Είδαμε την θεατρική παράσταση: «2 αδελφές, Μυρτώ και Γιούλικα», Pascal Rambert
2021-12-25Υπαρξιακές κλυδωνιστικές «συνειδητοποιήσεις» στην τοποθεσία «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης».
«Μια προσωπική βιωματική θέαση» ενός έργου το οποίο, με τη στυγερά ειλικρινή απεικόνιση των ακάνθινων οικογενειακών και αδελφικών σχέσεων μιας αποκαλούμενης κοινωνικώς «υποδειγματικής οικογένειας», ανατρέπει όλες τις ιδεαλιστικές αυταπάτες.
Όταν η κάρχαρη αλήθεια λυτρωτικά ειπωθεί και σχίσει το αραχνοΰφαντο ιδεώδες αρχέτυπο των αδελφικών, «ομομήτριων» σχέσεων, απλώς λησμονείς να αναπνεύσεις. Και τότε η ύπαρξη σου καθηλώνεται σαν ένα άψυχα βαρύ σακί πηλού στο εδώλιο του «τυχερά ευλογημένου» (συνεργασία και τύχης και κάποιας «θείας εύνοιας») θεατή. Η ύπαρξη σου, αυτό το πλέον κοκκαλωμένα ασάλευτο σακί πηλού, έχει παραδοθεί σε ένα σενάριο που αρθρώνεται με σκακιστική στρατηγική ακρίβεια σε φροϋδικές θεμελιώδεις αρχές σπονδυλωτής αλληλουχίας, του ασυνείδητου και συνειδητού της μυστηριωδώς ακόμα επιστημονικώς σκοτεινής ανθρώπινης ψυχής.
Αυτό το σακί πηλού στο οποίο έχει τραπεί η ύπαρξη σου ως εκστασιασμένου θεατού, συμπάσχει αναπόφευκτα με τις δύο «σκηνικές κόρες» (οι δύο πρωταγωνίστριες του έργου) της Μούσας της τραγωδίας, Μελπομένης και εν χορώ προσπαθεί η ευάλωτη πλέον αυτή ύπαρξη σου να μην παρασυρθεί στην εμφύλια «αδελφοκτονική» (σε επίπεδο ευσεβούς ποθητής τάσης) πολιορκία της συναισθηματικής αλήθειας μεταξύ των δύο αδελφών, των καρπών της ίδιας μήτρας.
Σε αυτό το σημείο ας εξηγήσουμε δύο έννοιες κλειδιά στο εργο οι οποίες έχουν μια βαθύτερη σχέση. «Αδελφές» και «μήτρα» .δελφίς=μήτρα, και μάλιστα ένα γεγονός που αφορά τη μητέρα, το σώμα-φορεα, της ζωοδοτριας μήτρας,θα σταθεί η αφορμή αναζωπύρωσης μιας ήδη υπάρχουσας ανομολόγητης βέβαια, συγκρουσιακής πυρκαγιάς μεταξύ των αδελφών. Χρησιμοποιώ το «ήδη» διότι σιγοκαίει «εδώ και 30 χρόνια» θα παραδεχτεί η μία εκ των δύο αδελφών στους μεταξύ τους διαλογικούς μονολόγους. Και μετά από αυτή την παραδοχή η φωνή τους θα σωπάσει αφοπλισμένη από το επιθετικό πλήγμα της αδυσώπητης αλλά ανεπιτήδευτης μεταξύ τους ειλικρίνειας. Μια ειλικρίνεια που έχει πλέον εξαντλήσει κάθε αποθέμα αντοχής της μετά από το πολυετές «κρυφτό» της καθώς και οι δύο επιθυμώντας ανταγωνιστικά να πληρούν το πρότυπο της υπάκοης στα γονεϊκά κελεύσματα κόρης δεν έπρατταν το οτιδήποτε φάνταζε απειλητικό για την οικογενειακή δυναμική. Τετοια απειλή ήταν και η ειλικρίνεια για τα συναισθήματα που έτρεφε η μία για την άλλη ή που αφορούσε την προσωπική τους ζωή. Έτσι εξαντλημένη η ειλικρίνεια αναδύεται στο φως της ύπαρξης όπως και όλα εκείνα τα οποία έκρυβε μαζί της.
