Η συγγραφέας Σοφία Νικολαΐδου στο deBόp | Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
2020-07-09Η Σοφία Νικολαΐδου σπούδασε κλασική φιλολογία και αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Για 26 χρόνια δίδαξε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ενώ από το 2019 διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή σε μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, στο Εργαστήρι Βιβλίου του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου καθώς και σε σεμινάρια είτε εντός πανεπιστημίου είτε σε πολυχώρους πολιτισμού (Μεταίχμιο, Ιανός κ.λπ.). Παράλληλα γράφει («Στο τέλος νικάω εγώ», «Καλά και σήμερα. Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος», «Απόψε δεν έχουμε φίλους», «Χορεύουν οι ελέφαντες» κ.α) - τα βιβλία της μάλιστα έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ η ίδια έχει τιμηθεί με διακρίσεις για τα έργα της. Πριν λίγο καιρό, Μάιο μήνα, κυκλοφόρησε το τελευταίο της βιβλίο, «Το χρυσό βραχιόλι» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Διαβάζοντάς το, γεννήθηκε η ανάγκη να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τη συγγραφέα του. Κι εκείνη αποδέχθηκε την πρόταση. Μας μίλησε για την αξία των σπουδών, την ανάγκη για ένα καλύτερο μέλλον αλλά και το πώς προέκυψε αυτή η ιδέα που έγινε βιβλίο.
Πριν από λίγο καρό κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο «Το χρυσό βραχιόλι» από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Αγωνία για το πώς θα το υποδεχτεί ο κόσμος ή ανακούφιση που πλέον είναι στα βιβλιοπωλεία, διεκδικώντας μια θέση στις βιβλιοθήκες μας;
Χαρά, όπως με κάθε καινούργιο βιβλίο, όταν επιτέλους το πιάνω στα χέρια μου. Αγωνία, σίγουρα, αλλά και η αίσθηση ότι τώρα πια τίποτε δεν εξαρτάται από τη συγγραφέα (γέλια). Όπως με ένα παιδί, που ενηλικιώνεται, παίρνει τον δρόμο του και κάνει τη ζωή του.
Πόσο εύκολο συγγραφικό είδος είναι η καταγραφή των μαρτυριών; Υπάρχουν κάποιοι κανόνες;
Η αποτύπωση της προσωπικής ιστορίας των ανθρώπων προϋποθέτει σίγουρα σεβασμό σε αυτούς που σου ανοίγουν την καρδιά τους, αλλά και αφηγηματική ενσυναίσθηση. Σε ένα τέτοιο βιβλίο έχει σημασία να δημιουργείται η αίσθηση στον αναγνώστη ότι η αφήγηση κυλάει σαν το νερό, ότι υπάρχει ένα αυτί που τα καταγράφει όλα. Βέβαια δεν είναι ακριβώς έτσι. Όπως μια μυθοπλαστική αφήγηση μπορεί να δημιουργεί την εντύπωση ότι γράφτηκε μια κι έξω, ενώ αυτή ακριβώς η αίσθηση του ρυθμού είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας, έτσι και στις μαρτυρίες υπάρχει το αφηγηματικό μοντάζ που υπηρετεί την ευρύτερη σύνθεση και μια ξεκάθαρη κεντρική ιδέα που ενορχηστρώνει όλες τις ιστορίες και τις φωνές. Μοιάζει πιο πολύ με ψηφιδωτό, έχει σημασία πώς θα συνδυαστούν τα κομμάτια. Όχι μόνο οι ιστορίες μεταξύ τους, αλλά και οι φράσεις, ακόμα και οι λέξεις μέσα στις φράσεις. Για να αναδειχθεί η αυθεντικότητα της προσωπικής φωνής και η εσωτερική θέρμη της ανθρώπινης εμπειρίας χρειάζεται δουλειά. Δουλειά που δεν φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού – και ευτυχώς. Όσο για τους κανόνες, φυσικά και υπάρχουν όπως σε όλα τα πράγματα. Ευτυχώς όμως στην τέχνη οι κανόνες υπάρχουν για να καταρρίπτονται. Οπότε μπορεί κανείς να είναι συγγραφικά άτακτος (γέλια), έχοντας πάντα στο μυαλό του το τελικό αποτέλεσμα αλλά και τον σεβασμό στο υλικό του. Ένα βιβλίο είναι ζωντανός οργανισμός, με καρδιά που πάλλεται. Υπακούει στους δικούς του κανόνες.
