Γκουανό, Γιώργος Γκόζης, εκδ. ΠΟΛΙΣ
2016-11-30Έχεις προσέξει τους ανθρώπους όταν διηγούνται προσωπικές τους ιστορίες; Πώς αλλάζουν οι γραμμές του προσώπου, πώς μαλακώνει η φωνή, πώς λάμπουν τα μάτια τους; Πώς χάνονται μέσα στην αφήγηση σαν να την ξαναζούν;
Ευχάριστα ή δυσάρεστα, τα στιγμιότυπα της ζωής τους ξαναέρχονται στην επιφάνεια του μυαλού. Αισθάνεσαι την ένταση της στιγμής, την άγρια χαρά του αφηγητή γι’αυτό που έχει ζήσει και τη λαχτάρα του να το μοιραστεί. Ακριβώς για να μην το ξεχάσει. Το θέλει ζωντανό, καθαρό μέσα του, για να συνεχίσει να τον εκφράζει και να τον προσδιορίζει.
Έτσι ένιωσα με κάθε πρόσωπο του «Γκουανό», του καινούριου βιβλίου του Γιώργου Γκόζη. Μια νουβέλα που διάβασα απνευστί. Νομίζω δε γίνεται κι αλλιώς. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές του βιβλίου γίνεσαι εσύ ο αόρατος επισκέπτης των πέντε αφηγητών που ο καθένας τους, αφού σε καλοδεχτεί και σου μιλήσει, θα σε παραδώσει στον επόμενο τόσο ευγενικά κι αποφασιστικά που αναπόφευκτα ακολουθείς.
Η Κατερίνα με μια καρδιά ανοιχτή για όλους, ο Γκόγκος πεισματάρης άνθρωπος του μόχθου, η Σταυρούλα υπομονετική και καλόψυχη, ο ευαίσθητος Κοσμάς με τους σεβντάδες του και η Ασπασία σοφή μορφή από έναν άλλον κόσμο.
Άνθρωποι απλοί σχεδόν αγράμματοι, που τους ταρακούνησε γερά η ζωή ορφανεύοντάς τους από πατέρα και πατρίδα, για να διασταυρώσει κάποια στιγμή τις μοίρες τους και να τις δέσει μεταξύ τους. Εκπρόσωποι μιας γενιάς που στις πλάτες της γράφτηκαν κάποιες πολύ σκληρές σελίδες της ιστορίας του τόπου μας, από την Μικρασιατική καταστροφή μέχρι τον πόλεμο του 40. Άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί, στην καρδιά των γεγονότων και παρ’όλες τις δυσκολίες πάλεψαν για τα «θέλω» τους. Σκόνταψαν, έπεσαν, ξανασηκώθηκαν. Δέχτηκαν τη ζωή όπως ήρθε κι έτσι θέλουν να θυμούνται τους εαυτούς τους: χωρίς παράπονο, χωρίς μιζέρια, με αρχοντιά κι αξιοπρέπεια. Το «Γκουανό» η παράξενη αυτή λέξη που ξεστομίζουν όλοι τους άναρχα κι απροσδόκητα, είναι εκείνη που τελικά τους συνδέει με το σήμερα και που θα βρει την εξήγησή της -κυριολεκτική και μεταφορική- στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.
Ο Γιώργος Γκόζης έγραψε ένα βιβλίο που συγκινεί βαθιά κι αυθεντικά. Οι αφηγητές του μιλούν απλά, άμεσα, με εκφράσεις της ντοπιολαλιάς τους. Ανοίγουν την καρδιά τους όπως ανοίγουν τα σπίτια τους. Προσφέρουν κεράσματα μαζί με την αλήθεια τους. Μια αλήθεια που ανακαλεί στον καθένα μας εικόνες και ιστορίες δικών μας προγόνων. Άλλωστε το χρονικό της δικής τους ενηλικίωσης συμπίπτει με το χρονικό της συλλογικής ενηλικίωσης του τόπου μας. Οι μνήμες -κατά βάθος- είναι κοινές και είναι αυτές που συνδέουν τους ανθρώπους και τους ωθούν προς τα εμπρός. Όπως ακριβώς λέει η Ασπασία: «Τα περασμένα να τα συγχωρέσω, αλλά αυτό δε σημαίνει πως τα ξεχνώ. Αυτό με σώζει και με διασώζει. Η μνήμη αντί της λήθης. Κι εσύ να θυμάσαι και να μην ξεχνάς. Διαρκώς. Να ακούς και να βλέπεις τα πάντα γύρω σου. Όσα σου αρέσουν κι όσα δε σου αρέσουν. Τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα. Κι επειτα να κρίνεις ποια θα κρατήσεις και ποια θα πετάξεις. Αν θέλεις να είσαι δημιουργός της ζωής σου κι όχι διαχειριστής της, οφείλεις στον εαυτό σου να συνεχίζεις εμπρός. Μη φοβάσαι, δεν είσαι μόνος. Είμαστε όλοι εδώ. Μαζί σου, ολόγυρά σου, δίπλα σου, εντός σου. Όσοι φαίνονται κι όσοι δε φαίνονται. Όσους βλέπεις κι όσους δε βλέπεις. Οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι. Προχώρα μπροστά λοιπόν».
* Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι από το φιλόξενο και όμορφο χώρο του βιβλιοπωλείου Επί Λέξει στην Αθήνα. Εκεί που ο συγγραφέας Γιώργος Γκόζης, μαζί με τους συνομιλητές του Γιάννη Βασαλάκη και Παναγιώτη Χατζηγιαννάκη παρουσίασαν το βιβλίο με τρόπο ευφάνταστο και συγκινητικό, εμπνεοντάς μας να το διαβάσουμε!