Σεναριακά επίσης θα προσέθετα πως είναι τιμητική η όλη ποιητικά αδειοδοτημενη διαλογική κατάσταση (εξιδανικευμένος ο διάλογος εννοώ διότι σε μια λεκτική σύγκρουση σπανίζει η πλήρης δίχως διακοπές των εμπλεκομένων έκθεση των απόψεων τους. Κανείς δηλαδή δεν ακούει κανένα και προσπαθεί να επιβάλλει τη βούληση του) για εμάς τους θεατές και μάλιστα επιδρά σε εμάς σα μια ωφέλιμη προσομοίωση στη θέση ενός τραγωδού αφού μόνο εκείνοι τολμούσαν και τολμούν (υπάρχουν κατά τη γνώμη μου και σύγχρονοι διότι πολύ απλά δεν έπαψε να υπάρχει το ανθρώπινο δράμα) να αντιμετωπίσουν τη γεμάτο πάθη ανθρώπινη φύση ή ενός ιστορικού. Και δη ενός ιστορικού αυτών των εμφυλίων συρράξεων που αποσιωπώνται συνήθως καθώς οι συγκρούσεις με στην ίδια φυλή, είναι μία ενδεχόμενα υπαρκτή πραγματικότητα την οποία με εθελουσία και δειλή ομφαλοσκοπία(με την κυριολεκτική έννοια της η λέξη) αρνείται ο άνθρωπος να ομολογήσει την ύπαρξη της • εκτός και αν είναι ο Θουκυδίδης ή του διαμετρήματος του τέλος πάντων.
Συνεχίζοντας στη βιωματική εμπειρία σου ως θεατής της παράστασης, προσπαθείς, εσύ σαν ένα σακί πηλού, λοιπόν καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου να δαμάσεις, να πνίξεις υπόκωφα τον οδυρμό που σου προκαλεί ο ανατριχιαστικά λεπτομερειακώς μιλιταριστικής εικόνας, σπαραγμός των δύο αδελφών. Ένας αδελφικός σπαραγμός ίδιας εξελιξης με αυτόν που η Α. Ζέη αποκρυσταλλώνει στο «Καπλάνι της βιτρίνας». Ξεκινα δηλαδή ως αδελφική σχέση θεμελιωμένη στα στερεοτυπικά εσκαμμενα πλαίσια της αμοιβαίας αγάπης και ομονοιας και καταλήγει σε σπαραγμό υψηλού συναισθηματικού φορτίου χωρίς τις τραυματικές διαστάσεις της σχέσεως Jinx-Vi, του διάσημου στην ποπ κουλτούρα των ημερών, σύμπαντος του Arcane³ αλλά περισσότερο της κλίμακας Ηλέκτρας- Χρυσοθεμιδος (είναι οι δύο αδελφές που τόλμησε ο Σοφοκλής να τις εχθρεύσει καθερώνοντας έτσι τον εαυτό του ως έναν από τους πρωτοπόρους που απέκλιναν τολμηρά από το ιδεατό αρχιτεκτόνημα των μονοιασμένων αδελφών, το οποίο συνεχίστηκε να προτιμάται και μεταγενέστερα βλ.αδελφες Μπένετ, «Περηφάνεια και προκατάληψη», «3 Αδελφές» Τσέχωφ κ.τ.λ.).
Και μέσα στον πόνο της συναισθηματικής σου καταπίεσης (καταπίεση, διότι αμπαρώνεις επίμοχθα κάθε εκδήλωση της υποκειμενικής σου συναισθηματικής αντίδρασης μπρος το εκτυλισσόμενο δράμα που θα μπορούσε να «αποβεί μοιραίο» στην έκβαση του), εκεί λοιπόν σ ’αυτόν τον πόνο, αναρωτιέσαι με παιδικά αγνή απορία: «μα πως είναι δυνατόν να ενσαρκώνουν αυτές οι «ποιήτριες ήθους» (ήθος +ποιώ) ανθρωπομορφικά την υποκριτική τέχνη κατεδαφίζοντας την ανασταλτική ατομικότητα της προσωπικότητας τους σε κάθε παράσταση; Μπρος σε αυτό το αναπάντητο ερώτημα, απλώς γονυπετής ασπάζεσαι το μεγαλείο αυτών των ηθοποιών.
