Είδαμε "Κόκκινα Φανάρια" σε σκηνοθεσία Β. Μπισμπίκη / Καλώς ήρθατε στον κόσμο των τρανς
2022-04-04Ο Βασίλης Μπισμπίκης συνεχίζοντας στον δρόμο του ρεαλιστικού θεάτρου, που προσιδιάζει περισσότερο στον νατουραλισμό, εφόσον αναλογιστούμε ότι έχουμε να κάνουμε με εσωτερικότερες και “κατώτερες” πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, αναβιώνει αυτήν τη φορά τις ηρωίδες και τους ήρωες από το θρυλικό φιλμ Κόκκινα Φανάρια των Γεωργιάδη-Γαλανού (βασιζόμενο στο αρχικό θεατρικό του Γαλανού Το σπίτι με τα κόκκινα φανάρια), που έφτασε μέχρι την τελική ευθεία των υποψηφιοτήτων για Oscar ξενόγλωσσης ταινίας το 1963). Διατηρώντας μόνο τη θεματική των προαναφερομένων ο Μπισμπίκης θα χτίσει τη δική του -άχρονη, ίσως και σημερινή- συνοικία με κόκκινα φανάρια, τοποθετώντας σε πλάνο πρωταγωνιστ(ρι)ών τρανς, φωτίζοντας πτυχές του δικού τους κόσμου. Με αφετηρία το ξεκάθαρο αυτό δεδομένο, δηλωμένο επανειλημμένως ως πλαίσιο των σκηνοθετικών επιδιώξεων, θα ήταν τουλάχιστον ατυχές να προσέλθει κανείς στην παράσταση με την προσδοκία ότι θα δει να αναβιώνουν εκείνα τα Κόκκινα Φανάρια, οπότε κάθε σύγκριση ή παραλληλισμός είναι άνευ σημασίας, καθώς επιπλέον στερούν τη δυνατότητα έτερης οπτικής.
Στο δια ταύτα τώρα, ο δραματουργικός χώρος συντίθεται από μια πασαρέλα, ένα σαλόνι, δωμάτια κλουβιά (κατά αντιστοιχία του Red Light District στο Άμστερνταμ). Στον χώρο αυτό, που φέρει σε πολυτελή οίκο ανοχής, ζουν τρανς γυναίκες, η κάθε μια με τα θέλω της, τα όνειρά της για το μέλλον και όλες μαζί βιώνουν την συνήθη κοινή καθημερινότητα. Ασφαλώς έχουμε να κάνουμε με μια queer αισθητικής παράσταση, όπου η τρανς επιλογή δεν παρουσιάζεται σε μοιρολατρατικά πλαίσια, αλλά ως μια εκ των κανονικοτήτων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε εστίαση στον σκοτεινό κόσμο της πορνείας και για την έκφρασή του σημαντικό γεγονός μπορεί να θεωρηθεί η συμμετοχή -πέρα από τους επαγγελματίες και ερασιτέχνες ηθοποιούς- μελών της κοινότητας των τρανς. Το θέμα παίρνει διάσταση, καθώς δεν έχουμε απλώς την παρουσίαση γεγονότων από τη ζωή των τρανς, αλλά δίνεται βήμα έκφρασης, καταγράφεται η βιωμένη εμπειρία, οι επιλογές, το παρελθόν, το παρόν, το προσδοκώμενο, ό,τι δηλαδή μπορεί -και πρέπει ισότιμα- να απασχολεί τον καθένα. Εδώ ασφαλώς θα πρέπει να προκρίνουμε την "εξομόλογηση" της Μπέττυς Βακαλίδου, που βέβαια ξεφεύγει από την ερμηνεία ενός ρόλου, καθώς είναι η εξιστόρηση της προσωπικής αλήθειας κατευθείαν από την πηγή της -συν τοις άλλοις πληροφορούμαστε τόσα πολλά και άγνωστα-. Ξαναζεί το παρελθόν της και εμείς μαζί της, αναρωτώμενοι για το πόση απόρριψη μπορεί να χωρέσει το σώμα και η ψυχή ενός ανθρώπου.
