τον θάνατο, κρύβονταν οι υποσχέσεις του μέλλοντος». Οι νέοι της δεκαετίας του ‘60 διάλεξαν πολλούς και διαφορετικούς δρόμους για να πορευθούν. Ο Springsteen, κατά τα λεγόμενα του, επέλεξε να εκφραστεί μέσα από τη μουσική, να αρνηθεί το χάσιμο των ναρκωτικών ή της βίας και να ζήσει για αρκετά χρόνια μια μποέμικη αλλά φτωχική ζωή, με surf, κορίτσια, παρέες και έναν ξεκάθαρο στόχο: να ξεφύγει από μια κοινωνία «full of losers» αποφασισμένος «to pull out of here to win» όπως τραγουδά στο εμβληματικό Thunder Road.
Για εμένα, στο βιβλίο μπαίνει ένα ξεκάθαρο όριο όσον αφορά τη μουσική του ιδιότητα, κάτι που είχα διαπιστώσει και μετά τη συναυλία στη Βαρκελώνη. Η μουσική είναι η δουλειά του, αναγνωρίζει ότι ήταν τυχερός αλλά δεν κρύβει τα δύσκολα, τη φτώχεια που έζησε αλλά και μια βαθύτερη ανάγκη να εκφραστεί και να αντιπροσωπεύσει με τους στίχους του μια ολόκληρη χώρα -και αν θέλετε- ένα τεράστιο πλήθος ανά τον δυτικό κόσμο που πέτυχε ή προσπάθησε να πετύχει το πέρασμα σε μια καλύτερη ζωή, που προσπάθησε να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αγαπήθηκε και αγαπιέται με διαφορετικό τρόπο από Βορειοαμερικανούς, Λατίνοαμερικάνους, Ευρωπαίους, Ιάπωνες και ποιος ξέρει ποιους άλλους. Στο βιβλίο είναι καθαρή η θέση του σχετικά με τις φυλετικές διαφορές στα ΗΠΑ, με τον διαχωρισμό πλούσιων-φτωχών ακόμα και στα όρια του New Jersey, πόσο μάλλον εντός των ΗΠΑ.
Στις σελίδες του «Born to Run» τα ταξίδια διαδέχονται το ένα το άλλο. Είναι τόσο «αμερικάνικο» αυτό, που νομίζεις ότι μυρίζεις τις αναθυμιάσεις από τη βενζίνη που βάζει ο Bruce στις περιπλανήσεις του από τα ανατολικά στα δυτικά και πίσω. Διχασμένος ο ίδιος σαν χαρακτήρας, ανάμεσα στις περιγραφές των ταξιδιών, ξεδιπλώνει τους φόβους του, τις σχέσεις του, τους συνοδοιπόρους του από τα πρώτα χρόνια των Castilles και των Steel Mill μέχρι την E-Street Band και τους sessions μουσικούς που γνώρισε στην πορεία.
Να σημειώσω ότι ειδικά για την E-Street Band έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η «συμφωνία» που έκανε μαζί τους. Κάτι που διαπίστωσα και στα τελευταία live του να συμβαίνει: εκείνος ηγείται, είναι πρώτος μεταξύ ίσων, αποφασίζει αλλά δεν διατάζει, αποχαιρετά και ευχαριστεί τους μουσικούς της μπάντας έναν-έναν στο τέλος της συναυλίας και μετά βγαίνει στη σκηνή μόνος, να τραγουδήσει κάτι ακόμη, να αποχαιρετίσει και φυσικά να αποθεωθεί από το κοινό. Στο βιβλίο περιγράφει και πώς άφησε να φύγουν μερικοί από την μπάντα, να δουν αν υπάρχει κάτι άλλο για αυτούς. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, βρέθηκαν και πάλι όλοι μαζί.
