Είδαμε: «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» στο Θέατρο Μπέλλος

Είδαμε: «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» στο Θέατρο Μπέλλος

Μετά τον εμφύλιο, ο Βίγκαν και η Γιάσμινσκα επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Δεν τους έχει απομείνει σχεδόν τίποτα, μόνο το σπίτι τους – κι αυτό με υλικές ζημιές. Η μοναδική οικονομική στήριξη προέρχεται από την κόρη τους, Ίντα, η οποία, παρά τη θέλησή της, (κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέληξε να) εργάζεται ως πόρνη στην Ιταλία. Βασικό τους μέλημα είναι να μάθουν πού είναι θαμμένος ο σκοτωμένος γιος τους, Βίμπκο. Στις προσπάθειές τους, η απρόσμενη παρουσία του Βίμπκο, με τον οποίο ο Βίγκαν έχει μια μεταφυσική επικοινωνία (μπορεί να τον δει, να τον ακούσει), πασχίζει να τον οδηγήσει στο σωστό σημείο, χωρίς όμως να τα καταφέρνει, καθώς δεν θυμάται πολλά από τις στιγμές λίγο πριν το θάνατό του. Η Γιάσμινσκα από την άλλη δεν μπορεί να «πλησιάσει» με τον ίδιο τρόπο το γιο της – ούτε και να θρηνήσει μέχρι να τον βρει – γι' αυτό ενεργεί με βάση τη διαίσθηση της μάνας που λειτουργεί ως ραντάρ και τους προστατεύει από τυχόν λάθη. Ωστόσο, η αναζήτηση του Βίμπκο δεν είναι εύκολη και τα ευρήματα των ερευνών του Βίγκαν και της Γιάσμινσκα τους απομακρύνουν κάθε φορά από την αλήθεια. Πολύ γρήγορα, λοιπόν, οι καλοθελητές της τοπικής κοινωνίας αντιλαμβάνονται την επιτακτική ανάγκη των δύο γονιών να βρουν το νεκρό παιδί τους και με την πρόφαση ότι θέλουν να βοηθήσουν, δράττονται της ευκαιρίας και εκμεταλλεύονται το πένθος τους, με απώτερο σκοπό το χρηματικό όφελος. 

 

Στο έργο του Ματέι Βίζνιεκ, «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα», τα γεγονότα που παρακολουθούμε διαδραματίζονται παράλληλα σε δύο διαφορετικά κράτη – σ' ένα νεοσύστατο βαλκανικό (πρώην γιουγκοσλαβικό) και σ' ένα ευρωπαϊκό. Στο πρώτο ο καπιταλισμός γεννιέται, ενώ στο δεύτερο έχει εδραιωθεί. Κοινή συνέπεια; H εκμετάλλευση και η εξαθλίωση των ανθρώπων – περισσότερο δε των κοινωνικά αδύναμων – με στόχο το οικονομικό κέρδος. Όμως, δεν είναι η μόνη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο κλονισμός των σχέσεων είναι αναπόφευκτος. Έντονες αντιθέσεις, που κυμαίνονται μεταξύ ρεαλισμού και υπερρεαλισμού, οδηγούν τα πρόσωπα της ιστορίας σε αντιπαραθέσεις. 

Ο Βίγκαν, η Γιάσμινσκα, η Ίντα – ακόμα και ο Βίμπκο ως φάντασμα – διαθέτουν συνηθισμένα, ανεπιτήδευτα χαρακτηριστικά και συμπεριφορικά μια φυσικότητα, σε σχέση με τους υπόλοιπους χαρακτήρες που τους πλαισιώνουν, οι οποίοι ενσωματώνονται στον παράλογο κόσμο που τοποθετεί ο συγγραφέας τη δράση και εκφράζονται με μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις υπερβολής και γκροτέσκα διάθεση – ιδιάζουσες περιπτώσεις αυτές του νέου γείτονα των Βίγκαν και Γιάσμινσκα που επιδίδεται σε παράνομο εμπόριο λειψάνων και της Μίρκα, της παράξενης ηλικιωμένης γειτόνισσας που πουλά πληροφορίες· «υπηρεσίες» που προσφέρονται για την ανακούφιση του πόνου των πενθούντων.

