Είδαμε το «Γκιακ» στο Θέατρο Σταθμός

Είδαμε το «Γκιακ» στο Θέατρο Σταθμός

Μαγνητοφωνημένες ερωτήσεις ιστορικής φύσεως συνοδευόμενες από πολλαπλών επιλογών απαντήσεις ακούγονται σε επανάληψη, όσο οι θεατές οδηγούνται στις θέσεις τους. Η αυτοματοποιημένη - ανδρική - φωνή δεν αποκαλύπτει τις σωστές απαντήσεις κι έτσι ο καθένας μπορεί να κάνει ένα γρήγορο τεστ γνώσεων. Σκέφτομαι… Πόσο καλά θυμόμαστε την Ιστορία; Ή ιδανικότερα, πόσο καλά τη γνωρίζουμε; Μήπως οι πληροφορίες - απ’ όσα μας έμαθαν - εξαντλούνται στις σημαντικότερες έννοιες, στα μεγάλα (πολεμικά) γεγονότα και τις ξεχωριστές προσωπικότητες των αγώνων; Γιατί σταθήκαμε κυρίως στην πρώτη γραμμή, της δόξας; Και τότε τα φώτα σβήνουν, μέχρι που ξανανοίγουν και οι διηγήσεις ανθρώπων ευρέως άγνωστων, που έζησαν τον πόλεμο και την αγριότητά του, ζωντανεύουν την Ιστορία διαφορετικά, μέσα από κομμάτια που έχουν χαρακτήρα πιο προσωπικό και περηφάνια στερημένη.

 

Μια παραλογή, αντί προλόγου, με πρωταγωνιστή το Χάρο μιλά με τρόπο αλληγορικό για την αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης, για ό,τι δηλαδή συμβαίνει και σε έναν πόλεμο. Κι ύστερα ξεκινούν οι αφηγήσεις. Ένας επαναπατρισμένος νέος εγκαταλείπει τον τόπο του όταν συνειδητοποιεί ότι η οικογένειά του τον αποστρέφεται μετά τις αποκαλύψεις του για όσα διέπραξε στον πόλεμο. Ένας στρατευμένος αδερφός σκοτώνει τον συμπολεμιστή του όταν ανακαλύπτει ότι πρόκειται για εκείνον που βίασε και βασάνισε μέχρι θανάτου την αδερφή του. Ένας άλλος φαντάρος αποχαιρετά την αγαπημένη του και μαζί τον έρωτα που, αντί να ανθίσει, προσμετράται ως μία ακόμα απώλεια στη δίνη της μάχης. Δύο άντρες στην ίδια μονάδα «δένονται» κάτω από τις αντίξοες συνθήκες, όμως ο συντηρητισμός της τοπικής κοινωνίας του χωριού τους στέκεται τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο στη σχέση τους. Μεταξύ των παραπάνω, παρεμβάλλονται τα βιώματα του μπαρμπα-Κώτσου, σύντομες στρατιωτικές ιστορίες δοσμένες με χιούμορ που ελαφραίνουν την βαριά ατμόσφαιρα που κουβαλούν οι υπόλοιπες.

 

Άνθρωποι ρημαγμένοι, σαν ζωντανοί-νεκροί, κινούνται μηχανικά σε έναν νοητό κύκλο, προσπαθούν να κρατηθούν όρθιοι, κάτι που όσο περνά ο χρόνος γίνεται και πιο δύσκολο. Κάθε τόσο ένα παλτό αλλάζει χέρια και τότε ο κάτοχός του γίνεται ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που εξομολογείται, βιώνοντας ξανά τις στιγμές που τον στιγμάτισαν. Κι ενώ αυτά συμβαίνουν στο προσκήνιο, λίγο πιο πίσω μια γυναίκα καλεί, με τον τρόπο της, το βλέμμα μας πάνω της. Κάθεται σιωπήλη πίσω από μια ραπτομηχανή που δουλεύει ασταμάτητα. Φτιάχνει παράσημα. Κάποιες φορές διακόπτει την εργασία της για να κουνήσει μαεστρικά το χέρι της, συντονισμένη σε ένα αργόσυρτο στρατιωτικό τέμπο, για να χτυπήσει το πόδι της έντονα και αυστηρά, θαρρείς με ύφος επίπληξης στο αφήγημα της στιγμής, για να περιθάλψει τα λαβωμένα «παιδιά» κοινωνώντας τα με ιάματα κατάλληλα τόσο για το ασθενές τους σώμα όσο και για την πληγωμένη τους ψυχή. Είναι η μάνα, η αδερφή, η σύζυγος; Ή μήπως η πατρίδα, η ίδια η Ελλάδα, που, μετρώντας νίκες και ήττες στο κουρελιασμένο της κουφάρι, επιμένει, επιβιώνει και θρηνεί;

 

Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Ντέλλας, με βάση το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου, συνθέτει ένα κολάζ μαρτυριών ενός εσωτερικού πολέμου, παράλληλου στον εξωτερικό, αυτού του ανθρώπου με την ψυχή του, με τις αφηγήσεις να πραγματοποιούνται σε ένα σκηνικό περιβάλλον που επιμελήθηκε ο ίδιος και ταυτίζεται απόλυτα με την κατάσταση των ηρώων. Ένα μέρος κατεστραμμένο, γεμάτο σκόνη και πολλά μικρά τσιμεντένια τούβλα - κάποια σωρευμένα λειτουργούν ως αυτοσχέδια καθίσματα κι αλλά παραταγμένα καθέτως το ένα δίπλα στο άλλο μοιάζουν με μικρά μνημεία πεσόντων -, που το έδαφός του «στολίζουν», σαν πεταμένα κομφετί, κομμάτια γαλανόλευκου υφάσματος, παράγωγα μιας ραπτομηχανής που βρίσκεται στο βάθος του χώρου, σε κοντινή απόσταση από ένα καρότσι μεταφορών φορτωμένο με δάφνινα στεφάνια, όπως αυτά που κατατίθενται στις επετείους. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, που ενισχύουν καταλλήλως οι φωτισμοί του Παναγιώτη Λαμπή και η τραχιά μουσική/ ηχητική υπόκρουση του Αλέξανδρου Κτιστάκη, ξεδιπλώνονται οι γλαφυρές ερμηνείες των Δημοσθένη Ξυλαρδιστού, Γιώργου Σύρμα, Ευθύμη Χαλκίδη και Αντώνη Χρήστου. Μαζί τους συνυπάρχει αθόρυβα η Θέκλα Γαΐτη με μια ιδιαίτερης σημασίας παρουσία που επικεντρώνεται στη σωματική γλώσσα - ουσιαστική η δουλειά της Μαρίζας Τσίγκα στην απαιτητική κινησιολογική δραστηριότητα των ηθοποιών.

 

Το «Γκιακ» είναι μια παράσταση με ξεχωριστό ενδιαφέρον, προσεγμένη από κάθε άποψη, που θα εκτιμηθεί από τους θαμώνες του θεάτρου και ίσως δυσκολέψει λίγο όσους δεν είναι τόσο εξοικειωμένοι με το συγκεκριμένο «σπορ». Σε κάθε περίπτωση αξίζει η δοκιμασία για όποιους το επιθυμούν.

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.