Είδαμε: "Φάουστ" του Γκαίτε, σε σκηνοθεσία Α. Μπινιάρη | Καλώς ήρθατε στον κόσμο του υποσυνειδήτου!
2025-03-29
Ο Φάουστ θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα όχι μόνο της γερμανικής αλλά της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ένα από τα επιδραστικότερα κείμενα όλων των εποχών. Ο Γκαίτε αξιοποιώντας τον μεσαιωνικό θρύλο, που ήταν βασισμένος στην ιστορία ενός υπαρκτού προσώπου του 16ου αιώνα, του Γιόχαν Φάουστ, συνέταξε ένα πληθωρικό έμμετρο έπος άνω των 12.000 στίχων. Το κείμενο (ανα)πλάθει την ζωή του εν λόγω μάγου και αστρολόγου, ο οποίος, κατά τη φήμη, πούλησε την ψυχή του στο διάβολο. Ο Γκαίτε προσθέτει ένα καθοριστικής σημασίας πρόσωπο, τη νεαρή Μαργαρίτα, δίνοντας νέα διάσταση στην ιστορία. Καθώς το κείμενο απασχόλησε μεγάλο μέρος της ζωής του δημιουργού και της συγγραφικής του πορείας, περίπου 60 χρόνια, είναι εμφανείς σε αυτό επιρροές από ποικίλα ρεύματα της λογοτεχνικής εξέλιξης, από τον Διαφωτισμό, ως το Sturm und Drang (αντίδραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού) και τον Κλασικισμό.

Σε μια αρχική ανάγνωση ο διάβολος στον Φάουστ δίνει την εντύπωση εκείνου που προκαλεί τον πειρασμό, προτείνοντας έναν -αν και αθέατο- ηδονικό και ιδανικό κόσμο. Για να γίνει αυτό ο ήρωας πρέπει να αποποιηθεί την ηθική και να στραφεί στις εγκόσμιες απολαύσεις. Ο συμβολισμός, ωστόσο, είναι πιο σύνθετος και προσωποκεντρικός, καθώς ο Μεφιστοφελής, κατά την ψυχαναλυτική θεωρία προσέγγισης του κειμένου, είναι η υποσυνείδητη θέληση, που προκύπτει από καταπιεσμένες επιθυμίες, εσωτερικές συγκρούσεις, απαγορευμένους πόθους. Έτσι, λοιπόν, μετουσιώνεται σε λυτρωτή, σε εκείνον που απελευθερώνει τη φυλακισμένη ψυχή του ανθρώπου, βγάζει στην επιφάνεια τα κατώτερα, ζωώδη ένστικτά του, δίνοντας άλλη υπόσταση σε ό,τι από τους θεοσεβείς θεωρείται ιδανικό και ενάρετο, στην ουσία όμως επίπλαστο και διόλου αποτέλεσμα γνωσιακής επιλογής ή εσωτερικής ελευθερίας.

Μια καθαρή οπτική της παραπάνω προσέγγισης μας παρουσιάζει ο Άρης Μπινιάρης σε μια δουλειά υψηλής αισθητικής, που συνδυάζει τον λόγο, την κίνηση, την όρχηση και τη μουσική. Η ιστορία του Φάουστ μεταφέρεται στο σήμερα. Όλα ξεκινούν από το λιτό, απρόσωπο δωμάτιο ενός ψυχαναλυτή, που ακούει τον ξαπλωμένο πελάτη του. Το ταξίδι της καταβύθισης της ψυχής ξεκινά. Ο Φάουστ αρχίζει να δαιμονίζεται, λίγο αργότερα κουρνιάζει και αμέσως πάλι αρχίζει να σαλεύει μέσα του και έξω. Ο ψυχαναλυτής τον καλεί να ταξιδέψει στα μύχια. Το δωμάτιο υποχωρεί προς τα πίσω -συνταρακτική εικόνα- και λίγο πριν χαθεί, μαζί με τον κόσμο της όποιας λογικής, θα εισβάλουν οι νεκραναστημένες ψυχές, ακόλουθοι του Εωσφόρου, για ένα πρώτο γερό ταρακούνημα. Μια χορογραφική πανδαισία μέθεξης και ένθεης μανίας στήνεται, καθώς οι ακόλουθοι του άσωτου Νυμφίου λειτουργούν ως προπομπός της άφιξης εκείνου, που εμφανίζεται με μορφή και λόγο επιβλητικό, τρομακτικό. Έρχεται για να προτείνει στην ταραγμένη ψυχή μια συμφωνία δελεαστική, σχεδόν εκ των προτέρων αποδεκτή. Σειρά έχουν οι ενοχές να στήσουν το δικό τους καρναβάλι και να τραβήξουν στο γαϊτανάκι τους τον διασπασμένο εαυτό του μονοπρόσωπου Φάουστ. Για λίγο χάνεται η ένταση, μοιάζει με μοιρολόι αυτό το άκουσμα με την κινητική του ηχώ. Άλλη μια δυνατή εικόνα θα ακολουθήσει με τον χορό εγκλωβισμού γύρω από τον ήρωα. Καμία περίπτωση να ξεφύγει, παγιδεύεται στον κυκλικό, θαρρείς πυρρίχιο, ζωηρό χορό. Ευθεία παραπομπή στις κινήσεις των μαινάδων γύρω από τον Πενθέα. Ήρθε λοιπόν η ώρα του τέλους;