Σε συνέντευξή σας δηλώσατε πως αυτό το βιβλίο θέλατε να το γράψετε χρόνια. Ποια ήταν η αιτία για αυτή την επιθυμία;
Αυτές τις ιστορίες τις μάζευα από τότε που πρωτοάρχισα να γράφω, πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Σωρεύονταν χαρτάκια στο γραφείο μου, μαγνητοφωνήσεις και σημειώσεις. Δεν ήξερα τι να τα κάνω. Ώσπου ένα μεσημέρι πριν από χρόνια, είμαστε μαζεμένοι σε ένα οικογενειακό τραπέζι στο πατρικό μου. Κάποια στιγμή βγήκαν τα άλμπουμ κι εκεί, ανάμεσα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ανέσυρα έναν σχολικό έπαινο της μαμάς μου. Ήταν από την τελευταία τάξη του σχολείου, η μαμά μου τελείωσε το σχολείο το 1953. Έγραφε «Αιέν αριστεύειν», σημείωνε τον άριστο βαθμό 19,1 και πλάι του το όνομα και το επάγγελμα του παππού: «εργάτης». Τα παλιά απολυτήρια και οι έπαινοι σημείωναν, ξέρετε, το επάγγελμα του πατέρα. Πρώτη φορά το έβλεπα γραμμένο. Άναψαν τα φώτα του μυαλού, συγκινήθηκα. Τότε το αποφάσισα. Είπα θα γράψω αυτό το βιβλίο.
Και έτσι άρχισε η συστηματική έρευνα, οι συνεντεύξεις και τα ταξίδια ανά την Ελλάδα. Στο «Χρυσό βραχιόλι» τρεις γενιές Ελλήνων, η δική μας γενιά, η γενιά των γονιών μας και η γενιά των παιδιών μας αφηγούνται την ιστορία τους. Όλοι τους είναι οι πρώτοι στην οικογένειά τους που σπούδασαν, όλοι τους φόρεσαν «το χρυσό βραχιόλι». Χρυσό βραχιόλι, έλεγαν στα χωριά της Μακεδονίας το πτυχίο οι παλιές γιαγιάδες. Ένα πτυχίο για το παιδί. «Το χρυσό βραχιόλι» είναι, για μένα, η ειρηνική επανάσταση που συντελέστηκε στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα. Μια επανάσταση με όπλο τις σπουδές και τα γράμματα, που άλλαξε τη χώρα. Άνθρωποι που πάλεψαν, πήραν το «χαρτί» και άλλαξαν ζωή.
Πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκαν οι Πανελλήνιες και όπως κάθε χρονιά έτσι και φέτος χιλιάδες μαθητές κυνήγησαν μια ευκαιρία στα ακαδημαϊκά έδρανα. Έχοντας διδάξει τόσο στη Δευτεροβάθμια όσο και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, θεωρείτε πως οι νέοι σπουδάζουν από δική τους ανάγκη ή εξαιτίας του κοινωνικού τους περίγυρου;
Έχω διδάξει είκοσι έξι χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως φιλόλογος και από πέρυσι
διδάσκω Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ. Αυτό που μπορώ να σας πω και είναι κάτι που προέκυψε από την έρευνα και τις προσωπικές ιστορίες που μου χάρισαν τα παιδιά της νεότερης γενιάς, που τώρα βρίσκονται στην ηλικία μεταξύ των 20-30, είναι πως όλοι τους, παρόλο που ζορίζονται οικονομικά, παρόλο που πολλοί δουλεύουν στην εστίαση για να τα βγάλουν πέρα, αναγνωρίζουν ότι οι σπουδές είναι ένα παράθυρο στον κόσμο. Οι περισσότεροι λένε ότι η εμπειρία που χαρίζει το πανεπιστήμιο και τα χρόνια που επενδύει κανείς στη γνώση είναι κάτι για το οποίο αξίζει να μοχθήσει κανείς. Βέβαια υπάρχει και η παθογένεια που γεννά η εμμονή της ελληνικής οικογένειας αλλά και της ελληνικής κοινωνίας με τα γράμματα: η πίεση στα παιδιά για να δηλώσουν υψηλόβαθμες σχολές, ασχέτως με τις πραγματικές επιθυμίες και τις ουσιαστικές τους ικανότητες. Η αντίληψη «πάρε εσύ το πτυχίο και μετά θα δεις τι θα κάνεις. Κι ας μη το χρησιμοποιήσεις. Αλλά να πάρεις το χαρτί». Έχουν καταστραφεί ζωές κι έχουν στραγγαλιστεί επιθυμίες με αυτή την τακτική, όπως όλοι ξέρουμε.
