Είδαμε: «Η Τριλογία των Λήμαν Μπράδερς» του Στ. Μασσίνι σε σκηνοθεσία Β. Θεοδωρόπουλου
2021-10-21Το 2008 προσδιορίζεται ως η χρονιά έναρξης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που μέχρι και τις μέρες μας φαίνεται αξεπέραστη. Αφετηρία για αλλεπάλληλα συναφή γεγονότα αποτέλεσε η κατάρρευση της τράπεζας επενδύσεων Λήμαν Μπράδερς, που έχει τη δική της θρυλική ιστορία. Ο Στέφανο Μασσίνι, ένας από τους σημαντικότερους νεότερους δοκιμιογράφους και θεατρικούς συγγραφείς της Ιταλίας, με το The Lehman Trilogy, ένα έργο τριών πράξεων, που έχει μεταφραστεί ήδη σε 24 γλώσσες και έχει σκηνοθετηθεί από δημιουργούς όπως ο Sam Mendes, δημιουργεί ένα παζλ, που αν και τα κομμάτια του απεικονίζουν εκ πρώτης την πορεία της οικογένειας Λήμαν, εντούτοις είναι κάτι πολύ περισσότερο, καθώς διακρίνουμε ένα ευρύτατο ιστορικό πλαίσιο, εστιασμένο στην κοινωνικοπολιτική και οικονομική κατάσταση της Αμερικής από τα τέλη του 19ου αιώνα με την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης, φτάνοντας ως τη πολύ πρόσφατη οικονομική κρίση, έχοντας παράλληλα διατρέξει στιγμές όπως οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, το κραχ, η οικονομική αναγέννηση.
Το 1844 τρεις Εβραίοι αδερφοί αφήνουν τη Γερμανία και φτάνουν στην Αμερική που φαντάζει ως Γη της Επαγγελίας. Ο Χέγιουμ είναι πια ο Χένρι, ο Μέντελ γίνεται Εμμάνουελ και ακολουθεί ο μικρότερος της παρέας, ο Μάγιερ. Αρχικώς εγκαθίστανται στην Αλαμπάμα και καταπιάνονται με το βαμβάκι ανοίγοντας μάλιστα ένα κατάστημα με υφάσματα. Δαιμόνιοι και φίλοι της περιπέτειας δεν ησυχάζουν και αλλάζουν διαδοχικά αντικείμενα εκμετάλλευσης: μετά το βαμβάκι σειρά έχει ο καφές, ακολουθούν οι σιδηρόδρομοι, ο καπνός και το μεγαλύτερο -και καταληκτικό- βήμα θα είναι ο τραπεζικός κόσμος αφού καταλήγουν έμποροι χρήματος. Στη διαδρομή αυτή θα αλλάξει και η δική τους ιδιοσυγκρασία, καθώς αποκόβονται από τις ρίζες τους και σύντομα τίποτα δε θα θυμίζει την ταπεινή τους καταγωγή.
Παράσταση
Πλατιά λοιπόν ήταν η ιστορία και ποικίλα τα θέματα που είχε να θίξει η συγκεκριμένη παράσταση και με ένα επιδέξιο τρόπο κατάφερε να τα χωρέσει όλα στις δύομισι ώρες της, ακολουθώντας συνέπεια στην εξέλιξή της. Διαφορετικά περιστατικά που εκτείνονται σε πολλαπλά επίπεδα, προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό, πανανθρώπινο, με νοητή και καθαρή σύνδεση μεταξύ τους, με υπόθεση που δεν χάνεται στην πορεία. Το πέρασμα σε κάθε επόμενο, συνθετότερο στάδιο ανατροφοδοτείται από όσα έχουν προηγηθεί, προσφέροντας ταυτόχρονα μηνύματα ευκολοδιάβαστα και διαχρονικά: η άνευ μέτρου επιδίωξη του κέρδους και το κυνήγι του χρήματος μπορεί -όπως συνέβη εν προκειμένω- να οδηγήσει ακόμα και στον όλεθρο.