Δεν θα διστάσει να αναφερθεί στο Βιετνάμ και πώς απέφυγε να καταταγεί, στη Διεθνή Αμνηστία, στην αστεία επιλογή του Reegan να παίζει το «Born in the USA» στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, στη στήριξη στα θύματα του AIDS μέσα από το οσκαρικό «Streets of Philadelphia».
Τα άλμπουμ διαδέχονται το ένα το άλλο, πιο εύκολα ή πιο δύσκολα από άποψη έμπνευσης και οι σελίδες φεύγουν «νεράκι» με τις διασκεδαστικές λεπτομέρειες, τις αποφάσεις, τις αναλύσεις του Springsteen για το τι αποζητούσε και που κατέληξε. Είναι απολύτως τίμιος όταν «κοκορεύεται» για κάποια επιτυχία του αλλά και όταν αναλύει τα λάθη του και αποδομεί την περσόνα του.
Πολυσυλλεκτικό και έτοιμο να δεχτεί επιρροές το «Αφεντικό», αποτίνει φόρο τιμής στον Dylan, στον Van Morrison, στους Beatles, στους Rolling Stones, στον Woody Guthrie αλλά και σε ένα πλήθος μουσικών από ετερόκλητα είδη, από τη soul, τη funk, τη ροκ σκηνή, το Great American Songbook.
Στις 570 σελίδες θα διαβάσετε για όλα. Από τις αρχικές απορρίψεις των δισκογραφικών εταιρειών, στα live στα τοπικά μπαράκια και από ντεμπούτο άλμπουμ «Greetings from Asbury Park, N.J.» το 1973, στο «Born in the USA» το 1984. Από τις ατελείωτες περιοδείες, κάποιες με πολιτικό πρόσημο, στο Όσκαρ το 1992 και στο άλμπουμ «High Hopes» το 2014.
Σε ακόμη πιο προσωπικό επίπεδο, ο Springsteen ανοίγει ένα παράθυρο στη δύσκολη σχέση με τον πατέρα του, ζητάει καθαρές συγγνώμες από ανθρώπους που πλήγωσε, εκθειάζει την «κοκκινομάλλα» του, τη σύζυγό του Patti Scialfa και τις φοβερές «ατομάρες», τους παλιούς συνοδοιπόρους της E-Street Band, τον Garry Tallent, τον Roy Bittan, τον Max Weinberg, τον Nils Lofgren αλλά λίγο περισσότερο τον κολλητό του Steven Van Zandt και τους αποθανόντες Clarence Clemons και Danny Federici.
Για το περιεχόμενο του βιβλίου, ο μόνος παραλληλισμός που μπορώ να κάνω είναι με τη βιογραφία του Johnny Cash. Ένιωσα το ίδιο «ταξίδεμα» στη μουσική, στα προσωπικά πάθη, στις σχέσεις, στην έμπνευση της γραφής, στην Αμερική. Ένιωσα τελικά, το ίδιο απολαυστικά και εκτίμησα ακόμα περισσότερο, όπως τότε τον Cash, έτσι τώρα και τον Springsteen.
Το «Born to Run» δεν αποτελεί μόνο την ιστορία του τραγουδοποιού, κιθαρίστα, πατέρα και γιου Bruce Springsteen. Διαβάζεται ως μια κοινωνιολογική ανάλυση της Αμερικής όπως την αγαπήσαμε και θέλουμε να την γυρίσουμε από άκρη σε άκρη, αλλά και όπως μας εκνευρίζει και τρώει τα σωθικά της.
Διαβάστε το. Αν αγαπάτε τη μουσική, αν είστε «χαμένοι» και «νικητές», άρα άνθρωποι, διαβάστε το! Η Key Books έπραξε σοφά να το μεταφράσει και εμείς πλέον θα το έχουμε στη βιβλιοθήκη μας για να επιστρέφουμε ξανά και ξανά σε αυτό.
«Nobody Wins Unless Everybody Wins» που λέει και ο Bruce Springsteen…
Φωτογραφία Εξωφύλλου: Άρης Γαβριελάτος