Είδαμε το Holy Beat και το λατρέψαμε!
2016-04-09Πόσα και πόσα δεν έχουν γραφτεί για το Ουρλιαχτό του Α. Γκίνσμπεργκ; Το αγωνιώδες επιφώνημα μιας χαμένης γενιάς, η κραυγή πόνου της καταπιεσμένης νεολαίας, ο θορυβώδης ύμνος των τρελών και άλλες παρόμοιες δηλώσεις που μεγένθυναν τη φήμη του ποιήματος. Πράγματι είναι πολύ εύκολο κάποιος να γοητευθεί από το Ουρλιαχτό. Τζαζ, οργή, ζωή έξω από τους κανόνες, στοιχεία μιας αποσυμπίεσης ζηλευτής από όλους όσους νιώθουν να βαραίνουν από την καθημερινή ρουτίνα.
Όμως, το Ουρλιαχτό πάει πιο βαθιά. Και το Holy Beat φαίνεται να αφουγκράζεται αυτά τα βάθη. Μοιάζει η προσπάθεια των συντελεστών να ξεμπλόκαρε το «δυναμό» του ποιήματος, αφού βάζοντας τρεις ηθοποιούς να ερμηνεύσουν αντίστοιχες όψεις του Γκίνσμπεργκ, κατάφερε τα εξής: Πρώτα από όλα να αποκτήσει δράση το έργο.Το Ουρλιαχτό, έτσι κι αλλιώς δημιουργήθηκε ως εξωστρεφές ποίημα, αφού στόχος του είναι να διαβάζεται φωναχτά. Ως εκ τούτου δεν ξενίζει η αλληλεπίδραση των ηθοποιών μεταξύ τους, ακόμα και αν το μόνο «σενάριο» που έχουν, είναι το ίδιο το ποίημα. Δεύτερον, η γνωστή φροϋδική διάκριση Υπερεγώ, Εγώ και Αυτό, σχηματοποιείται στη σκηνή, ειδικά με την εμφάνιση της γυναίκας/αστροναύτη (στον ρόλο η Χρ. Γαρμπή) που έρχεται από ψηλά –λες και είναι εντολή που κατέρχεται σαν ουράνια μελωδία θείου οράματος–ανακαλώντας, θέλοντας και μη, ένα ανάλογο βιογραφικό από τη ζωή του Γκίνσμπεργκ, αφού η λοβοτομημένη μητέρα του υπήρξε τεράστια επιρροή στο έργο του. Από τη διανομή των ρόλων, προκύπτει ένα ακόμα ενδιαφέρον αποτέλεσμα καθώς, εκείνος που οπτικά «φέρνει» πιο πολύ από όλους στον Γκίνσμπεργκ, είναι ο Γ. Κισσανδράκης που ενσαρκώνει τη σκοτεινή και βίαιη πλευρά του ποιητή, αφήνοντας στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του Β. Σαφού την πλευρά της «τρέλας». Πέρα από το εξουσιαζόμενο από το οιδιπόδειο ασυνείδητο και τον νομοθέτη Υπερεγώ, ο χώρος της απόλυτης ελευθερίας μας είναι οι επιλογές που κάνουμε στο συνειδητό κομμάτι, και η οπτική ταύτιση του ηθοποιού με τον Γκίνσμπεργκ συνιστά μια «πολιτική» απόφαση για το ποια πλευρά είναι και η βαθμίδα της ποιητικής αυτοπραγμάτωσης.
Το θέμα της αγιότητας που φαίνεται από διάφορα συμβολικά τρικ να διαπερνά όλη την παράσταση,
απαντάται με έναν ιδιαίτερα αιρετικό τρόπο. Η beat παράδοση που συλλέγει όλη τη λεγόμενη 'παραβατικότητα' (ναρκωτικά, ομοφυλοφιλία, ποτό κτλ.) έχει τους δικούς της αγίους, των οποίων οι βίοι είναι γνωστοί. Κέρουακ, Μπάροουζ, Κάρλ Σόλομον και ούτω καθεξής. Ο Γκίνσμπεργκ βρίσκει το άγιο στον αντίποδα των κατηγορημάτων. Δεν υπάρχει καλό, κακό και εφάμαρτες πράξεις, αυτό που θα μας σώσει είναι η μέθη του μυστικιστικού ονείρου, η θεία χάρις της ποίησης. Έτσι, η κριτική της κατανάλωσης, της θυσίας, της ελευθερίας για το αμερικάνικο όνειρο -Μολώχ, Μολώχ- ο καπιταλισμός και τα συμπαρομαρτούντα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η στρέβλωση του ονείρου σε έναν εφιάλτη από τον οποίο αν αφυπνιστούμε ακούγοντας το Ουρλιαχτό, θα ζήσουμε στο φως μιας αγιότητας που αφαιρεί από τις καταστάσεις, τη ζωή και τα αντικείμενα τη συμβατικότητά τους. Ο «τριπλός» Γκίνσμπεργκ, είναι οι τρεις όψεις της αγιότητας· ή διαφορετικά, τρία «ελπιδοφόρα κομμάτια παραισθήσεων», θραύσματα που -σύμφωνα με τον ποιητή- ακόμα δεν έχουν κηλιδωθεί από την καταπιεστική εξουσία.
Εν τέλει, το Holy Beat είναι μια σημαντική παράσταση με αρκετές αρετές, σωστή διαχείριση των δυνατοτήτων των τριών εξαιρετικών ηθοποιών και με πολύ καλό ρυθμό. Ο υποβλητικός φωτισμός, η ατμόσφαιρα, η ζωντανή μουσική και ο χώρος που έχει μετατραπεί σε μπαρ, είναι σίγουρο πως θα σας ταξιδέψουν μεμιάς στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα.