Είδαμε " Τρεις ψηλές γυναίκες" του Ε. Albee σε σκηνοθεσία R. Wilson / Φτιαγμένες από πορσελάνη, σαν σε παραμύθι
2023-12-11Κείμενο βαθιά υπαρξιακό αυτό του Έντουαρντ Άλμπι (1991), ταυτόχρονα αυτοσαρκαστικό, καθώς πηγές έμπνευσης ήταν η δική του θετή μητέρα και η -αρνητική- σχέση του μαζί της. Συναντάμε την εν λόγω γυναίκα σε προχωρημένη ηλικία, σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι, πλαισιωμένη από δύο νοσηλεύτριες, που παίρνουν τη μορφή του νεότερου εαυτού της. Στην ουσία έχουμε μια ιστορία αναπόλησης, που περνά από εξομολογητικές διαδρομές για να καταλήξει σε διαπίστωση αυτογνωσίας και μιας προσωπικής θεώρησης της ευτυχίας.
Παλιές ιστορίες, αναμνήσεις ως αντικατοπτρισμοί, το απόσταγμα του έρωτα, η σοφία της εμπειρίας, όλα αυτά κουβαλά η Α μαζί της στον νοσοκομειακό θάλαμο προσμένοντας πια μόνο τον θάνατο. Και όμως σε αυτό το καρτερικό φινάλε δεν θα είναι μόνη. Τρεις γυναίκες εμφανίζονται, ως όψεις του αλλοτινού της εαυτού. Η πρώτη (η Α), ενενήντα δύο ετών, είναι κοντά στο παρόν της, η δεύτερη (η Β), πενήντα δύο ετών, είναι εκείνη της μέσης ηλικίας της και η τρίτη (η Γ), είκοσι έξι ετών, η ίδια στη νιότη της. Στη συνθήκη αυτή πλάθονται οι χαρακτήρες, εν προκειμένω οι εκδοχές της μονοπρόσωπης ηρωίδας: η μικρότερη με έπαρση απορρίπτει τη βαλτώδη στασιμότητα των άλλων δύο, μιλάει με ενθουσιασμό για το μέλλον της και αποτροπιασμό προς εκείνες: «δεν θα γίνω σαν εσάς». Η δεύτερη προσπαθεί να την ηρεμήσει και να τη συγκρατήσει: «Συμβιβάσου», της φωνάζει, «το τώρα είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή». Και η τρίτη, η γηραιότερη, προτάσσει τη δική της “νίκη”: «Κατάφερα και επιβίωσα. Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή. Όταν όλα πια έχουν τελειώσει. Και μπορούμε να σταματάμε».
Με τη γνώριμη ολιστική διαχείριση του χώρου και του χρόνου ο Ρόμπερτ Γουίλσον στήνει ένα σύμπαν υψηλής αισθητικής, σαν τελετουργικό παραμυθιού: τρεις «πορσελάνινες» κούκλες ζωντανεύουν από μουσικό κουτί και εξιστορούν την πορεία του χρόνου, έτσι όπως ποικίλα πλάθεται σε στάδια του, με τις προσδοκίες, τις ελπίδες, τα όνειρα, τις απογοητεύσεις, τις διαψεύσεις, την κατάληξη. Μια αναποδογυρισμένη καρέκλα έρχεται να δηλώσει το τέλος της μνήμης, της ζωής και της ιστορίας μας. Ένα λιτό, αλλά οπτικά αρκούντως εντυπωσιακό σκηνικό, με ένα λευκό κρεβάτι στη μέση και τρεις γυναίκες με αναγεννησιακή εμφάνιση είναι ό,τι πλαισιώνει τη σκηνή. Πού βρισκόμαστε; Τα κύματα που ακούγονται παραπέμπουν σε ακρογιάλι, το λευκό κρεβάτι σε θάλαμο νοσοκομείου, οι καλοντυμένες γυναίκες σε σαλόνι μεγαλοαστών. Ίσως στον κόσμο του ονείρου, ίσως σε εκείνη τη στιγμή της αναχώρησης από τον επίγειο κόσμο, που όλα στιγμιαία επιστρέφουν σε ένα αποχαιρετιστήριο flash back. Το σκηνικό κάδρο δεν εναλλάσσεται, η εικόνα των τριών -στατικών ως επί το πλείστον γυναικών-, δίνει το προβάδισμα στο κείμενο, να ακουστεί, να βγει έξω από την κορνίζα του. Και έτσι γεννιέται το συναίσθημα και η συγκίνηση. Τρεις διαφορετικές εξωτερικές φωνές που βρίσκουν απήχηση στο εσωτερικό του καθενός μας, νοημαδοτώντας την ευτυχία, η καθεμιά από τη δική της -χρονική- σκοπιά. Ασφαλώς το εγχείρημα οφείλει πολλά στις τρεις σπουδαιότατες ερμηνείες, της Ρένης Πιττακή (γηραιότερη εκδοχή ηρωίδας), της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη (μέση ηλικία), Λουκίας Μιχαλοπούλου (νέα). Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσει να μιλήσει κανείς για την πιο ξεχωριστή, γιατί όλες στον ρόλο τους ανταποκρίνονται θαυμαστά, ιδιαίτερα αφήνοντας το πρώτο μέρος με τις επαναλμβανόμενες εκφράσεις (συμβολίζοντας ίσως τη βαρεμάρα της μεγαλοαστικής τάξης) και περνώντας στο δεύτερο, το πιο ρέον και ανθρωποκεντρικό. Άψογα συντονισμένες, άκαμπτες μέσα στα ογκώδη φορέματά, τις περούκες και τις μάσκες τους (σημαντική η δουλειά της Μαριάνας Καβαλλιεράτου στη διδασκαλία της κέρινης ακινησίας), δημιουργούν λόγο και έκφραση παρά το ασφυκτικό περιβάλλον, “αντεπιτίθενται” η μία στην άλλη, αλληλοσυμπληρώνονται, όπως εξάλλου απαιτεί και το παζλ της μοναδικής ηρωίδας που πλάθεται από τον Άλμπι. Τα σύντομα περάσματα του Αλέξη Φουσέκη στον ρόλο του γιου (του ίδιου του Άλμπι δηλαδή) θεωρούνται διευκρινιστικές παρεμβάσεις, αν και το τέχνασμα θα μπορούσε να περιοριστεί σε ένα μόνο, αρχικό στιγμιότυπο, που θα τοποθετούσε στην ιστορία και στο πλαίσιό της. Τα κοστούμια της Φλάβια Ρουγκέρι αποτελούν από μόνα τους έργα τέχνης, παραπέμποντας σε κυρίες των τιμών, ανάλογες με αυτές των μύθων του Ντίκενς και των ταινιών του Μπάρτον. Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου έδωσε πνοή στο παραμυθητικό πνεύμα της παράστασης.
Σύνολο: Μια σπάνια δουλειά ήρεμης δύναμης, περίπτωση γοητευτικού συνδυασμού εικαστικού σύμπαντος και άρτιων ερμηνειών.
Ταυτότητα της παράστασης & εισιτήρια: εδώ