Αλλαγή Φρουράς - Εκδ. Κέδρος | Ο Παναγιώτης Βλάχος μιλαει στο deBόp για το καινούριο του βιβλίο

Αλλαγή Φρουράς - Εκδ. Κέδρος | Ο Παναγιώτης Βλάχος μιλαει στο deBόp για το καινούριο του βιβλίο

Υποδέχτηκα την Αλλαγή Φρουράς με χαρά κι ανυπομονησία. Πρόκειται για το πέμπτο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Βλάχου που έρχεται τέσσερα χρόνια μετά το θαυμάσιο Μπλουζ της Ανεργίας. Για την παρουσίαση του νέου βιβλίου, σκέφτηκα πως θα είχε ενδιαφέρον η συμμετοχή του ίδιου του συγγραφέα. Επικοινώνησα μαζί του, δέχτηκε με χαρά και -επιλέγοντας μαζί την οικειότητα του ενικού- προσπάθησα να του δώσω αφορμές για να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του για το νέο του πόνημα αλλά και για πολλά άλλα.

Ρίχνοντας μια ματιά στο οπισθόφυλλο, το μυαλό πάει σε αστυνομικό μυθιστόρημα. Πράγματι, όλα ξεκινούν με ένα έγκλημα. Ο καθηγητής Δημήτρης Ιακώβου, βρίσκεται νεκρός στο γραφείο του. Ωστόσο, η εξιχνίαση της υπόθεσης από τον αστυνόμο Αλεξάτο, είναι μόνο το «κλειδί» που μας εισάγει σε ένα μάλλον «αταξινόμητο» μυθιστόρημα. Μια περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, τις σκέψεις, τις πράξεις και τις παραξενιές της μικρής ιστορίας κάποιων ανθρώπων ακόμα και όταν η μεγάλη ιστορία τους αγνοεί.

Η έρευνά του αστυνομικού θα φέρει στο προσκήνιο, πρόσωπα από το παρόν και το παρελθόν του νεκρού καθηγητή, το παρασκήνιο της πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και την Κοινωνία των Μεταφραστών. Ρωτώ τον συγγραφέα τι ήταν αυτή η ομάδα. Μια παρέα ονειροπόλων; Μια επαναστατική οργάνωση; Μια ουτοπία; Και γιατί κάποιες τέτοιες προσπάθειες ενώ ξεκινούν με καλές προθέσεις, συχνά καταλήγουν στην αυτοκαταστροφή;

Δεν ήταν ουτοπία γιατί δεν φτιάχτηκε ως τέτοια. Δημιουργήθηκε ως μια δυνατότητα διερεύνησης του διαφορετικού. Mια προσπάθεια απέναντι στην ομοιομορφία και στην εξομοίωση της βλακείας. Υπήρχαν πολλοί λόγοι να πετύχει ως δυνατότητα αλλά οι λόγοι της αποτυχίας της βρίσκονται κρυμμένοι στο βιβλίο. Η ουτοπία από την άλλη, είναι ένας τόπος του φαντασιακού. Πιστεύω πως κάθε ουτοπία εμπεριέχει κάτι το δυστοπικό που κατά την γνώμη μου στην πορεία του χρόνου παίρνει το πάνω χέρι με αποτέλεσμα είτε να δημιουργεί δυσφορία είτε να τελματώνει. Αυτή είναι η μια πλευρά των πραγμάτων. Η άλλη είναι πως κάποια εγχειρήματα κάνουν τον κύκλο τους και τελειώνουν. Τελειώνουν γιατί γίνονται αυτιστικοί χώροι, περίκλειστοι. Επιδιώκουν την ευρύτερη συναίνεση και συμμετοχή λειτουργώντας ταυτόχρονα με αποκλεισμούς. Είναι ένα παράδοξο με δύσκολη λύση. Τελειώνουν επίσης, γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους τον ανθρώπινο παράγοντα, τις έξεις των ανθρώπων, ούτε την αδυναμία των συστημάτων εντός των οποίων φιλοξενούνται να τα ενσωματώνουν. Πάντως τέτοιες προσπάθειες είναι εξεγέρσεις που δηλώνουν πως κάτι δεν πάει καλά στην πραγματικότητα του κόσμου. Είναι απαραίτητες. Εκφράζουν τη δυνατότητα ενός άλλου τρόπου ζωής και λειτουργίας των θεσμών σε μια κοινωνία. Αν και είμαι εραστής των εξεγέρσεων πιστεύω ωστόσο πως οι ριζικές μεταβολές απαιτούν επαναστάσεις με διαρκή ανανέωση.

