Είδαμε: «Άνθρωποι και Ποντίκια» στον Τεχνοχώρο Cartel!
2022-02-11Το αριστούργημα του Τζον Στάινμπεκ (Steinbeck John) «Άνθρωποι και Ποντίκια» αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Από το 1937 που εκδόθηκε, έχει παρουσιαστεί πάμπολλες φορές στο θέατρο, έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο αλλά και την τηλεόραση.
Υπόθεση: Στην Αμερική του μεσοπολέμου, του Κραχ, ο γιγαντόσωμος κι απλοϊκός Λένι κι ο μικρόσωμος κι έξυπνος Τζορτζ γυρνούν από τόπο σε τόπο, πλάνητες, αναζητώντας δουλειά. Ο Λένι δεν μπορεί να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος και του αρέσει ν’ αγγίζει τα απαλά πράγματα – τη γούνα ενός ζώου, τα μαλλιά μιας κοπέλας. Οι δυο αταίριαστοι αλλά αχώριστοι φίλοι πιάνουν δουλειά σ’ ένα αγρόκτημα, και εκεί, με αφορμή την όμορφη γυναίκα του μοχθηρού Κέρλι, που είναι ο γιος του αφεντικού, μια τραγωδία ξετυλίγεται. To «Ανθρωποι και Ποντίκια» είναι μια σκληρή μα και βαθιά ανθρώπινη ιστορία διαψευσμένων ονείρων. [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]
Τα τελευταία χρόνια έχουμε τη χαρά να παρουσιάζεται στην Αθήνα, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, στον Τεχνοχώρο Cartel, μια παράσταση ύμνος τόσο στο πρωτότυπο έργο, όσο και στο ίδιο το θέατρο αλλά και στη ζωή. Ο Λένος και ο Βασίλης, το πρωταγωνιστικό δίδυμο γύρω από το οποίο ξετυλίγεται όλη η αφηγηματική ροή του έργου, μας εισάγουν εξαρχής στο εδώ και στο τώρα της παράστασης: ένας άδειος χώρος, κάπου στην άκρη της Πειραιώς, ένα ράδιο που παίζει ό,τι τύχει, ένα σκοτωμένο ποντίκι στην τσέπη του Λένου, ένα μόνιμα αναμμένο τσιγάρο στο στόμα του Βασίλη.
Σκοτάδι, περιθώριο, ένα απόκοσμο τοπίο, μας βάζουν για τα καλά στην καρδιά της παράστασης: ο Λένος και ο Βασίλης είναι μόνοι κι έρημοι, αλλά δεν είναι κιόλας, επειδή έχουν ο ένας τον άλλο.
Ο Λένος, αγαθός σαν μικρό παιδί, αγαπά μέχρι θανάτου να αγγίζει καθετί μαλακό. Ο Βασίλης, πολυμήχανος και δυναμικός, έχει υπό την προστασία του τον καλό του φίλο Λένο. Δύο άνθρωποι αταίριαστοι, συνοδοιπόροι όμως αχώριστοι, αναζητούν δουλειά προκειμένου να πραγματοποιήσουν το μοναδικό όνειρό τους: να καταφέρουν να αποκτήσουν ένα δικό τους σπίτι στο βουνό με πολλά ζώα και για πρώτη φορά στη ζωή τους να γίνουν εκείνοι τα αφεντικά του εαυτού τους.
Η περιπλάνησή τους τούς οδηγεί σε ένα συνεργείο όπου ξεκινούν να δουλεύουν ως εργάτες. Πεταμένα εργαλεία, άδεια κουτιά από μπύρες, φωτογραφίες γυμνών γυναικών στους τοίχους, μελωδίες από βαριά λαϊκά συνθέτουν ένα χώρο απ΄ όπου αναδύεται τεστοστερόνη. Την ημέρα, οι διαπληκτισμοί με το γιο του αφεντικού, τον Μάνο - που ζηλεύει παθολογικά τη γυναίκα του, Έρρικα - και οι εντάσεις μεταξύ των υπαλλήλων - ανθρώπων του περιθωρίου - της μικρής επιχείρησης καθιστούν τις συνθήκες διαβίωσής τους αφόρητες. Ενώ τα βράδια, οι εξομολογητικές τάσεις των ηρώων φέρνουν στην επιφάνεια τις πονεμένες ιστορίες τους. Μέχρι που ένα απρόσμενο γεγονός θα αλλάξει καθοριστικά το μέλλον των δύο φίλων.
