Είδαμε: «Η νύχτα της Ιγκουάνα» του Τ. Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Μ. Μαγκανάρη

Είδαμε: «Η νύχτα της Ιγκουάνα» του Τ. Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Μ. Μαγκανάρη

Παρά την αρχική του σύλληψη ως -τολμηρότατο για την εποχή- διήγημα (πρώτη δημοσίευση το 1948) με ήρωες ένα ζευγάρι αντρών ταξιδιωτών και μια σεξουαλικά καταπιεσμένη γυναίκα, ο Τενεσί Ουίλιαμς άλλαξε κατά πολύ τη θεατρική του εκδοχή (πρώτο ανέβασμα στο Μπρόντγουεϊ το 1961), προκειμένου να μπορέσει να σταθεί στην έντονα ομοφοβική κοινωνική πολιτική της μεταπολεμικής Αμερικής. Από τους μελετητές του Ουίλιαμς Η νύχτα της ιγκουάνα κατατάσσεται σε «ταξιδιωτικού» τύπου κείμενα, καθώς βάση αποτελούν οι αναμνήσεις του δημιουργού, που προέκυψαν από βιώματά σε επίσκεψή του στο Μεξικό. Επιπλέον, φωτογραφίζεται το δίπολο ταξιδευτή - τουρίστα και οι διαφορετικού τύπου προσδοκίες του καθενός. Το υπαρκτό παραθαλάσσιο ξενοδοχείο Costa Verde Hotel και οι εσωτερικές αγωνίες των ποικίλων θαμώνων του ήταν στοιχεία που ανήκουν στον πραγματικό κόσμο του παρελθόντος του Ουίλιαμς. Ο χώρος αυτός λειτουργεί ως σημείο συγκέντρωσης ανθρώπων που έχουν τοποθετηθεί από την κοινωνία στο περιθώριο καθότι παρεκλίνουν από το σύνηθες ανεκτό. Οι ιδιότυποι αυτοί απόκληροι ενεργούν ως περιφερόμενοι ταξιδιώτες που προσπαθούν να αποδράσουν από τον κόσμο της πραγματικότητας, χωρίς να τους ενδιαφέρει να ριζώσουν κάπου.

Έτσι συναντάμε τον Σάννον, έναν αποσχηματισμένο ιερέα, που τώρα κάνει τον ξεναγό για να επιβιώσει, βρίσκεται ωστόσο στα πρόθυρα της (αυτο)καταστροφής. Κύριος αντίπαλός του είναι η ίδια του η σκιά, η οποία έρχεται στην επιφάνεια μέσω των ηρωίδων του έργου, η συναναστροφή μαζί τους θα ρίξει σε εκείνον άπλετο φως ώστε να αντικρίσει την προσωπική του σκοτεινή αλήθεια, θα οδηγηθεί στην αυτογνωσία, βγάζοντας στην επιφάνεια έναν συγκαλυμμένο εαυτό, που πια δεν «χωράει» πουθενά. Ενδεχομένως μέσω του Σάννον αυτοσκιαγραφείται ο ίδιος ο Ουίλιαμς, ένα προφίλ που συμπληρώνεται και από εκείνο ενός ακόμα ταξιδιώτη, του Νόννο, ενός ποιητή που βρίσκεται στα όρια της αφάνειας, ενδεχομένως και ο ίδιος ο Ουίλιαμς διαισθάνεται την απώλεια της δημιουργικής του έμπνευσης, αναλογιζόμενοι μάλιστα ότι το παρόν θεατρικό του αποτελεί την τελευταία του εμπορική επιτυχία. Στο σκοτεινό αυτό μεταφυσικό ταξίδι που ταυτίζεται με τη φυγή από την πραγματικότητα λειτουργεί λυτρωτικά -έστω και προσωρινά- η απελευθέρωση μιας αιχμάλωτης ιγκουάνα .