 

Οι πέντε ερμηνευτές αναμετρώνται με παραπάνω από έναν ρόλους, υποδυόμενοι τελείως διαφορετικές προσωπικότητες.
Ο Δημήτρης Πετρόπουλος  ως Βίγκαν είναι λιγομίλητος, παραδομένος στις σκέψεις του, με βλέμμα πλημμυρισμένο από αβεβαιότητα, απελπισία, φόβο, ενώ ως νταβατζής σκληρός και άξεστος.
Η Μάνια Παπαδημητρίου ως Γιάσμινσκα φέρει μια εσωτερική αλήθεια και συγκίνηση, ενώ ως πατρόνα είναι αεικίνητη και σπιρτόζα.
Η Ελίζα Σκολίδη ως Ίντα μοιάζει να ζει σε δύο κόσμους, της πραγματικότητας και του ονείρου (ή της χαμένης πατρίδας), εκεί δηλαδή που υπάρχει το σώμα της κι εκεί που ηρεμεί η ψυχή της, με την οποία συνδέεται μέσω του τραγουδιού της που άλλοτε θυμίζει μοιρολόι, άλλοτε εθνικό ύμνο, αναλόγως πώς το τραγουδά. Εντυπωσιακή είναι και η μεταμόρφωσή της στη Μίρκα, σαν γριά μάγισσα που έχει ξεπηδήσει από κάποιο παραμύθι. Στην εξής, μάλιστα, φράση αυτής της απόκοσμης φιγούρας «Ήρθε ο καπιταλισμός! Κεφάλαια; Τα κουφάρια των παιδιών μας…», εμπερικλείεται και η δικαιολόγηση του ειρωνικού τίτλου της παράστασης, γιατί δηλαδή η λέξη «προόδος» ακούγεται τόσο φάλτσα. 
Ο Τάσος Λέκκας ως Βίμπκο λειτουργεί ως φορέας ειρήνης και συμφιλίωσης, ενώ ως τρανς πόρνη είναι πιο εξωστρεφής και εξτραβαγκάν.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης επωμίζεται τις περισσότερες εναλλαγές ρόλων (συνοριοφύλακας, νέος γείτονας, πελάτης οίκου ανοχής, μπράβος, κ.ά.), τις οποίες εκτελεί με ιδιαίτερη ετοιμότητα και συγκέντρωση.

Η προσεγμένη και κατανοητή σκηνοθετική απόδοση του απαιτητικού έργου του Βίζνιεκ από την Αικατερίνη Παπαγεωργίου υπογραμμίζει τα νοήματα και ταυτόχρονα καθοδηγεί τον θεατή, ακουμπώντας στα προσωπικά του βιώματα, να ανακαλύψει μόνος του τις αξίες του κειμένου. Τα σκηνικά και τα σκηνικά αντικείμενα (props) που επιμελήθηκε η Μυρτώ Σταμπούλου – το φτιαγμένο από απομεινάρια ανθρώπων σύνορο, το τραπέζι σε φθίνουσα κλίση, η απλωμένη μπουγάδα από αιματοβαμμένα πουκάμισα, οι «ιπτάμενες» άδειες στρατιωτικές στολές – οπτικοποιούν πολύ εύστοχα το όραμα της σκηνοθέτιδος, όπως επίσης και οι υποβλητικοί φωτισμοί του Κωστή Μουσικού.

Τη στιγμή αυτή που γύρω μας θεριεύουν εμφύλιοι, η συγκεκριμένη παράσταση, πιο επίκαιρη από ποτέ, μας προκαλεί να αναλογιστούμε για το τι αποκαλούμε πρόοδο, τι σημαίνει στ' αλήθεια και τον αντίκτυπο που έχει η έννοια αυτή στις ζωές μας. Ακόμα, μας θυμίζει ότι οι διαφορές, οι διαφωνίες, οι διακρίσεις υπάρχουν όσο υπάρχουμε κι εμείς σε αυτή τη γη – εξυπηρετώντας τις περισσότερες φορές κάποια ανώτερα συμφέροντα -– γιατί στο τέλος (θάνατο), είμαστε όλοι ενωμένοι, ίσοι. Σε όποια γεωγραφική γωνιά ή πλευρά των συνόρων κι αν βρισκόμαστε...

* Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε εδώ. 

 

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.