Στις αφηγήσεις του βιβλίου σας διαβάζουμε κι αφηγήσεις μεταναστών. Αλήθεια, πώς εξηγείτε το γεγονός πως οι γονείς πιέζουν τα παιδιά τους προς το να σπουδάσουν; Τελικά μήπως δεν είναι τόσο «ελληνικό» το φαινόμενο;
Ξέρετε, επειδή ανήκω σε προσφυγικό σόι, κάποιες ιστορίες μεταναστών δεύτερης γενιάς μού θύμιζαν ιστορίες που άκουγα στο σπίτι μου για τον δικό μου παππού. Στην περίοδο της Κατοχής ήταν στη φυλακή και έγραφε γράμματα στη γιαγιά με μία και μόνη κάθε φορά επωδό «δεν θα τα στείλεις τα παιδιά στα χωράφια, άκουσες; Δεν θα τα σταματήσεις από το σχολείο».
Αντιστοίχως, μια Αλβανίδα μάνα σήμερα έλεγε στον γιο της: «Δεν μπορείς να διαβάσεις, παιδί μου; Εδώ είναι τα θερμοκήπια». Και το παιδί, φοιτητής πια, υπερασπίστηκε τη μάνα του με θέρμη: «Δεν το έλεγε από κακό, κυρία, αυτή ήταν η αλήθεια». Μια Ουκρανή καθαρίστρια μου εξομολογήθηκε ότι τηλεφώνησε σε όλες τις κυρίες που καθάριζε τα σπίτια τους στο Πανόραμα, για να ανακοινώσει ότι η κόρη της πέρασε στην Ιατρική Αθηνών. Και ξέρετε ποιο είναι το παράξενο; Η γυναίκα ζούσε στη Θεσσαλονίκη, το παιδί θα μπορούσε να δηλώσει την Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης και να φοιτήσει εκεί. Όμως ήταν διατεθειμένη να στερηθεί τα πάντα για να πληρώσει τις σπουδές της κόρης της στην Αθήνα. Μου είπε μάλιστα για τη σχολή «δεν είχε πιο ψηλά, γι’ αυτό τη διάλεξε».
Αυτό που νομίζω ότι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι οι σπουδές είναι ο τρόπος αρκετών ανθρώπων που δεν έχουν χρήμα και δύναμη, ακόμα και σήμερα, να αποκτήσουν αξιοσέβαστο επάγγελμα και άνετη ζωή. Εδώ δεν είναι τα λεφτά το ζητούμενο, οι σπουδές είναι το εισιτήριο για μια άλλη ζωή. Αν κάποιος θέλει να κάνει λεφτά, υπάρχουν πιο γρήγοροι και πιο εύκολοι τρόποι.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο, κυρίως τις αφηγήσεις των μεγαλύτερων σε ηλικία, συνειδητοποιεί πως η εκπαίδευση ίσως να είναι προνόμιο των εχόντων τελικά. Με την υγειονομική και τη συνεπαγόμενη οικονομική κρίση που βιώνουμε, πιστεύετε πως η εκπαίδευση θα αποκτήσει περισσότερο ελιτίστικο χαρακτήρα, αφού οι φτωχοί δεν θα έχουν απαραίτητα ως προτεραιότητα την εκπαίδευση αλλά την επιβίωση;
Έχετε τόσο δίκιο… Αυτό δεν ήταν πάντα όμως; Οι άνθρωποι που γονατίζουν από τον βιοπορισμό δεν είναι εύκολο να επενδύσουν στη μόρφωση και στη χαρά της γνώσης. Γι’ αυτό αυτές οι ιστορίες είναι συναρπαστικές. Γιατί οι αφηγητές παλεύουν με τα θηρία και καταφέρνουν να πετύχουν τόσα πράγματα μόνοι τους, με όπλο το μυαλό και τις γνώσεις τους, παρά τις αντιξοότητες. Όπως λέει ένας αφηγητής: «Με πιάνουν ενοχές που τα κατάφερα εγώ και άλλοι όχι… Κάτι σαν το σύνδρομο των Εβραίων που επέζησαν, ενώ σκοτώθηκαν εκατομμύρια δικοί τους». Γι’ αυτόν τον λόγο, το έργο του δημόσιου σχολείου είναι πολύτιμο, όπως αναφέρει ένας άλλος αφηγητής που πάλεψε για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: «Τότε πιστεύαμε ότι υπήρχε κάτι έξω από εμάς, κάτι μεγαλύτερο. Η εκπαίδευση. Η γλώσσα που μιλάμε. Το καλό δημόσιο σχολείο. Αυτή ήταν η έγνοια μας τότε, να μειώσουμε τις ανισότητες, να φροντίσουμε τα παιδιά του κόσμου. Η δική μας γενιά πάλεψε γι’ αυτά».