 

Κατά πρώτον πρέπει να δεχτούμε ότι Η νύχτα της ιγκουάνα θεωρείται ένα από τα πλέον δύσκολα -και μάλλον όχι από τα καλύτερα- έργα του Τενεσί Ουίλιμας, καθώς γεμάτο από συμβολισμούς, μεταφυσικές ανησυχίες και ενδοσκοπήσεις δύσκολα θα μπορούσε να αποκωδικοποιηθεί, περικλείοντας θεματικές που διαπέρασαν τη συνολική πορεία του δημιουργού, όχι μόνο τη θεατρική, αλλά και ευρύτερα, από τη μοναξιά ως τη σεξουαλική καταπίεση, από τις θεωρούμενες αμαρτίες ως και τις καταχρήσεις. Ίσως εξαιτίας αυτών των εγγενών θεμάτων το έργο δεν επιλέγεται συχνά για το σκηνικό του ανέβασμα.

Η Μαρία Μαγκανάρη μελετώντας σε βάθος το κείμενο, έχοντας κάνει για την περίσταση και τη μετάφραση, βασίστηκε κυρίως σε αυτό, θέτοντάς το στο κέντρο, προσπαθώντας να δώσει υπόσταση στον πολυσύνθετο, εσωτερικό κυρίως, κόσμο του Ουίλιαμς, αποδίδοντας σε αυτήν την εξωτερίκευση μια λογική συνάφεια και έμφαση στα διαταραγμένα του κόσμου αυτού: τις παρορμήσεις, τα όρια, τους φόβους, τη φαντασία, τα όνειρα - εφιάλτες ως επί το πλείστον. Στη διείσδυση αυτή συνέβαλε η διαμόρφωση του χώρου και του σκηνικού, καθώς οι θεατές εισπράττουν την αίσθηση ότι είναι και οι ίδιοι θαμώνες σε αυτό το ξενοδοχείο, όλα διεξάγονται σε απόσταση αναπνοής από το οπτικό τους πεδίο, ενώ δεν είναι λίγες οι σκηνές που εξελίσσονται ανάμεσα στο κοινό, επιτυγχάνοντας έτσι μια αμεσότητα στον επί του παρόντος έντονα συμβολικό κόσμο του Ουίλιαμς.

 

Στο ύψος των -δύσκολων- περιστάσεων στάθηκε ικανοποιητικά η ερμηνευτική ομάδα, με την Μαρία Κεχαγιόγλου να δίνει την εντύπωση ότι βιώνει πλήρως τον ρόλο της Μαξίν Φωλκ, της υπερσεξουαλικής ιδιοκτήτριας του Costa Verde και την Σύρμω Κεκέ, ομοίως, να χτίζει το πορτρέτο της πολυταξιδεμένης δυναμικής γεροντοκόρης. Αμφότερες ξεχωρίζουν. Ο Ιωάννης Παπαζήσης στον έτερο πρωταγωνιστικό ρόλο του Λώρενς Σάννον νομίζουμε ότι χρειαζόταν μεγαλύτερη πειθώ στην έκφραση των δαιμονίων που τον αναστατώνουν. Ωραίο χρώμα προσέδιδε ο Γιώργος Μπινιάρης με τη φιγούρα του Τζόναθαν Κρόφιθ, ενός ποιητή σε παρακμή, αποτελεσματικές απεδείχθησαν οι ερμηνείες των δεύτερων ρόλων (Δημήτρης Μάλαμας, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Βίκυ Κατσίκα). Λειτουργικό και αντιπροσωπευτικό της εποχής υπήρξε το σκηνικό ξενοδοχείου της Τίνας Τζόκα με τους πάγκους, τις νεκρικές μάσκες, τα λουλούδια, τους μεξικάνικους τάπητες, την αιώρα που λειτουργεί αρκετές φορές ως αφετηρία και επίκεντρο ανάδειξης της εσωτερικότητας. Eύστοχα τα απλά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, εντός κλίματος η διακριτική μουσική της Nalyssa Green, αξίζει να αναφερθεί και το καλαίσθητο πρόγραμμα της παράστασης.

 

Σύνοψη: Φροντισμένη από κάθε άποψη δουλειά, ωστόσο, καθώς η βάση της -το ίδιο το κείμενο δηλαδή- είναι εκ φύσεως απαιτητική, η απήχησή της αφορά κυρίως τους μυημένους στο θεατρικό γίγνεσθαι και δη στον ταραχώδη εσωτερικό κόσμο του Τενεσί Ουίλιαμς.  

 

Όλες οι πληροφορίες για την παράσταση εδώ

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.