Και καταληκτικά θα αλλάξω γωνία λήψης πλάνου και θα παραθέσω την μεταπαραστατιακή προσωπική βιωματική μου εμπειρία (και οι άλλες που τις ανήγαγα τολμηρά σε εσάς τους υποθετικά «συνθεατές μου», προσωπικές μου αντιδράσεις ήταν, απλώς είκασα πως είναι οι τυπικά αναμενόμενες •δηλαδή είναι η τυπική συμπτωματολογία του μέσου θεατή που θα εμφανίζατε, πιστεύω με βεβαιότητα και εσείς αν -μακάρι- παρευρισκόσασταν στην παράσταση).
Εγώ λοιπόν, αυτό το σακί πηλού (που έχω ποιητικά σε αυτό το γονατογράφημα σκαρφιστεί) έχασε πνοή, λαλιά και βηματιστικό σάλτο (δηλαδή έμεινα ακίνητη). Έτσι σα με δυσκολία καταφέρει να σαλέψει κάποια στιγμή, από τη θέση του με τρεμάμενα σκέλη και πάρει το δρόμο της επιστροφής προς το Κυψελιώτικο φτωχικό του, αρχίζει να θλίβεται. Αρχίζει να θλίβεται σα προσπερνά τα φωτεινά «κτίρια τη νύχτα» (επί τη ευκαιρία ακούστε τον ομώνυμο τραγουδοποιό). Αρχίζει, ναι, να θλίβεται θα ομολογήσω ορμώμενη από την ειλικρίνεια των δύο θεατρικών ηρωίδων, διότι καταλήγει συλλογιστικά στο εξής δυστύχημα: ότι υπάρχουν ανθρωπόμορφες σκιάσεις στους φωτεινούς τοίχους που προσπερνά, ότι υπάρχουν άνθρωποι δηλαδή που δε μετείχαν απόψε σ' αυτό το μυστήριο τέχνης και ψυχικής ανύψωσης που είχε την τύχη( όπως αποδεικνύεται)να παρακολουθήσει.
Και πριν το ανθρώπινο πήλινο ράκος (στον οποίο ως θεατής έχω τραπεί) κλείσει τα μάτια μου με μορφική κατάνυξη, ναι, αυτό το σακί πηλού, δοξολογεί για την τύχη του αυτή και ψιθυρίζει ευλαβικά μια προσευχή• «να μπορέσουν όλες οι σκιές υπάρξεων και οι ίδιες οι ανθρώπινες υπάρξεις που οι τελευταίες στα «σμαλτωμένα πλακάκια»*² των φωτεινών κτιρίων που προσπέρασε, κάποια στιγμή να κοινωνήσουν την τέρψη της ανακουφιστικής συναισθηματικής ευκρίνειας των αδελφικών και επαγωγικά των ανθρωπίνων σχέσεων που αυτή η παράσταση απλόχερα προσφέρει.
Και τέλος το πήλινο ράκος (εγώ) αποκοιμιέται νήδυμα στο βυθό του στοχασμού •μα τι στοχάζεται; τι στοχάζομαι, πράγματι; «Πώς υπάρχουν «επίγειες μικρές θεότητες» (όπως οι πρωταγωνίστριες εν προκειμένω) με τέτοια ερμηνευτική δύναμη; Αυτό θα διερωτηθώ στοχαστικά, σιωπηρά και ερμητικά ενδόμυχα.
Και προσέξτε, εγώ «μιλάω για δύναμη» (έκφραση από γνωστά άσμα). Μάλιστα για δύναμη• διότι αυτό, αυτό το ερμηνευτικό χάρισμα που διαθέτουν η Μυρτώ και η Γιούλικα, ταλέντο πλέον δεν του αρμόζει να λέγεται. Βλέπετε δε νομισματοποιείται κάτι ισάξιο ανώτατης προελεύσεως όπως η υποκριτική τους δεινότητα σε αυτή την περίπτωση. Δεν κοστολογείται με κάποια συμβατική νομισματική μονάδα εξαρτώμενη από το δείκτη NASDAQ, είτε τάλαντο (βλ. ταλέντο) είναι αυτή η συναλλαγματική μονάδα, είτε οποιαδήποτε άλλη αστραφτερή υλική ανθρώπινη συμβατική επινόηση. Ένα «ευχαριστώ» εγκάρδιο, θα πω και αυτή τη φορά θα τηρήσω την υπόσχεση σύνοψης της σκέψης μου.
Ένα εγκάρδιο «ευχαριστώ» λοιπόν στις κυρίες Αλικάκη και Σκαφιδά. Και μάλιστα είναι από αυτές τις «δεινοσαυρικής σπανιότητας» καλλιτεχνικές στιγμές στις οποίες ως ευτυχείς και ευλογημένοι (όπως διευκρινιστικά προείπα) οι θεατές, (συμπεριλαμβανομένου εμαυτού), έχουν χρέος να «ρεβερατζάρουν» (=υποκλιθούν) σε αυτές τις «θνητές θεές (οξύμωρα υπαρκτός συνδιασμός) του δράματος». Καθώς με την ερμηνευτική τους προσέγγιση στο έργο, όντως σαν ένας άλλος θεός – δημιουργός έδωσαν πνοή ζωής στο έργο, δράση και το έκαναν «δράμα» (με την αρχαία του εννοιολογική διασταση η λέξη). Εξύψωσαν την υποκριτική τέχνη σε λειτούργημα, από αυτά τα λειτουργήματα με τη θεϊκή χρυσόσκονη (και όχι υποκρισία όπως λανθασμένα ειπώθηκε πρ' ολίγων μηνών από βαθμοφόρο στέλεχος πολιτισμού).
Επεξηγηματικά υστερόγραφα:
Υστερόγραφο Α’
Σακί πηλού γίνεσαι αν τύχει και υπάρξεις θεατής της παράστασης διότι κατορθώνουν οι ηθοποιοί να σε συμπαρασύρουν στον εκμηδενισμό της ναρκισσιστικής εγωκεντρικής σου σκέψης -σημείο των καιρών- που διότι και οι ίδιες υποβλήθηκαν σε αυτή τη διαδικασία αυταπάρνησης του εαυτού τους προκειμένου να αποκτήσουν κοινωνική εποπτεία και με ενσυναίσθηση να καταδυθούν στα άδυτα των ρόλων. Επίσης ως θεατής μετουσιώνεσαι αλληγορικά και συμβολιστικά -πάντα- σε ένα βουβό, αδρανές σακί πηλού διότι απλώς μπρος σε κάτι πρώτογνωρο, το δέος που το συνοδεύει σε θέτει σε σύσσωμο» υπαρξιακό κλονισμό»-συγκλονισμό (σα διάγνωση ακούστηκε). Σύσσωμα κλονισμένος- συγκλονισμένος απομένεις αδρανής όπως προανέφερα, ούτως ώστε να μπορέσεις «να χωνέψεις» τις δύσπεπτες αλήθειες που σαν αιχμηρά βέλη εκ+τοξεύθηκαν στο έργο αλλά και να συνειδητοποιήσεις όπως επίσης προείπα το θαύμα που μόλις είδες να ζωντανεύει μπρος τα έκθαμβα μάτια σου.
Υστερόγραφο Β’
Πήλινο σακί. Γιατί πηλός; Κατά την παράδοση της Παλαιάς διαθήκης, που αποδίδει επίσης συμβολικά τη σαθρή ευαλωτότητα του ανθρώπου στο χθόνιο, χωμάτινο υλικό δόμησης της από το Δημιουργό, βλ. Αδάμ.
Υστερόγραφο Γ’
Στρυφνό το ύφος της εμπειρίας μου, ναι. Γιατί μόνο με μια νιτσεϊκού τύπου, ποιητικά δοκιμιακή προσέγγιση μπορείς να επιχειρήσεις (ποτέ να επιτύχεις) αδρά και πάντα κακόμορφα στο πλαίσιο της ανθρώπινης θνητότητας, να χειροκροτήσεις λεκτικά αυτή την παράταση, με αυτές τις παροιμιώδεις ερμηνείες. Και μια που μας παροτρύνουν και οι ηρωίδες του έργου να υιοθετήσουμε άτυπα ένα δόγμα ειλικρίνειας, θα ήταν τουλάχιστον ασέβεια αχαριστίας να χρησιμοποιήσουμε το απλό γλωσσικό εργαλείο. Καθώς η γλώσσα παραχωρημένη έχει καταντήσει προσβλητικά και ισοπεδωτικά αυθαίρετη. Όποτε επειδή είναι χρονοβόρο και λόγω και άλλων υποχρεώσεων, δε προλαβαίνουμε να εφεύρουμε άλλο γλωσσικό σύστημα ας πρωτοτυπήσουμε δομικά και υφολογικά με το ίδιο γλωσσικό εργαλείο για να τιμήσουμε αυτό το ανεκτίμητο θέαμα (ανεκτίμητο, άνευ κοστολόγησης δηλαδή καθώς επίσης προσβλητική είναι και η οποιαδήποτε μονολεκτική ποιοτική εκτίμηση• καθιστά εκχυδαϊστικά το θέαμα κάτι το αγοραίο). Επίσης η δική μου προσπάθεια θα ήταν καταδικασμένη σε κακομορφία ατέλειας όχι μόνο της θνητότητας μου αλλά και λόγω της νεανικής μου άγνοιας για μια σωρεία πραγμάτων, αλλά λόγω του νεανικού μου ενθουσιασμού. Συνεπώς το τέχνασμα της στριφνής και απαιτητικής λεκτικής έκφρασής ήταν μονόδρομος.