Γενικότερα η λογική του ωμού ρεαλισμού είναι εμφανής (όπως ομοίως συμβαίνει και στη συγκλονιστική έτερη παράσταση του Β. Μπισμπίκη Άνθρωποι και Ποντίκια). Τα έντονα στιγμιότυπα της Μαντάμ Παρί και των κοριτσιών της ξετυλίγονται και εδώ βρίσκουν θέση όλα: χαρές, λύπες, κέφι, κλάματα, απειλές, ελπίδα. Στο πρώτο μέρος η δραματουργική δόμηση κινείται σε πιο χαλαρούς ρυθμούς, τα μουσικά “διαλείμματα” είναι αρκετά, τόσο όσο να μην προάγουν για διάστημα την εξέλιξη ή την εστίαση σε χαρακτήρες, δημιουργούν ωστόσο διάθεση ευθυμίας μέσα από ένα άτυπο drag show. Στο δεύτερο μέρος είναι εμφανές ότι τα πράγματα αρχίζουν να μπαίνουν σε τάξη, οδηγώντας σε σασπένς και κορυφαίες στιγμές, εμβαθύνοντας σε πρόσωπα και πράγματα. Κατά συνέπεια ένα πιο μαζεμένο πρώτο μέρος, που θα οδηγούσε αντιστοίχως και σε μια μικρότερης διάρκειας παράσταση (οι 3,5 ώρες είναι υπεραρκετές), λιγότερα επαναλαμβανόμενα στιγμιότυπα που καταλήγουν ως μανιέρα (δεν χρειαζόταν λόγου χάρη να βλέπουμε ανά τακτά διαστήματα περιστατικά ερωτικής συνέρευσης για να καταλάβουμε τι κατά κύριο λόγο συμβαίνει σε έναν οίκο ανοχής) θα είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη συνοχή, έναν πιο σφιχτό συνολικό ρυθμό, χωρίς κοιλιές. Αξιοπρόσεκτες πολλές από τις ερμηνείες (στην Μπέττυ Βακαλίδου που δεν ερμηνεύει απλώς, αλλά καταθέτει την ψυχή της αναφερθήκαμε προηγουμένως), με εκείνες του Δημήτρη Παπάζογλου, ως δικαιωματικά σεβάσμια Κατερίνα και ιδιαιτέρως του Στέλιου Τυριακίδη, που μεταμορφώνεται και υπηρετεί ψυχή και σώμα τον ρόλο της φιλόδοξης επαναστάτριας Μυρσίνης, να ξεχωρίζουν. Καλοδουλεμένοι και οι υπόλοιποι, η κίνηση του Δημήτρη Γαλάνη (στον ανδρόγυνο ρόλο του Κομπέρ), ο Μάνος Καζαμίας στον απαιτητικό ρόλο της Μαρίνας, που βιώνει τον ατελέσφορο έρωτα κάνοντας τα πάντα να τον φέρει σε κανονιστική ροή. Εναρμονισμένοι στο πλαίσιο της παράστασης οι Γιώργος Σιδέρης, Διονύσης Κοκκοτάκης, Λευτέρης Αγουρίδας, Μάρα Ζαλώνη, Ελεονώρα Αντωνιάδου, Ερατώ Αγγουράκη, Γιανμάζ Ερντάλ, Αγγέλα Πατσέλη, Πουριά Χοσσεϊνί, ενώ ίσως μια πιο δυναμική εκδοχή του Τάσου Σωτηράκη ως Μιχαήλου ήταν πιο πειστική. Στα συν της παράστασης οι ευπροσάρμοστοι φωτισμοί του Λάμπρου Παπούλια.
Σύνολο: Μια παράσταση που η παρουσία και ο συμβολισμός της κρίνονται μεγαλύτερα από ό,τι εκ πρώτης φαίνονται. Γιατί, αν το θέατρο δεν είναι ο χώρος εκείνος που η κάθε είδους ανοικτότητα και κανονικότητα έχουν θέση, τότε ποιος είναι; Ας μείνουν στο περιθώριο λοιπόν οι ηθικοδιδακτισμοί και ας δώσουμε -όχι τύποις μόνο- χώρο και χρόνο (και) στην queer έκφραση, που εν προκειμένω δεν αφορά σε υποθετική προσέγγιση της, αλλά στην ωμή πραγματικότητα μιας πτυχής της που αποτυπώνεται ορθάνοιχτα: χωρίς μελοδραματισμούς και γραφικότητες, αλλά με ειλικρίνεια μας (υπο)δέχεται στον αυθεντικό της κόσμο, τίποτα το προσποιητό, τίποτα το φαινομενικό εν ολίγοις.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση:
https://www.debop.gr/events/kokkina-fanaria-sto-cartel
Εισιτήρια:
https://www.viva.gr/tickets/theater/festivalkokkina-fanaria/