Είδαμε: «Ζωρζ & Φρεντερίκ: Ποιητές του Ονείρου» στο Ηρώδειο
2024-10-10Με ένα λευκό τριαντάφυλλο - σύμβολο ενότητας, αγάπης και σεβασμού, λάβαρο στις χαρές και στους αποχαιρετισμούς - που αφήνει ιεροτελεστικά πάνω στο πιάνο, η Ζωρζ Σαντ έρχεται στη σκηνή και αποτίει φόρο τιμής στον παντοτινό αγαπημένο της, Φρεντερίκ Σοπέν. Μιλά για εκείνον με θαυμασμό, για την προσωπικότητά του και τα έργα του, κι είναι σαν να του αφιερώνει έναν επικήδειο, φέρνοντάς τον ξανά στη ζωή, κοντά της. Οι μελωδίες του ακολουθούν τις σκέψεις της κι ενώ εκείνη σιγά σιγά αποχωρεί, η μορφή του παίρνει τη θέση της.
Ο Φρεντερίκ θυμάται τα παιδικά του χρόνια στη Βαρσοβία, τις συναυλίες του στη Βιέννη, τη διαμονή του στο Παρίσι και τη Ζωρζ, η οποία επιστρέφει ενώπιον του κοινού και μαζί, μέσα από μουσικές και μνήμες, αναβιώνουν την πρώτη τους γνωριμία, τις στιγμές έρωτα στη Μαγιόρκα, την αναγκαστική επιστροφή τους στη Γαλλία λόγω της εξασθενημένης υγείας του και τις έντονες συγκρούσεις τους που οδηγούν στον οριστικό χωρισμό.
Ο σκηνοθέτης Jaroslaw Killian χρησιμοποίησε τη σκηνή του Ηρωδείου ως «αποθήκη μνήμης», ως τον ιδανικό χώρο για να τρυπώσει σε διάφορα σημεία αντικείμενα - τη βαλίτσα, τα γάντια και τις παρτιτούρες του Σοπέν, τα βιβλία της Σαντ, εφημερίδες της εποχής - που σχετίζονταν με κάποια από τα γεγονότα της ζωής των δύο καλλιτεχνών και που ζωντάνεψαν την αναπαράσταση των αναμνήσεών τους. Με αυτό τον ντελικάτο τρόπο, οδήγησε τις δύο προσωπικότητες του παρελθόντος στο παρόν μας, χωρίς όμως να αφαιρέσει από την παρουσία τους την αισθητική της εποχής που εκπροσωπούσαν. Η Ζωρζ και ο Φρεντερίκ ταξιδεύοντας στην αιωνιότητα, λοιπόν, έκαναν μια στάση στο σήμερα και έγιναν για μια νύχτα ποιητές, δημιουργοί δηλαδή, ενός ονείρου που κάποτε ήταν η πραγματικότητά τους, είτε κοιτάζοντας την ιστορία τους πιο αποστασιοποιημένα ως αφηγητές, είτε εισχωρώντας σε αυτή οι ίδιοι ως πρωταγωνιστές της - μια ωραία εναλλαγή στην οποία στήριχθηκε η δραματοποίηση της θεατρολόγου Ελισάβετ Παπαγεωργίου.
Την αντισυμβατική σχέση της Σαντ και του Σοπέν κλήθηκαν να αποδώσουν ερμηνευτικά η Μαριλίτα Λαμπροπούλου και ο Δημήτρης Λάλος, δύο ηθοποιοί που έχουν αγαπηθεί από τον κόσμο για το δέσιμό τους τηλεοπτικά, επισφραγίζοντας την καλλιτεχνική συνεργασία τους και θεατρικά με ένα ισχυρό ταίριασμα που ισορροπούσε μεταξύ λογικής και ευαισθησίας - χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προσώπων που υποδύονταν. Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου ως Ζωρζ ήταν γήινη, δυναμική, βαθιά συναισθηματική, ενώ ο Δημήτρης Λάλος ως Φρεντερίκ ήταν αιθέριος, εύθραυστος, πνευματώδης. Και οι δύο κινούνταν στο σκηνικό χώρο με άνεση, όσο για την αλληλεπίδρασή τους, χαρακτηριζόταν από φυσικότητα και συγκινητική τρυφερότητα.
Συνοδοιπόρος τους σε αυτή τη θεατρική διαδρομή ήταν η μουσική, κλασικά κομμάτια, κυρίως του Σοπέν, αριστοτεχνικά εκτελεσμένα από την πιανίστρια Τατιάνα Παπαγεωργίου και την Ορχήστρα Εγχόρδων του Βασιλικού Κολεγίου Μουσικής του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Patrick Bailey, με την συμμετοχή της σοπράνο Ματίνας Τσαρουχά.
Μέσα από την ρομαντικής και νοσταλγικής διάθεσης παράσταση, η Ζωρζ και ο Φρεντερίκ μας θύμισαν με τα λόγια τους που ξεχείλιζαν από την ψυχή τους, πώς ένα ακαταμάχητο συναίσθημα, όπως ο έρωτας, δίνει ζωή στο όνειρο. Κι εκεί ακριβώς που το όνειρο συναντά την πραγματικότητα, με τον συλλογισμό του Σοπέν «Mε τη μουσική μου τι κατάφερα; Και την καρδιά μου που την ξόδεψα;» γράφτηκε ο επίλογος που θα μπορούσε να γίνει μετέπειτα η αφορμή για έναν προσωπικό απολογισμό, βάζοντας στη θέση της λέξης «μουσική» ο καθένας ό,τι θέλει.