Παρά τα «τρανταχτά» γεγονότα το πιο ενδιαφέρον είναι -και αυτό θα μπορούσε να καταχωρηθεί πρωτίστως στη θαυμάσια, «ήρεμων τόνων» σκηνοθετική γραμμή του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που απέχει από κάθε διδακτισμό, αφήνοντας το ίδιο το κείμενο να μιλήσει-, ότι η ιστορία ακούγεται με τρόπο διαυγή και ευχάριστο, χωρίς εξάρσεις ή κραυγαλέα στιγμιότυπα. Έτσι ο θεατής επικοινωνεί ουσιαστικά μαζί της - τόσο με τα αφηγηματικά τριτοπρόσωπα μέρη, όσο και με τα δραματοποιημένα διαλογικά-, έχει την ευκαιρία να σκεφτεί αβίαστα, να τοποθετηθεί ο ίδιος απέναντι στα μηνύματα που εκπέμπονται και να αναζητήσει τις αλήθειες που βρίσκονται μέσα σε αυτά. Το δεύτερο μέρος, που το περιεχόμενό του επικεντρώνεται ως επί το πλείστον στα νέα οικονομικά δεδομένα, τα οποία δημιουργούνται κυρίως από την πρόοδο που επιφέρει η Βιομηχανική Επανάσταση, ίσως θα μπορούσε να είναι πιο μαζεμένο, δεδομένου ότι δεν είναι τόσο ανθρωποκεντρικό και εστιασμένο όσο αυτό που έχει προηγηθεί, ενώ δίνει την εντύπωση του εκτενούς συγκριτικά με το επόμενο μέρος, αυτό της διάσωσης και ευρύτερα της τύχης των ηρώων, το οποίο αναμένεται με πιο ενδιαφέρον και -παρά τη γνώση του τι έπεται- μεγαλύτερη αγωνία, δίνεται ωστόσο συνοπτικά, καθώς από το κραχ του 1929 και μέχρι το 2008 τα γεγονότα τρέχουν ταχύτατα. Ασφαλώς εύσημα για τη «δεκτικότητα» της ιστορίας αξίζουν και στους τρεις εξαιρετικούς ερμηνευτές της, που με έξυπνο και ευδιάθετο τρόπο θα ενσαρκώσουν το σύνολο των ρόλων (ανδρικών και γυναικείων, στους τελευταίους μάλιστα γίνονται εξόχως κωμικοί), «ζουν» ό,τι διηγούνται.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου, εκφραστικότατος, είναι κυρίως ο χαρούμενος Χένρι που «πάντα έχει δίκιο», η απολαυστική σύζυγος του Μάγιερ, αλλά και ο μεγαλοϊδεάτης νεαρός Φίλιππος. Ο Μιχάλης Οικονόμου ανταποκρίνεται πλήρως στους πιο ήπιους και παιχνιδιάρικους ρόλους. Τέλος, ο Αργύρης Ξάφης αναλαμβάνει και φέρνει σε πέρας επιτυχώς τους αυστηρότερους χαρακτήρες, τον Εμμάνουελ, τον πιο αποφασιστικό από τους αδερφούς, αργότερα ένα στιβαρό αφεντικό, για να καταλήξει στον δυναμικό διευθυντή του τραπεζικού κολοσσού Lehman Brothers. Αν και δευτερεύοντα στοιχεία εδώ μοιάζουν να έχουν έναν σημαίνοντα ρόλο καθώς έρχονται να κουμπώσουν στο πνεύμα αρμονίας -το γενικό χαρακτηριστικό της παράστασης αποτιμώντας την συνολικά-, το σχεδόν ψηφιακού τύπου σκηνικό της Νέας Υόρκης με τους φωτισμένους ουρανοξύστες της (ωραιότατη η δουλειά της Ευαγγελίας Θεριανού στον τομέα αυτό, όπως και αντιστοίχως της Κλαιρ Μπρέισγουελ για τα κοστούμια που προσδίδουν μια μεγαλοπρέπεια φαινομενική, αν αναλογιστούμε μάλιστα την «ταπεινή» αφετηρία της ιστορίας), ενώ και η μουσική επένδυση, εκτελεσμένη μάλιστα ζωντανά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, ασυναίσθητα δρα καταπραϋντικά (Θοδωρής Οικονόμου / Δημήτρης Βεντουράκης).
Σύνοψη: Η παράσταση, τόσο αν μελετήσουμε τη βάση της, το ενδιαφέρον και σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό κείμενο του Μασσίνι, όσο και τα επιμέρους της που την κτίζουν, τη σκηνοθετική της γραμμή και σε επίπεδο απόδοσης τις ερμηνείες της, ξεφεύγει από τα όρια μιας οικογενειακής ιστορίας, καθώς εξελίσσεται σε απεικόνιση της παγκόσμιας οικονομικοκοινωνικής δραστηριότητας των δύο τελευταίων αιώνων. Μπορεί να ιδωθεί σαν ένα εμπνευσμένο, μοντέρνο «μάθημα» γνωριμίας γεγονότων, που η κατάληξή τους επηρέασε ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο, χωρίς ωστόσο να υποκρύπτεται διδακτικός τόνος ή διάθεση προτροπής για «σύνεση». Οι ανατροπές και τα εμπόδια είναι συνεχή, προκύπτουν ωστόσο σε πλαίσιο «γλυκιάς ηρεμίας» και οπτικής με ευαισθησία.
Όλες οι πληροφορίες για την παράσταση βρίσκονται εδώ