Είδαμε: "Σφήκες" σε σκηνοθεσία Λ. Κιτσοπούλου // Σφήκες χωρίς κεντρί
2023-07-18Προκειμένου ο σπουδαίος κωμωδοποιός Αριστοφάνης να στηλιτεύσει τη δικομανία των Αθηναίων, καθώς και την πολιτική του Κλέωνα, που χρίζει δικαστές γηραιούς μόνο πολίτες γράφει το 422 π.Χ. τους Σφήκες. Στο επίκεντρο της αλληγορικής κωμωδίας τοποθετεί τον Φιλοκλέωνα, έναν κατακριτή των πάντων, που έχει τη μανία να αποδίδει τιμωρίες. Καθότι επικίνδυνος για τη δημόσια ζωή κλειδώνεται από τον γιο του -εκπρόσωπο της «καλής» και πρέπουσας αστικής κοινωνίας- στο σπίτι, σε μια απέλπιδα προσπάθεια συνετισμού του. Αυτή είναι η έναρξη της ιστορίας, που συνεχίζει με αγώνα λόγων μεταξύ γιου και πατέρα, προκειμένου να μην ξαναπάει ο δεύτερος σε δικαστήριο, την απόδοση της νίκης από τον χορό στον γιο, τον περιορισμό του πατέρα στα του οίκου του και λίγο πριν το τέλος την οριστική του γιατρειά.
Αυτά βέβαια για την ιστορία, αφού παίρνοντας ως αφορμή την αρχή μόνο της αριστοφανικής ιδέας, την αντιπαράθεση πατέρα και γιου -ήταν άραγε αυτό αρκετό για να αποδοθεί ο κάπως "αθωωτικός", αν όχι παραπλανητικός, προσδιορισμός «ελεύθερη διασκευή»;- η Λένα Κιτσοπούλου δημιουργεί δικούς της Σφήκες, αφήνοντας πολύ γρήγορα ό,τι θα μπορούσε να σχετιστεί με τη βάση. Στην περίπτωσή μας ο Φιλοκλέωνας είναι ένας ηλικιωμένος και κακόψυχος γέρος, πνιγμένος μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του, που λειτουργεί ως δικαστής του καναπέ, καυτηριάζοντας με τρόπο προκλητικό αναγνωρίσιμες καταστάσεις της σύγχρονης εποχής του διαδικτύου, όπου τα social media παίρνουν τον ρόλο του αδέκαστου κριτή και καταδικάζουν όποιον δεν υπακούει στους «κανόνες» τους. Στο πλαίσιο αυτό θα παρουσιαστούν περιστατικά με ποικίλο ανθρωποφαγικό περιεχόμενο και άγριες συμπεριφορές της εποχής, τα συνήθη δηλαδή μοτίβα των ιστοριών που συγγράφει η Κιτσοπούλου. Και πάλι έχουμε την ελληνική οικογένεια με τη μητέρα που ευνουχίζει τον γιο, τον ρατσισμό, τον συντηρητισμό, την αστυνομική βία, την κακοποίηση. Όλα αυτά, όμως, όχι στα πλαίσια ενός θεάματος με ροή και συνάφεια, αλλά ως ανεξάρτητα σκετς.
Παρά την εμμονή της Κιτσοπούλου στα κακώς κείμενα της εποχής, δοσμένα αρκετές φορές με υφέρπουσα ποιητικότητα (θυμόμαστε το πρόσφατο Φρανκεστάιν), στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν διακρίναμε καμιά έμπνευση, ούτε πολύ περισσότερο να υπολανθάνει το οποιοδήποτε συναίσθημα. Κακής ποιότητας σάτιρα, αθυροστομία που δεν εξυπηρετεί το ανεπιτήδευτο αλλά την αδυναμία να παραχθεί κάτι νέο και ουσιαστικό. Πρωταγωνιστούν τυροκροκέτες, τρίχες μορίων, μια παρά φύσιν συνεύρεση με πελεκάνο. Κάπου σε αυτόν τον αχταρμά χωράει και πάλι η Πισπιρίγκου με τον Κούγια, ο Μαρμαρινός, ο Κάστορφ, η Καγιά, η αμφίεση της Ευαγγελάτου, ο Μπιμπίλας, ε, -κατά τα συνήθη- ας πούμε και ένα ρεμπέτικο να ευθυμήσουμε κιόλας. Ακόμα και αν η πρόθεση ήταν διαφορετική, εξαιτίας της έλλειψης βάθους στο κείμενο, στιγμιότυπα όπου πρωταγωνιστούν -σκηνικά και λεκτικά- gay και ευτραφείς καταλήγουν σε περιπαικτικό ως και αποδιοπομπαίο λόγο για αυτούς, γίνονται εκπίπτουσες μειονότητες, άξιοι των παθημάτων και της μοίρας τους.