Μάλλον όχι. Γρήγορα μεταφερόμαστε και πάλι στο δωμάτιο του ψυχαναλυτή. Θα του ανοίξει την πόρτα της ψυχής για μια τελείως διαφορετική ενθύμηση. Μια νεαρή κοπέλα, χάρμα οφθαλμών, περνάει αυτή τη φορά το κατώφλι. Είναι σαν την άνοιξη, τη λένε Μαργαρίτα. Λειτουργεί σαν δροσοσταλίδα στην ταραγμένη του ψυχή, αλλά και στις στιγμές της έντασης που παρακολούθησαν λίγο πριν οι θεατές. Στήνεται μπροστά μας ζωντανό το αθώο φλερτ και ας το ακούμε σαν σκέψεις που ξεφωνίζουν. «Όταν συναντάτε έναν αληθινό έρωτα πώς αισθάνεστε;» Αυτή η ερώτηση γίνεται αφετηρία για ένα ταξίδι ολότελα διαφορετικό από το προηγούμενο. Μια πορεία που ξεκινά γαλήνια, ήσυχα, λειτουργώντας ως χάδι στη φλογισμένη ψυχή του Φάουστ. Όμως όχι. Δεν μπορεί να έχει αίσιο τέλος. Ο πόθος του σμιξίματος, εκεί λίγο πριν την ύψιστη στιγμή της ηδονής, γίνεται φόβος, σύγκρουση με τους δαίμονες, που πάλι κυριεύουν τον ήρωα και τη σκηνή μαζί. O Διάβολος αφαιρεί από τον δισυπόστατο Φάουστ τον εγκέφαλο-λογική του, την καρδιά συναίσθημα, ακόμα και το έντερό του, αφήνοντάς τον ένα άψυχο σώμα, ένα κενό κουφάρι. Ο χορός του Φάουστ με τον αποδομημένο του εαυτό είναι μια ακόμα μεγαλειώδης σκηνή.

Λίγο πριν το τέλος όλα πάλι αλλάζουν. Τα πάντα έχουν διασαλευτεί, τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο. Η μήπως όχι; Ο ύμνος στη νύχτα που ακολουθεί ίσως κρύβει άλλες απαντήσεις. Το κάλεσμα στο σκοτάδι, στον κόσμο του ονείρων, οδηγεί στη φύση, στη μεταμόρφωση του Φάουστ και της Μαργαρίτας σε ελάφια. Το σμίξιμό τους, εντός ενός διθύραμβου, δεν έχει πια αναστολές, όπως στην ανθρώπινη υπόσταση, είναι αναπόφευκτο και άγριο, όπως ταιριάζει εξάλλου στη -νέα- τους φύση. Μια εικόνα υπερρεαλιστική, με έξοχη κίνηση, άκρως ποιητική. Τι έμπνευση! Ο ύμνος στη νύχτα καταλήγει σε έναν ύμνο για τον έρωτα, για την ίδια τη ζωή. Άλλη μια αξιομνημόνευτη σκηνή για το τέλος η συνύπαρξη Θεού - Παντακράτορα, με τη μορφή ολόχρυσου Λουδοβίκου και του αιώνιου αντιπάλου του Μεφιστοφελή. Υπεράνω ο πρώτος παραχωρεί το δημιούργημά του, τον Φάουστ, στον δεύτερο, δεν αξίζει τον παράδεισό του. Η απάντηση, όμως, του Μεφιστοφελή κρύβει τον αληθινό νικητή. «Μήπως άραγε αξίζει περισσότερο εκείνος που ωθεί το δημιούργημα-άνθρωπο να βγάλει τις λογής "εκκρεμότητες» από μέσα του, τα "απορριφθέντα" από τα βάθη της καρδιάς;»
Το ταξίδι της κατάδυσης στα ενδότερα θα τελειώσει, όπως ξεκίνησε, στο δωμάτιο του ψυχαναλυτή. Ο έρωτας φαίνεται ως η ανώτερη, αν όχι μόνη, «γιατρειά».