Μια άλλη παράμετρος που θέτουν οι αφηγήσεις είναι οι διαφορές του ελληνικού ακαδημαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος σε σχέση με τα αντίστοιχα άλλων χωρών – η ακαδημαϊκή εκπαίδευση φαίνεται να είναι μέρος της κουλτούρας χωρών, όπως η Αγγλία, οι ΗΠΑ. Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη παθογένεια στο ελληνικό πανεπιστήμιο και ποιο το μεγάλο πλεονέκτημά του σε σχέση με τα πανεπιστήμια του εξωτερικού;
Πράγματι, ορισμένοι από τους αφηγητές επιμένουν στην προίκα που τους χάρισε κυρίως το αγγλοσαξονικό εκπαιδευτικό σύστημα, με τον εμπειρισμό του και την επιμονή του στην κριτική σκέψη. Εκεί ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τη μάθηση μέσα από τη δράση και όχι τη θεωρία. Το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είναι ένα πράγμα ούτε βέβαια τα πανεπιστήμια του εξωτερικού ανήκουν σε μία και μόνη κατηγορία, οπότε οι γενικεύσεις μάλλον συσκοτίζουν αντί να φωτίζουν. Το ελληνικό πανεπιστήμιο πάντως πάσχει σε μεγάλο βαθμό από την καταβύθιση στη θεωρία και την απαξίωση της πράξης και της πρακτικής. Δεν συνδέεται, τις περισσότερες φορές, με την πραγματική ζωή. Ούτε καν με το επάγγελμα, γεγονός που δημιουργεί παθογένειες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλοί φωτισμένοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, νησίδες λαμπρής ακαδημαϊκής ζωής. Ο Έλληνας φοιτητής δεν έχει ενημερωμένες βιβλιοθήκες, σύγχρονα εργαστήρια, ευκολίες στα πόδια του. Είμαστε μια φτωχή χώρα και αυτό φαίνεται, φυσικά, στις υποδομές. Από την άλλη, πολλοί φοιτητές αλλά και διδάσκοντες καλύπτουν τα κενά του υλικοτεχνικού πλαισίου και των υποδομών κάποιες φορές με απίστευτη επινοητικότητα. Νομίζω πως μαθαίνουν να λειτουργούν, εκτός των άλλων, και σε συνθήκες κομάντο (γέλια). Δεν τους τρομάζουν και πολλά, κι αυτό, όπως και να το κάνουμε, είναι προσόν. Τα βγάζουν πέρα στα δύσκολα.
Τι θα συμβουλεύατε το παιδί σας στο θέμα «σπουδές»; Να σπουδάσει ή όχι;
Δεν είμαι καλή στις συμβουλές, άλλωστε η καλύτερη συμβουλή είναι η πράξη. Ανήκω σε μια γενιά που πίστεψε και πιστεύει στα γράμματα. Ακόμα κι αν δεν πω τίποτα, φαίνεται στον αέρα που αναπνέω. Αυτά τα πράγματα τα παιδιά δεν χρειάζονται λόγια για να τα καταλάβουν, τα πιάνουν με το βλέμμα.
Είναι τα γράμματα που σε κάνουν άνθρωπο; Ή υπάρχει και κάτι άλλο;
Κοιτάξτε, όπως σας είπα ανήκω σε μια γενιά που πίστεψε στα γράμματα. Ξέρετε αυτή η φράση, «τα γράμματα», με συγκινεί ακόμα βαθιά. Έτσι τα έλεγαν οι παλιοί, δεν έλεγαν το πτυχίο, δεν έλεγαν οι σπουδές, έλεγαν «τα γράμματα». Κι ενώ πια το έχω δει το έργο, έχω δει ανθρώπους με περγαμηνές να είναι τέρατα, εξακολουθώ να το πιστεύω. Βέβαια, πρέπει να είναι κανείς ευεπίφορος. Να αφήνει τη γνώση να εισχωρήσει βαθιά, να μη μένει αδιάβροχος. Να σκύβει στην ανθρώπινη εμπειρία, να έχει τεντωμένες τις κεραίες του, να αναζητά την ανθρωπογνωσία. Πώς να το κάνουμε, υπάρχει κι αυτό που λέμε η «ανθρώπινη πάστα».
Από τις τόσες αφηγήσεις υπάρχει κάποια (ή κάποιες) που να σας έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό;
Όλες! Μπορώ να σας αναπαραστήσω με λεπτομέρειες πού καθόταν ο αφηγητής, πώς κουνούσε τα χέρια του, πώς έπαιρνε φωτιά. Πώς δάκρυζε. Πώς γελούσε. Τα έχω όλα στο μυαλό μου σαν ταινία. Αυτή την αίσθηση της ζεστής ζωής προσπάθησα να καταγράψω στο βιβλίο…
Ευχαριστούμε από καρδιάς την κυρία Νικολαΐδου και της ευχόμαστε να μην πάψει να γράφει και να μας συγκινεί!
Σοφία Νικολαΐδου
«Το χρυσό βραχιόλι»
Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Μπορείτε να διαβάσετε την παρουσίαση του βιβλίου στο debop.gr εδώ