Η παράσταση κλείνει με έναν ραπ μονόλογο - παροξυσμό με την Κιτσοπούλου επί σκηνής να λέει τα δικά της και να (αυτό)στέφεται ως η μόνη επιζούσα από τον βούρκο των μαζών που επιπλέουν/ουμε όλοι οι υπόλοιποι, δηλώνοντας ταυτόχρονα το πόσο δεν την ενδιαφέρει η κριτική (αλήθεια, γιατί άλλη μια φορά η ανάγκη για αυτό το χιλιοεπωμένο της;) αλλά και το πόσο έξω από το κάθε σύστημα είναι (εν προκειμένω σε μια συμπαραγωγή των δύο κρατικών θεατρικών οργανισμών). Ως αναλαμπές λειτουργούν ο μονοπρόσωπος χορός (συμπαθέστατα δοσμένος από τον Δημήτρη Ναζίρη), με τον συμβολισμό να είναι ευρύτερος, η μονάδα και ο όχλος, η σχέση της πρώτης με τον δεύτερο, η μοναξιά μέσα στο πλήθος. Παρόμοιο παράδειγμα το πέρασμα του πελώριου μπασκεμπολίστα από τη σκηνή, σαφής υπαινιγμός στον Αντεντοκούμπο και την κατ’ εξαίρεση αποδοχή του ξένου στην εν γένει ρατσιστική ελληνική πραγματικότητα. Ιδέες, ωστόσο, που παρέμειναν στην επιφάνεια και δεν εξελίχθηκαν. Το συνονθύλευμα της Κιτσοπούλου, υποστηρίχτηκε εξαιρετικά από τους ηθοποιούς (Νίκος Καραθάνος, Θάνος Μπίρκος, Νεφέλη Μαϊστράλη, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Ιωάννα Μαυρέα, Γιάννης Κότσιφας κ.ά.) με το πρωταγωνιστικό δίδυμο γιου -Πάνος Παπαδόπουλος- και κυρίως πατέρα -Θοδωρής Σκυφτούλης- να αφήνουν τις καλύτερες εντυπώσεις.
Σύνολο: Μια παράσταση ειδικής κατηγορίας, «κλασική Κιτσοπούλου». Μόνο που και αυτήν την είχαμε ξαναδεί και μάλιστα σε αμέσως προηγούμενες δουλειές της (Φρανκενστάιν, Τα νέα μου είναι σαρωτικά, Μια νύχτα στην Επίδαυρο). Το πιθανότερο είναι να αρέσει στους fan της, όπου μάλλον -ίσως και αποκλειστικά- απευθύνεται, αν βέβαια και εκείνοι δεν έχουν αρχίσει να κουράζονται από την επανάληψη των ίδιων κλισέ. Σίγουρα, όσοι τουλάχιστον γνωρίζουν τα του χώρου, δεν έσπευσαν στην επιδαύρεια πρεμιέρα περιμένοντας να δουν κάτι διαφορετικό, την Κιτσοπούλου να κάνει εκπτώσεις σε όσα μας έχει συνηθίσει, ή να βάζει νερό στο κρασί της (αν και στο πρώτο μισάωρο ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα βλέποντας μια εν δυνάμει αριστοφανική παραλλαγή να εξελίσσεται). Ασφαλώς το θέατρο είναι μια τέχνη που δεν δέχεται περιορισμούς. Είναι ανοιχτό στην πλευρά του πομπού και του δέκτη, στηρίζεται στην προσωπική ματιά και την υποκειμενική στάση αμφοτέρων. Το "άνοιγμα" φαίνεται να απασχόλησε μονομερώς το Εθνικό, όσο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, που ήταν συμπαραγωγός, εστιάζοντας μόνο στη δυνατότητα και στην ελευθερία που έχει ένας δημιουργός να παρουσιάζει την όποια δουλειά του, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το ανοιχτό κάλεσμα στο κατεξοχήν ευρύ και πολλές φορές ανυποψίαστο κοινό τους. Και αυτό σαν γεγονός θα πρέπει να αποτελέσει θέμα γενικότερου προβληματισμού, αλλά και μιας άλλης συζήτησης. Το σίγουρο είναι ότι η Επίδαυρος εκεί ήταν, εκεί είναι, εκεί θα παραμείνει, αλώβητη από λογής τσιμπήματα.
Πληροφορίες για την παράσταση
https://aefestival.gr/festival_events/sfikes/
Περιοδεία και εισιτήρια
https://www.ticketservices.gr/event/ethino-theareo-sfikes/?lang=el