Είδαμε «Τα σκυλιά» στην Πειραιώς 260
2024-08-02Σε ένα φημισμένο τουριστικό θέρετρο η δολοφονία ενός σκύλου, ονόματι Τουίστ, συνταράσσει την τοπική κοινωνία και γίνεται θέμα συζήτησης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα. Ποιος το έκανε; ΄Ηταν άνθρωπος ή κάποιο άλλο ζώο; Το μυστήριο αναλαμβάνει να διαλευκάνει ο Κομισάριο, ένα σκυλί της πόλης, πρώην αδέσποτο που πλέον δουλεύει στην αστυνομία - βραβευμένο για τις επιδόσεις του στην εξιχνίαση πολλών υποθέσεων. Για το συμβάν ενημερώνεται από την Πρισίλα, μια καθαρόαιμη σκυλίτσα από το διάσημο χωριό, που φτάνει στο Tμήμα ζητώντας βοήθεια ώστε να βρεθεί ο υπαίτιος για το θάνατο του Τουίστ, συντρόφου και πατέρα των κουταβιών της. Κι ενώ στην αρχή ο Κομισάριο προβληματίζεται για το αν θα προχωρήσει με τη συγκεκριμένη υπόθεση, τελικά, μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του, Μεγαλέξανδρο, αποφασίζουν να επισκεφτούν τον τόπο του εγκλήματος.
Φτάνοντας εκεί, ανακαλύπτουν ότι οποιοδήποτε ίχνος θα τους οδηγούσε στον ένοχο έχει επιμελώς καλυφθεί από τους ανθρώπους, στην προσπάθειά τους να μην στιγματιστεί το μέρος από το αποτρόπαιο γεγονός και ζημιωθούν οι τοπικές επιχειρήσεις. Το αίσθημα δικαίου, όμως, είναι ισχυρότερο από τις δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπα τα δυο σκυλιά. Η διαδρομή τους για τη συλλογή στοιχείων έχει προκλήσεις,κινδύνους και απώλειες. Η γνωριμία τους με το γηραιότερο σκυλί της περιοχής, το σκυλί του παπά που ξέρει μυστικά, το σκυλί ινφλουένσερ που βρισκόταν στο ίδιο κτηνιατρείο με τον Τουίστ λίγο πριν καταλήξει νεκρός, το σκυλί του πρωθυπουργού και το σκυλί - πρώην κυνομάχο που εγκαταλείφθηκε από τον ιδιοκτήτη του εξαιτίας ενός τραυματισμού που δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τους αγώνες - που ζει απομονωμένο στα βουνά και κατηγορείται, λόγω της υπερβολικής κατά τους ντόπιους αγριότητάς του, για το θάνατο του Τουίστ, καθώς και η δημιουργία μιας ερευνητικής ομάδας με επικεφαλής τον Κομισάριο θα καθορίσουν τις εξελίξεις και θα συντελέσουν στην αποκάλυψη του δράστη.
Ο σκηνοθέτης Ανέστης Αζάς βασιζόμενος σε ένα πρόσφατο, πραγματικό γεγονός - την υπόθεση του Όλιβερ στην Αράχωβα, όπως μαρτυρά η πλοκή - έφτιαξε μια ιστορία πολυεπίπεδη, με στοιχεία νουάρ και πρωταγωνιστές τα σκυλιά για να μιλήσει για την έλλειψη ανθρωπιάς στις μέρες μας, τη βία που κατακλύζει την κοινωνία, το ρατσισμό, τις αξίες, όπως η δικαιοσύνη και η ελευθερία, που καταπατούνται, το δικαίωμα στην επιλογή συντρόφου και την αυτοδιάθεση του σώματος - η σχέση της Πρισίλα και του Τουίστ, μιας καθαρόαιμης κι ενός ημίαιμου, είναι απαγορευμένη και, επίσης, η σκυλίτσα εξαναγκάζεται από τον ιδιοκτήτη της να λειτουργεί ως μηχανή αναπαραγωγής κουταβιών. Κάθε σκυλί της κυνό-τητας, μάλιστα, προέβαλε μια ξεχωριστή προσωπικότητα που σχετιζόταν με τα βιώματά του (που επηρεάζονταν άμεσα από την αντιμέτωπισή του από τους ανθρώπους) ή δανειζόταν χαρακτηριστικά από τον κάτοχό του - γιατί ως γνωστόν «το παιδί και το σκυλί όπως τα μάθεις» - με αποτέλεσμα μέσα από αυτή τη συνθήκη και το καυστικό κείμενο των Γεράσιμου Μπέκα, Μιχάλη Πητίδη και Ανέστη Αζά να σχολιάζονται απολαυστικά συμπεριφορές και καταστάσεις της κοινωνίας μας.
