Είδαμε: «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα» στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής / 75 λεπτά ανατριχίλας
2024-03-01Σε μια αίθουσα, ψυχρή και αποστειρωμένη, το μόνο που ακούγεται είναι ο ήχος του ακονίσματος. Αθόρυβα και διακριτικά εισέρχεται η «Αγία Τριάδα» της εξουσίας. Ο Υψηλότατος, ο Εξοχότατος και ο Δούκας. Μαζί με τους ακόλουθούς τους - φρουρούς και δύο γυναίκες - ελέγχουν προσεκτικά το χώρο και προετοιμάζουν μεθοδικά το έδαφος για την υποδοχή των καλεσμένων τους. Όλοι είναι τόσο αψεγάδιαστοι και περιποιημένοι. Λίγο αργότερα, νεαρά κορίτσια και αγόρια εμφανίζονται δειλά, αναγκασμένα να ακολουθήσουν το «ανθόσπαρτο μονοπάτι» που δημιουργήθηκε προς τιμήν τους. Οι εξέχοντες τους κοιτούν προσεκτικά, τους περιεργάζονται. Κανείς τους δεν μπορεί να φανταστεί τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια.
Αφηγήσεις ακατάλληλων ερωτικών συνευρέσεων, σεξουαλικά όργια, βιασμοί, πρακτικές σαδομαζοχιστικού χαρακτήρα. Τα φοβερά, άνευ ορίων σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια, στα οποία υποβάλλεται η νεολαία, λειτουργούν ως τρόπος διασκέδασης των εξουσιαστών, αλλά και ως αποτελεσματική μέθοδος αποδυνάμωσης και υποταγής σε ένα απολυταρχικό καθεστώς, όπου «Η βία είναι σκοπός!» και τα εγκλήματα κανόνας ενός βρώμικου παιχνιδιού εξόντωσης. Τα κλάματα και οι κραυγές δεν σταματούν το προσχεδιασμένο έργο. Το ακόνισμα συνεχίζεται κι ο τελικός αφανισμός μοιάζει μια καλοστημένη τελετουργία αγ(ρ)ιότητας.
Έχοντας παρακολουθήσει, από την αρχή σχεδόν, την πορεία του Άρη Μπινιάρη πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που φαίνεται πως αγαπά τις προκλήσεις των έργων που αναλαμβάνει, τα οποία λειτουργούν ως κίνητρο για την κατάθεση της δική του σκέψης και οπτικής πάνω σε ζητήματα της σύγχρονης πραγματικότητας. Η θεατρική μεταφορά της θρυλικής ταινίας του Παζολίνι, «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα», δεν είναι απλώς ένα ακόμα επίτευγμά του που δέχεται τη θερμή ανταπόκριση του κόσμου, αλλά ένα βαθιά μελετημένο εγχείρημα από όλες τις απόψεις που αποδεικνύει έμπρακτα ότι είναι ένας καλλιτέχνης που δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, δεν εφησυχάζει και, μαζί με την ομάδα των ικανών συνεργατών του, θέτει κάθε φορά τον πήχη δυσκολίας, δημιουργικότητας και πειραματισμού όλο και ψηλότερα.
Πρωτίστως, αξίζει η αναφορά στους ηθοποιούς Εβίτα Αγαΐτση, Γιώργο Ζιάκα, Νάντια Κατσούρα, Μάριο Κρητικόπουλο, Λένα Μποζάκη, Εύη Οικονόμου, Ειρήνη Τσέλλου, Γιάννη Χαρκοφτάκη, Κώστα Phoenix, ή αλλιώς στις νέες και τους νέους του Σαλό, όπως και στους Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου, Απόστολο Καμιτσάκη, Νικόλα Ντούρο, 'Aιντι Ορμένι που έχουν την ιδιότητα των φρουρών στην παράσταση. Αν και λειτουργούν διεκπεραιωτικά στο έργο και συμμετέχουν κυρίως παραστατικά, είναι τα πρόσωπα που καθόλη τη διάρκεια μάχονται με τα όρια της αντοχής τους, σωματικής και ψυχικής, κατακτώντας την ακραία αληθοφάνεια των αποτρόπαιων γεγονότων.
Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος (Υψηλότατος), o Κώστας Μπερικόπουλος (Εξοχότατος), o Γιάννης Κότσιφας (Δούκας) είναι η τριάδα των ισχυρών που απογυμνώνονται από την προσποιητή καθωσπρέπειά τους, ενδίδουν απροκάλυπτα στα αρρωστημένα πάθη τους και ουσιαστικά αποτελούν την προσωποποίηση ενός σαθρού συστήματος εξουσίας, ενώ η Αγορίτσα Οικονόμου και η Ιωάννα Μαυρέα, ως αφηγήτριες, σοκάρουν με τη συναισθηματική ελαφρότητα που αφηγούνται τις βιωματικές ιστορίες αποπλάνησής τους, δείχνοντας πλήρως αφομοιωμένες σε έναν κύκλο συνεχιζόμενων βιαιοτήτων.
Το κείμενο που επιμελήθηκαν δραματουργικά ο Άρης Μπινιάρης και η Έλενα Τριανταφυλλοπούλου είναι σφιχτοδεμένο με γλώσσα κοφτερή και συνάμα ποιητική και συνταιριάζεται μοναδικά με την επαναστατική σκηνοθετική ματιά του πρώτου. Το σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά εντυπωσιάζει με τη μίνιμαλ αισθητική του - ο χώρος είναι καλυμμένος από μάρμαρο, με λιγοστά έπιπλα, μία συρόμενη σκάλα και δύο δεσπόζοντες ξύλινους θρόνους που παραπέμπουν σε αυτούς που υπάρχουν στις εκκλησίες, δεξιά και αριστερά του ιερού ή στα δικαστικά έδρανα - τις kinky λεπτομέρειες (αλυσίδες στους τοίχους) και τα απόκρυφα σημεία (χωμάτινο κοίλωμα κάτω από την επιφάνεια της σκηνής). Στο ύφος και τα χρώματα που επιλέγει ενδυματολογικά η Ηλένια Δουλαδίρη η αυστηρότητα συγκρούεται με τη ρομαντική αγνότητα. Κομψές τουαλέτες και επιβλητικά κοστούμια στο επίσημο χρώμα του ναζιστικού ιδεώδους, το μαύρο, αντικαθιστώνται από χρυσοποίκιλτες ενδυμασίες παρόμοιες με τα ιερατικά άμφια. Σαλοπέτες και κοντά φορέματα με φουσκωτά μανίκια, σε μπλε και λευκό, κάλτσες μέχρι το γόνατο και φιόγκοι στα μαλλιά, θυμίζουν (παιδικά) ρούχα μιας άλλης, πιο αθώας εποχής. Το αψεγάδιαστο σκηνικό αποτέλεσμα συμπληρώνουν η συντονισμένη κινησιολογία του Αλέξανδρου Βαρδάσογλου, η δυναμική μουσική του Τζεφ Βάγγερ και οι ερεβώδεις φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα.
Η σκηνή της Εναλλακτικής μετατρέπεται στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του ανθρώπινου νου, σε έναν κόσμο νοσηρότητας, βίας και διαστροφής, μια αληθινή κατάβαση στην κόλαση. Το προκλητικό θέαμα δημιουργεί αναπόφευκτα αμηχανία, αποστροφή, ενοχή, αλλά και το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης για τις σκληρές αλήθειες που με υποδόριο σαρκασμό αναδύονται μέσα από αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα.
Σημείωση: Η παράσταση απευθύνεται σε κοινό - άνω των 18 ετών - με δοκιμασμένα όρια αντοχής που επιθυμεί να βιώσει μια αναμφισβήτητα αξέχαστη θεατρική εμπειρία. Tα εισιτήρια όλων των παραστάσεων έως και 10 Μαρτίου έχουν ήδη εξαντληθεί, ωστόσο ελπίζουμε να προστεθούν και νέες ημερομηνίες για όσους δεν πρόλαβαν να κλείσουν εγκαίρως.
Φωτογραφίες: Γιώργος Καλκανίδης
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε εδώ.