*² «σμαλτωμένα πλακάκια» της πισίνας, εικονοκλαστική έκφραση του θεατρικού κειμένου που με άγγιξε ως πρώην αθλήτρια κολύμβησης. Και τώρα θα αναρωτηθώ: μήπως ως άθλημα η κολύμβηση επιλέχτηκε σκοπίμως συμβολιστικά, δηλαδή σαν ένα παιχνίδισμα γύρω από την έννοια της μήτρας, το β ‘συνθετικό όπως προαναφέρθηκε της λέξης «αδελφός/ή» ; Διότι και στη κολύμβηση αν την παραλληλίσουμε με τη διαδικασία της γέννησης, της εξόδου του εμβρύου- βρέφους(όταν «βγει») από τη μήτρα (διαδικαστική πραγματικότητα που σημειώνεται εμφατικά στην παράσταση) θα συνειδητοποιήσουμε την ομοιότητα όπως διευκρίνισα σε διαδικαστικό και ποιητικό επίπεδο. Π.χ. υδάτινο περιβάλλον μήτρας και πισίνας, η έξοδος-ανάδυση καταλήγει σε αναπνοή ζωής κ.τ.λ. Γενικά μπορεί και να ευσταθεί καθώς είναι διακριτό το αριστοτελικό κυκλικό μοτίβο του «τέλους»=(σκοπού) σε όλες τις έννοιες της παράστασης. Π.χ. έχουμε τη γέννηση και το θάνατο και μελών της οικογένειας (οι γονείς στο παρόν της παράστασης έχουν πεθάνει αλλά παρουσιάζονται αναδρομικά και κομμάτια από τη περίοδο της εν ζωή ύπαρξης και ακμής τους). Και έχουμε γέννηση και θάνατο ανθρωπίνων σχέσεων που ταυτίζονται σε χρονική διάρκεια με τη διάρκεια ζωής των φορέων της σχέσης ή και οχι• καθώς οι σχέσεις αδελφών με τους γονείς τους στο έργο διακόπηκαν με το φυσικό θάνατο των γονέων. Αντιθέτως η σχέση μεταξύ των δύο αδελφών άρχισε φυσικά, με την αρχή της ζωής τους αλλά παρήκμασε και πέθανε δίχως να έχουν πεθάνει και οι συμμετέχουσες σε αυτή τη σχέση αδελφές. Επίσης ως αθλήτρια κολύμβησης έχω ως ενθύμιο στη μνήμη μου ένα ζώο, άρρηκτα συνδεδεμένο με το άθλημα. Το δελφίνι, το οποίο και αυτό ως ουσιαστικό είναι ομορριζο με την αρχαία ονομασία της μήτρας (δελφινι→δελφις(αρχαία =μήτρα)→αυτό το ζώο που έχει μήτρα, και μη ξεχνάμε πως το δελφίνι είναι θηλαστικό). Αυτή είναι μια ακραία εικασία όμως ευλογοφανής διότι το δελφίνι χρησιμοποιείται ευρέως και ποικιλοτρόπως στο χώρο του υγρού στίβου π.χ. από όνομα αθλητικών σωματείων μέχρι λογότυπος στο ρουχισμό ομάδων μέχρι και σε τεχνικό όρο κολύμβησης όπως ο δελφινισμος, το αγγλικά γνωστό ως dolphin kick.
*³ arcane:η σειρά φαινόμενο του δικτύου Netflix, η οποία τυγχάνει να έχει και αυτή ως θεματικό πυλώνα μια τραυματική αδελφική σχέση και τυγχάνει μάλιστα να εμβαθύνει σε αυτή τη σχέση με την εφαρμογή της ίδιας τεχνικής: αυτής της διένεξης σηράγγων στο ψυχικό υπέδαφος.