Το σκηνικό περιβάλλον της Διδώς Γκόγκου έδινε την αίσθηση του δρόμου, της συνεχούς περιπλάνησης. Τα ποικίλων μεγεθών στρώματα, με τα οποία οι ηθοποιοί διαμόρφωναν το χώρο, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, αποδίδοντας έτσι τις εναλλαγές τοποθεσιών του έργου, παράλληλα βοηθούσαν στην ασφαλή μετακίνησή τους ως τετράποδα. Στην κινητική ευελιξία τους συντέλεσαν ακόμα τα casual, athletic, street style κοστούμια που επέλεξε η Βασιλεία Ροζάνα, ταιριαστά με το ύφος της παράστασης. Οι φωτισμοί της Ελένης Χούμου χάριζε βάθος στο χώρο και ατμοφαιρικότητα στις σκηνές. Οι ηχητικοί σχεδιασμοί των Παναγιώτη Μανουηλίδη και Άγγελου Κονταξή ήταν έντονοι, οξείς (sharp), διαπεραστικοί, μυστηριώδεις, θύμιζαν θρίλερ, ενώ ο Gary Salomon προσέθετε, με την κιθάρα του, μουσικά, πιο jazz-rock νότες.
Όλες οι σκηνές διέθεταν αρτιότητα, με τους ηθοποιούς Γιώργο Κατσή, Έλενα Μαυρίδου, Κωνσταντίνο Μωραΐτη, Μαρία Πετεβή, Gary Salomon, Cem Yiğit Üzümoğlu να αλληεπιδρούν μεταξύ τους και να αποδίδουν τις εναλλαγές των ρόλων τους υποδειγματικά καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, έχοντας επιπλέον, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, τη δυσκολία της ιδιαίτερης στάσης του σώματος που έμοιαζε με αυτή ενός σκύλου. Ξεχώρισε ο δηλητηριασμός του Μεγαλέξανδρου. H σωματικότητα του Κωνσταντίνου Μωραΐτη στην παρουσίαση του αργού θανάτου ενός σκύλου από φόλα ήταν συγκλονιστική - άξιος και ως animal body trainer για την υπόλοιπη ομάδα. Η ρωμαλέα αφήγηση της ζωής του σκυλιού των βουνών από τον Cem Yiğit Üzümoğlu ήταν μια επίσης εδιαφέρουσα στιγμή και βέβαια δεν θα μπορούσα να παραλείψω εκείνη της τηλεοπτικής εκπομπής που μετατράπηκε σε σκυλάδικο, όπου στήθηκε ένα παρακρουσιακό, ξέφρενο γλέντι συνομωσίας που κουκούλωνε το έγκλημα και έστρεφε την προσοχή του κόσμου προς μια πιο συμφέρουσα για τις τοπικές αρχές κατεύθυνση.
Η πρεμιέρα είχε και τα ωραία απρόοπτά της, προσφέροντας στο κοινό εκείνης της βραδιάς μια μοναδική εμπειρία. Αναφέρομαι φυσικά στην ολιγόλεπτη διακοπή ρεύματος που συνέπεσε με την ώρα του μονολόγου της Έλενας Μαυρίδου, στο ρόλο της ιδιοκτήτριας του δολοφονημένου σκύλου Τουίστ, η οποία ακόμα κι όταν έσβησαν τα πάντα, συνέχισε απτόητη, μέσα στο σκοτάδι, χωρίς μικρόφωνα, με απόλυτο πάθος, ενώ λίγα δευτερόλεπτα μετά κάποιος ταξιθέτης άναψε το φακό του - αυτόν που θα χρησιμοποιούσε σε περίπτωση που κάποιος θεατής τραβούσε φωτογραφίες/ βίντεο - και φώτιζε, μέχρι να επανέλθει το ρεύμα, την ηθοποιό, δημιουργώντας μια τόσο ανθρώπινη και μαγική στιγμή. Η ψύχραιμη διαχείριση του μπλακ άουτ, από τους συντελεστές, τους ταξιθέτες αλλά και τους θεατές, αυτή η αυτοσχέδια, αθόρυβη συνεργασία, πρακτικά συντέλεσε στο να κυλήσει ομαλά και αδιάκοπα η συνέχεια του έργου, ενώ συναισθηματικά έδωσε το κάτι παραπάνω πιστεύω στο εν λόγω εγχείρημα.
Αναμφίβολα «Τα σκυλιά» μας συνεπήραν και μας παρέσυραν να ακολουθήσουμε τα χνάρια τους σε ένα περιπετειώδες κυνήγι αξιών, αλήθειας και λύτρωσης. Ελπίζουμε, λοιπόν, να υπάρξει μελλοντικά η ευκαιρία να τα απολαύσουμε ξανά σε κάποιο θέατρο και η πορεία τους να συνεχιστεί όχι μόνο εντός αλλά και εκτός των ελληνικών συνόρων, κατά τα πρότυπα της πολύ πετυχημένης «Δημοκρατίας του Μπακλαβά».
Φωτογραφίες: Karol Jarek