Ο «Βασίλης» του Βασίλη Μπισμπίκη είναι φασαριόζος, απότομος και σε στιγμές συγκινητικά γλυκός, ένας μάγκας με κρυμμένες ευαισθησίες, ενώ ο «Λένος» του Δημήτρη Δρόσου είναι υπερκινητικός, συναισθηματικός, μια εξαιρετικά μελετημένη εκδοχή ενός ατόμου με κάποιας μορφής νοητική στέρηση. Οι μοναδικές ερμηνείες, τόσο του πρωταγωνιστικού διδύμου όσο και των υπόλοιπων ηθοποιών, διακρίνονται για την αμεσότητα και την αλήθεια τους, σε σημείο που οι προσχεδιασμένες συνθήκες γίνονται πιστευτές ως πραγματικές, σπάζοντας τα όρια της θεατρικής σκηνής και αποδίδοντας με σοκαριστικό τρόπο, «in your face», τη νοσηρότητα των τεκταινόμενων καταστάσεων, μιας όχι και τόσο άγνωστης καθημερινότητας.
Η αδιόρατη έννοια του ονείρου, του ονειρεμένου τόπου να ζεις και του στόχου να βγεις από τα σκατά και να επιβιώσεις σε όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινες συνθήκες, διαπερνά όλη την παράσταση. Ο ωμός νατουραλισμός -ίσως η πιο εμφατική αποτύπωσή του στη σκηνή- και η ακραία ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, είναι τα στοιχεία που κερδίζουν αμέσως τον θεατή, κάνοντάς τον να παρακολουθεί και να μετέχει αβίαστα στην παράσταση.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης φέρνει το έργο του Στάινμπεκ στην Ελλάδα του 2020 με τρόπο απλό, καθημερινό, απόλυτα ρεαλιστικό. Η φτώχεια, η ανέχεια, η εργασιακή εκμετάλευση των φαινομενικά αδύναμων, ο σεξισμός και οι κακοποιητικές σχέσεις, ο εκφασισμός της κοινωνίας και παράλληλα η φιλία, η αγάπη, η ανιδιοτέλεια, η αλληλεγγύη που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα σε ένα μικρό κύκλων ανθρώπων και να αλλάξει τις ισορροπίες. Όλα μέσα στο παιχνίδι της ζωής και του θανάτου που παίζεται καθημερινά όταν κινείσαι στις παρυφές αυτού του κόσμου.
Το εξαιρετικό καστ ηθοποιών Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Έρρικα Μπίγιου, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Λευτέρης Αγουρίδας, Αγγέλα Πατσέλη, Μάρα Ζαλόνη και Ερατώ Αγγουράκη, μηδενός εξαιρουμένου και μηδεμιάς εξαιρουμένης δεν μπορεί να μην αναφερθεί.
Οι περισσότεροι χαρακτήρες -πλην δύο- κρατούν τα πραγματικά τους μικρά ονόματα, ενδεικτικό της φυσικότητας της παράστασης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη χρήζουν ιδιαίτερης μνείας μιας και η διαμόρφωσή τους παίζει καταλυτικό ρόλο σε όλη την πορεία της παράστασης.
Και ο τόπος: σε μια αποθήκη κάπου στου Ρέντη, σε ένα σημείο της Αθήνας που αν δεν έχεις δουλειά να κάνεις, δεν πας ποτέ, σε μια πρώην -άκρως- βιομηχανική περιοχή, ένα απομεινάρι μιας εποχής που τόσο κοντά είναι στο χαρακτήρα του έργου και της παράστασης. Σε έναν τόπο όπου όλα μπορεί να συμβούν και που μέχρι να φτάσεις έχεις σίγουρα συναπαντήσει κάποιους από τους ήρωες που σε λίγα λεπτά θα ανέβουν στη σκηνή.
Η παράσταση είναι ο ορισμός της θεατρικής πράξης. Έχουν γραφεί πολλά και θα γραφούν και άλλα τόσα, θα γίνουν αναλύσεις και ταυτίσεις, θα είναι sold out για όσο θα παίζεται στο κοινό, θα ψάχνουμε λόγια να την περιγράψουμε και στο τέλος θα λέμε «κάνε τα πάντα για να βρεις εισιτήριο να πας να την δεις».
Συντελεστές
Μετάφραση-Ελεύθερη απόδοση: Σοφία Αδαμίδου
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας
Κινησιολογία: Αγγέλα Πατσέλη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ερατώ Αγγουράκη
Τους ρόλους ερμηνεύουν: Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Ερρικα Μπίγιου, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Λευτέρης Αγουρίδας, Αγγέλα Πατσέλη, Μάρα Ζαλόνη και Ερατώ Αγγουράκη
Το κείμενο έχουν γράψει οι συντάκτριες Έφη Χρυσού και Όλγα Μπιάγκη.