Την εξαίσια αυτή παράσταση, ως μια αλληγορία ψυχαναλυτικής διαδικασίας, έστησε ο Άρης Μπινιάρης, έχοντας αναλάβει και τη διασκευή, με τον κεντρικό ήρωα να φτάνει στα κατώτερά του και με οδηγό του - θεραπευτή τον Μεφιστοφελή να εξωτερικεύει τους φόβους, τις ενοχές, τα τραύματα, τις επιβεβλημένες απαγορεύσεις, τις τιμωρίες, τις στερήσεις, όλα εκείνα δηλαδή που παραμόρφωσαν το «είναι» του. Η απελευθέρωση οδηγεί στη λύτρωση, ακόμα και αν αυτή έχει "μεταμορφωτική" κατάληξη, αγγίζοντας το αλλόκοτο. Δυνατή εικονοποιία, άψογα συντονισμένες, πλούσιες κινήσεις, ταυτόσημη μουσική (Τζεφ Βάγγερ) με παρουσία βοηθητική, παραπάνω της συμβολικής (σε μερικές στιγμές, ωστόσο, η ένταση ήταν περισσότερο δυνατή, σε σημείο που υπερκάλυπτε τους μονολόγους). Ασφαλώς, πέρα από την εμπνευσμένη σκηνοθετική ματιά, η παράσταση οφείλει πολλά στις ερμηνείες της (Μπάμπης Γαλιατσάτος, Ηλέκτρα Καρτάνου, Νάντια Κατσούρα, Μάριος Κρητικόπουλος, Μαριάννα Μαθιά, Μαρία Μαντά, Ιωάννα Μαυρέα, Λένα Μποζάκη, Βασίλης Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ειρήνη Τσέλλου, Αλεξάνδρα Χασάνι, Γιλμάζ Χουσμέν), όλες αξιόλογες, ασκημένες, δεμένες στο συνολικό αποτέλεσμα. Μνεία ξεχωριστή και αρμόζουσα στο πρωταγωνιστικό δίδυμο, στον Μιχάλη Βαλάσογλου, δεν παριστάνει απλώς τον Φάουστ, με πίστη στον ρόλο τον βιώνει με το σώμα και κυρίως την ψυχή και τον Άρη Νινίκα, σπουδαία επιλογή - αποκάλυψη στον διπλό ρόλο του Εωσφόρου και του ψυχαναλυτή, επιβλητικός, καθάριος αρθρωμένος λόγος. Ταιριαστά στη γενική σύλληψη τα κοστούμια του Πάρι Μέξη, πολύ ωραία ιδέα το πανομοιότυπο του Φάουστ με εκείνα των φόβων, εντυπωσιακό το χρυσοποίκιλτο του Θεού, μια καλύτερη επιλογή ίσως χρειαζόταν αντί εκείνων των νίντζα κατά τη σύγκρουση των εαυτών, αν και όλα μπορούν να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο του ασυνειδήτου.

Σύνολο: Μια παράσταση μεγάλης έμπνευσης, με σκηνοθετική ευφυΐα, υποστηριζόμενη με θέρμη από τις ερμηνείες. Το κείμενο του Γκαίτε ακούγεται καθαρό, στην έντασή του και με επιπλέον πυγμή, έτσι όπως αναδύεται μέσα από τις χορογραφημένες κινήσεις και τις ποιητικές εικόνες. Από τις καλύτερες της φετινής σεζόν.

Ταυτότητα παράστασης: ΕΔΩ
Εισιτήρια: ΕΔΩ
Photo Credits: Χρήστος Συμεωνίδης