Είδαμε " Η αγαπημένη του κυρίου Λιν" σε σκηνοθεσία Γ. Κασίερς & ερμηνεία Κ. Μαρκουλάκη / Αθόρυβη αφήγηση μιας "ανήσυχης" ιστορίας
2024-06-22Ο κύριος Λιν είναι ένας άντρας μεγάλης ηλικίας, με πόνο από τη ζωή. Μαζί με τη μικρή του εγγονή, τη μόνη που σώθηκε από την οικογένεια μετά από τον βομβαρδισμό του χωριού τους, θα γίνουν πρόσφυγες σε μια μεγάλη χώρα. Ο κύριος Λιν νιώθει παράταιρος στη νέα γη, αφού δεν μιλά και δεν καταλαβαίνει τη νέα γλώσσα. Το μόνο που του δίνει δύναμη είναι η φροντίδα για το μικρό κορίτσι. Το τυλίγει με ζεστά ρούχα, το ταΐζει, το προσέχει, του τραγουδάει, βολτάρουν στο πάρκο. Εκεί θα γνωρίσει τον κύριο Μπαρκ, που πρόσφατα έχασε τη γυναίκα του. Η απώλεια της πατρικής γης για τον πρώτο και της συντρόφου για τον δεύτερο γίνεται κοινός κώδικας επικοινωνίας, ακόμα και αν αυτή δεν εκφράζεται με λέξεις. Οι δύο άντρες κάθονται στο ίδιο παγκάκι. Ο κύριος Μπαρκ μιλάει και καπνίζει αδιάκοπα. Ο κύριος Λιν ακούει χωρίς να καταλαβαίνει. Λέει μόνο «καλημέρα», τη μοναδική λέξη που έχει μάθει από την ξένη γλώσσα. Οι δυο άντρες με την ιδιότυπη αυτή σχέση γίνονται φίλοι.
Το σύντομο κείμενο του Φιλίπ Κλοντέλ περιέχει πολλά συναισθήματα και δεν περιορίζεται στην απλή ιστορία ενός πρόσφυγα που προσπαθεί να βρει διαύλους επικοινωνίας στη νέα γη. Η νουβέλα θίγει τον ξεριζωμό, σωματικό και ψυχικό, την ανάγκη της επιβίωσης και της επαφής, τον συμβιβασμό, τη συντροφικότητα, τη διαφορετικότητα, τη δύναμη της φιλίας, την ελπίδα. Η σκηνοθεσία του Γκι Κασίερς επέλεξε ως κύριο εργαλείο για την απόδοση των παραπάνω την αφήγηση, συνδυάζοντάς την σε σημεία με ένα λιτό τεχνολογικό background. Δημιούργησε έναν μονόλογο, αφήνοντας στην ουσία τα ηνία της παράστασης στον ερμηνευτή, εν προκειμένω στον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη. Δεν νιώσαμε, όμως, η προσπάθεια αυτή να μας παρασύρει μαζί της. Ναι μεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για την ήρεμη, χαρισματική δύναμη του λογοτεχνικού κειμένου, αλλά εδώ η -θεατρική- συνθήκη απαιτούσε κάτι επιπλέον από μια “αναγνωστικού τύπου” απόλαυση, που δεν ήρθε ή που δεν μπόρεσε να φτάσει στους θεατές. Καθότι κατά βάση η όλη ιστορία εξωτερικεύεται ως εσωτερικός μονόλογος η καθαρή, θεατρικά στατική, αφήγηση που επελέγη ίσως είχε καλύτερα αποτελέσματα σε έναν μικρότερο χώρο, συγκριτικά με τη μεγάλη αίθουσα του Φεστιβάλ και την απλωμένη άδεια σκηνή. Και ίσως σε ένα τέτοιο πιο μαζεμένο περιβάλλον αναπαράστασης απηχούσε περισσότερο το ομολογουμένως σημαντικό κατόρθωμα της αποστήθισης ενός ενδόμυχου κειμένου και ενδεχομένως εκεί οι συναισθηματικές του αποχρώσεις θα έβρισκαν ευκολότερα διεξόδους επικοινωνίας στο κοινό. Πρόκειται για μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία, αμιγώς εσωτερική, που μπορεί να αφορά ανθρώπους της διπλανής πόρτας, το διακριτικό συναισθηματικό της φορτίο στην περίπτωσή μας, ωστόσο, έμεινε σιωπηλό. Η χαλαρή αντιμετώπισή της, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, δεν οδηγούσε σε κορυφώσεις, η όποια ουσιαστική σκηνική δράση εξέλιπε, ο παλμός σιγοχτυπούσε, το πάθος -ίσως και ο πόθος- απουσίαζαν. Εν τέλει, παρά τις μεγαλύτερες προσδοκίες, φύγαμε χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς τροφή για περαιτέρω σκέψη, όπως αντιστρόφως ανάλογα δημιουργούν οι λίγες αλλά πυκνές από νοήματα και μηνύματα σελίδες του Κλοντέλ.
Ταυτότητα της παράστασης & εισιτήρια (ως 26/6 στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου): ΕΔΩ