Είδαμε: "Τρεις αδερφές" του Α. Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Μ. Μαγκανάρη // Στη Μόσχα με πορεία συμβατική
2025-04-12
Το κείμενο του Τσέχωφ, γραμμένο το 1900, αποτελεί σπουδή για τον ψυχισμό των ανθρώπων των αρχών του 20ου αιώνα, που αποδεικνύονται απροετοίμαστοι και αδύναμοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Το πέρασμα σε μια νέα ζωή φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, μάλλον ανέφικτη στην πραγμάτωσή της. Βασικό εμπόδιο αποτελεί η ρουτίνα της καθημερινότητας. Ενδεικτικό είναι ότι ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο του «κωμωδία» και τους ήρωές του «αφελείς», καθώς όντες άπραγοι, εθελοτυφλούν σε προσδοκίες, ώσπου έρχονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και ως επακολουθο τη ματαίωση. Τρεις αδερφές, η Μάσα, η Όλγα και η Ιρίνα, μαζί και ο αδερφός τους ο Αντρέι, ξεμένουν μετά τον θάνατο του στρατιωτικού πατέρα τους στο μέρος της τελευταίας του μετάθεσης, μια παράτερη πόλη της ρωσικής επαρχίας. Οι συγγενείς και οι γνωστοί του πατέρα τους λειτουργούν ως ανάμνηση της αστικής ζωής και του πολιτισμού, διατηρώντας ζωντανή την ελπίδα της επιστροφής στη Μόσχα, την ιδανική πόλη των παιδικών τους χρόνων. Ένα όνειρο, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, απατηλό, καθώς ο χρόνος περνά και τίποτα δεν αλλάζει. Οι ήρωες εξαντλούνται απλώς σε φλυαρίες, η καθημερινότητα τελικά κυριαρχεί και τους στοιχειώνει. Καμιά πρωτοβουλία, η Μόσχα θα παραμείνει ουτοπία, μια ψευδαίσθηση.

Η σκηνοθεσία της Μαρίας Μαγκανάρη δεν έχει εκπλήξεις και ανατροπές. Δομημένη κειμενοκεντρικά και με συντηρητικό τρόπο παρουσιάζει τους ήρωες, που λίγο-πολύ βρίσκονται συνεχώς ενώπιον του κοινού, να ανεβαίνουν σε ένα υπερυψωμένο βάθρο, το σκηνικό, και να λένε τα δικά τους. Μια αίσθηση πειραματικής σύλληψης. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι ευδιάκριτη η εντεινόμενη πορεία που οδηγεί σε συνταρακτική κατάληξη. Το ενδιαφέρον για την υπόθεση ατονεί, στεκόμαστε -αναγκαστικά- στο κείμενο και στις ερμηνείες. Η ψυχογραφική διάσταση του έργου μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και εκ του αποτελέσματος προκύπτει μια μονότονη οπτική, που δυσκολεύεται να μεταφέρει μηνύματα και να βρει απήχηση στο σήμερα. Η συσσώρευση του πόνου, η ρουτίνα, η διάψευση των ονείρων απασχολούν αδρά. Παρά ταύτα, η αποδόμηση του ουσιαστικού σκηνικού χώρου λειτουργεί υπέρ του θεατή, καθώς δημιουργείται, όχι τόσο με τα τεκταινόμενα, όσο με τις μορφές-ήρωες, αμεσότερη σχέση. Λίγες δυνατές εικόνες, όπως εκείνη η ποιητική του τέλους, ενδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τη συνθήκη αυτή. Ο θίασος στο σύνολό του διεκπεραιώνει το σκηνοθετικό όραμα. Στους πιο κεντρικούς ρόλους η Μαρία Σκουλά αποδεικνύει τη θεατρική της πείρα και ξεχωρίζει ως Μάσα, αλλά και συγκριτικά με τις ικανοποιητικές, αλλά κάπως συμβατικές ερμηνείες από τις Αμαλία Καβάλη (Όλγα) και Νάνσυ Σιδέρη (Ιρίνα). Οι ανδρικές ερμηνείες υπερτερούν, ο Γιωργής Τσαμπουράκης ως Βερσίνιν κουβαλά τη συσσωρευμένη απελπισία, ενώ στον Αινεία Τσαμάτη διακρίναμε έναν εξελίξιμο Αντρέι, που φτάνει στην παραδοχή της ήττας. Αξιοσημείωτη η με συμβολική κυρίως διάσταση σύντομη παρουσία του αγνώριστου Αντώνη Γκρίτση (Φεράποντ).

Σύνολο: Καλή ευκαιρία να γνωρίσει κάποιος το εμβληματικό κείμενο του Τσέχωφ. Η προσπάθεια διακρίνεται από καλές ερμηνείες, προσδοκούσαμε, ωστόσο, πιο τολμηρό και σύγχρονο σκηνοθετικό βλέμμα.

Ταυτότητα παράστασης: εδώ
Εισιτήρια: ΕΔΩ (sold out)
