Είδαμε: «Η Αυλή των Θαυμάτων» του Ι. Καμπανέλλη σε σκηνοθεσία Χ. Σουγάρη / Μια εξαιρετική παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
2022-02-22Η Αυλή των θαυμάτων, θεατρικό κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, γραμμένο και σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον συγγραφέα στο πρώτο ανέβασμά του (1957, Θέατρο Τέχνης), αποτελεί ένα από τα έργα-σταθμούς του νεοελληνικού θεάτρου. Η υπόθεση είναι σύγχρονη της συγγραφής της και εξελίσσεται στη δεκαετία του 50 σε μια λαϊκή γειτονιά του Βύρωνα. Η προέλευση των κατοίκων είναι ετερόκλητη: μια οικογένεια με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μια ηλικιωμένη γυναίκα που μένει μόνη της, καθώς η κόρη της την έχει εγκαταλείψει για να ζήσει στην Αγγλία με τον άντρα της, ένας ονειροπόλος με πάθος στον τζόγο και η Ρωσίδα σύζυγός του, ένα αντρόγυνο που η σχέση τους χαρακτηρίζεται από σκαμπανεβάσματα, μια γυναίκα που περιμένει τον ναυτικό-σύζυγο να επιστρέψει κάποια ακαθόριστη στιγμή, μια ανύπαντρη που αλλάζει συχνά συντρόφους και η τελευταία άφιξη, ένας υδραυλικός που έρχεται να αναστατώσει τον μικρόκοσμο της γειτονιάς. Αν εστιάσουμε στην ηθογραφική οπτική του κειμένου τότε διακρίνουμε την αναζήτηση καλύτερης μοίρας του νεοέλληνα, την αγωνία του να εδραιωθεί σε έναν τόπο. Δεν έχει περάσει εξάλλου και λίγα, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η Μικρασιατική απώλεια, η Κατοχή, ο Εμφύλιος είναι τα κυριότερα δεινά που του έχουν στερήσει τη γεωγραφική -τουλάχιστον- βάση.
Παράσταση
Στο υπερθέαμα που στήνεται ενώπιον μας ο χρόνος δράσης φαίνεται να έχει μετατοπιστεί στο σήμερα, αν και η χρονική συγκυρία γενικώς φαίνεται να μην είναι ένα από τα ζητούμενα, τουλάχιστον το κύριο. Η δραματουργική επεξεργασία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου και η σκηνοθετική οπτική του Χρήστου Σουγάρη ταυτίζονται με μια “διαχρονική αγωνία” που μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος σε κάθε εποχή: η ανάγκη του ατόμου να ριζώσει, να αποκτήσει βάσεις και παρελθόν σε έναν τόπο. Ως ενδεικτικές πινελιές “εκσυγχρονισμού” μπορούν να εκληφθούν μια ξεχασμένη σημαία του ΠΑΣΟΚ, η ερμηνεία της Ραφαέλας από άντρα ηθοποιό, καθώς στις αυλές του σήμερα όλοι έχουν θέση. Με ένα εντυπωσιακό σκηνικό, που αποτελεί και αυτόνομα υπερθέαμα, η Ελένη Μανωλοπούλου στήνει μια διώροφη πολυκατοικία, με τη δράση των κατοίκων να λαμβάνει χώρα -και εμείς να την παρακολουθούμε με τη βοήθεια των λειτουργικών φωτισμών (Αλέκος Αναστασίου)- στο εσωτερικό των σπιτιών, στα μπαλκόνια, στην ταράτσα και βέβαια στην περιβόητη αυλή, εκεί όπου ενίοτε συνευρίσκονται όλοι μαζί. Τόσο η υπόθεση, όσο και τα βασικά πρόσωπα της δραματουργίας του Καμπανέλλη έχουν διατηρηθεί, αφήνοντας το κείμενο να μιλήσει και επιπλέον να βρει απήχηση σε μια νέου τύπου προσέγγιση με τη μορφή μιούζικαλ. Στο γεγονός συνέβαλαν οι στιχουργικές δημιουργίες του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, που εξέφρασαν κατά κύριο λόγο τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων, ενώ ύψιστης συμβολής στάθηκε η μουσική -τζαζ τύπου κατά κύριο λόγο- που συνέθεσε ο Στέφανος Κορκολής, εκτελεσμένη άψογα από εννιαμελή ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Αναστάσιου Συμεωνίδη.
Αξιοσημείωτες οι ερμηνείες που σημειώθηκαν: ο Γιώργος Γάλλος, στον πρωταγωνιστικό ρόλο του φουκαρά (Στέλιος), που πασχίζει με τον τζόγο να αλλάξει τη μοίρα του, εκπλήσσει με τη σκηνική του άνεση στο είδος, η Ρούλα Πατεράκη προσαρμόστηκε πλήρως στον ρόλο της εγκαταλελειμμένης μητέρας με τα κωμικοτραγικά σκαμπανεβάσματά της -έχουμε ωστόσο ενστάσεις για το αναίτιο υβρεολόγιο που εκστομίζει σε στιγμή, προφανώς υποδηλώνει μια κωμική έκφραση της βαθιάς καμωμένης οργής της-, η Φιλαρέτη Κομνηνού ως femme fatale είναι η γυναίκα της αλλοτινής εποχής, που συμπυκνώνει εμπειρία και σοφία χρόνων, η Κατερίνα Παπουτσάκη, γεννημένη για μιούζικαλ, με κίνηση, φωνή, όλα να συνηγορούν σε ένα μεγάλο υπέρ της. Ομοίως και η συνεχώς εξελισσόμενη Μαρία Διακοπαναγιώτου (μας θύμισε την εκρηκτική Βίλμα Κέλι που πρόσφατα ερμήνευσε στο Σικάγο) αφήνει θετικότατες εντυπώσεις ως ασυμβίβαστη Νιόρα που φαντάζεται τη μεγάλη ζωή. Ο ρόλος της Κόρας Καρβούνη (Βούλα) στη συγκρουσιακού τύπου σχέση με τον σύζυγό της ίσως χρειαζόταν μεγαλύτερο εύρος διακύμανσης. Επαρκείς και οι ανδρικοί χαρακτήρες, με τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη να αποδίδει με στόμφο τις μεταπτώσεις του Μπάμπη, τον Αλέξανδρο Βάθρη να είναι ένα ρομαντικού τυπου, ευαίσθητο αγόρι (Γιάννης), τον Μάνο Βακούση (Ιορδάνης) να αφήνει το στίγμα του φιλοσοφώντας από ταράτσας, αρνούμενος να δεχτεί το φευγιό, τον Γιώργο Τσιαντούλα (Στράτος) να αποδεικνύεται μια εύστοχη επιλογή εμφανισιακά και αξιοπρόσεκτα ερμηνευτικά στον κομβικό ρόλο του υδραυλικού που θα φέρει τα πάνω-κάτω, τον Δημήτρη Πιατά (Λάσκος) να συγκινεί ως χαρακτήρας που πρεσβεύει αγνές αξίες αλλοτινής εποχής. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στην Ειρήνη Καραγιάννη (Αστά) που ως σοπράνο ξεχωρίζει για τη φωνητική της απόδοση. Αν δεχτούμε ότι η οπτική του μιούζικαλ σε ένα κλασικό νεοελληνικό κείμενο ήταν η πρώτιστη καινοτομία επί του παρόντος, με τα επιμέρους συστατικά του να κατέχουν σημαντικό ρόλο στην απόδοσή του, τότε σίγουρα σε αυτά θα αναμέναμε μια διαφορετική, πιο σύγχρονης αισθητικής, κίνηση και χορογραφία (Φωκάς Ευαγγελινός).
Σύνολο: Αρκετά αξιόλογη δουλειά, που παρουσιάζει με μια άλλη οπτική-πρόταση ένα κλασικό κείμενο, κάνοντάς το να στέκεται αξιοπρεπώς στο σήμερα. Από τα πιο ενδιαφέροντα και ολοκληρωμένα θεάματα που έχουμε δει από την αρχή της φετινής σεζόν, αξίζει της προσοχής.
Αναλυτικές πληροφορίες για την παράσταση:
https://www.debop.gr/events/i-avli-ton-thavmaton-to-miouzikal-
Εισιτήρια:
https://webtics.megaron.gr/el/events/?eventid=271