 

Από το Παρίσι του 1968, στην Αθήνα του 1985 και του πρόσφατου 2018, η ομάδα επιμένει να αναζητά το νόημα της ύπαρξής της. Ο χρόνος αδυσώπητος. Ο έρωτας, ευλογία και κατάρα. Οι σχέσεις δοκιμάζονται, οι προσδοκίες ξεθωριάζουν και οι αποφάσεις βαραίνουν. Ο αστυνόμος βουτάει στα βαθιά, γοητευμένος από τον αντισυμβατικό κόσμο της διανόησης και τα μυστικά του. Άνθρωποι οραματιστές, εξαιρετικοί συζητητές, ελεύθερα πνεύματα με εκτεταμένες γνώσεις. Αλλά και αδυναμίες, σκοτεινές πλευρές και την εμμονή να ισορροπούν στα άκρα με κάθε τίμημα. Η συνειδητοποίηση αυτή θα βρει εύφορο έδαφος στη διαδικασία αυτογνωσίας του αστυνομικού και θα γίνει η αφορμή να ξεκλειδώσει τη δική του ευάλωτη πλευρά και να αναγνωρίσει τις ανάγκες του.
Ομολογώ πως όπως στον Αλεξάτο, έτσι και σε εμένα, ο κόσμος της διανόησης δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα. Με προσελκύει αλλά και με ξενίζει, μου προκαλεί θαυμασμό αλλά και αμηχανία.

Γιατί όμως; Τι είναι το ανοίκειο και ξένο; Η ανθρώπινη κατάσταση; Κοινή δεν είναι; Οι άνθρωποι δηλαδή της διανόησης δεν κάνουν έρωτα, δεν τρώνε, δεν μνησικακούν, δεν αγαπούν, δεν διαπραγματεύονται τον θάνατο, δεν καταναλώνουν, δεν έχουν αφεντικά πάνω από το κεφάλι τους, δεν εξεγείρονται; Δεν υπήρξαν κάποτε νέοι; Αν δεν ισχύει αυτό, τότε όλη η λογική που χτίστηκε το βιβλίο αναιρείται, δεν αφορά κανέναν – ούτε καν τους ίδιους τους ήρωες, ούτε εμένα ως συγγραφέα. Επειδή ακριβώς το να είσαι διανοούμενος δεν σε τοποθετεί έξω από την ανθρώπινη κατάσταση. Και το διανοούμενος είναι και λίγο κακόηχο. Διαβάζοντας το βιβλίο προφανώς αντιλήφθηκες πως δεν ασχολείται με τις δυσχέρειες ενός ανθρώπου όταν μπλέκεται με τις δυσκολίες του απειροστικού λογισμού, ούτε φυσικά με την φτωχούλα κοπέλα που την συνάντησε το αρχοντόπουλο την ερωτεύτηκε και στο τέλος την παντρεύτηκε. Είναι περισσότερο ανθρώπινο, γιατί η μια πλευρά φλερτάρει με τις δυσκολίες της επιστήμης και η άλλη με το παραμύθι. Και φυσικά δεν έχει κάτι κακό το παραμύθι.Το αντίθετο. Μεγάλωσα με παραμύθια. Απλώς είναι εντελώς βαρετό, είτε πρόκειται για ένα αμιγές παραμύθι είτε για μια παραμυθία εντός της λογοτεχνίας, να μην γεύεσαι την κολοκύθα για τη σάρκα και τα άνθη της, αλλά να κατασκευάζεις διαρκώς άμαξες για φτωχές που ονειρεύονται αρχοντόπουλα. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, ένας ήρωας λέει μια φράση που αποδίδει στον Βίτγκενσταϊν, πως ο κόσμος είναι και λίγο προσωπικός, πως ο κόσμος είναι όσα μας αφορούν. Ε λοιπόν, αυτή είναι μια μυρωδιά από την ουσία του βιβλίου, πως ο κόσμος δεν θα έπρεπε να είναι μόνο όσα μας αφορούν. Πως ο κόσμος δεν είναι μόνο ό,τι έχουμε μέσα στο κεφάλι μας και ψάχνουμε διαρκώς τρόπους με μικρές διαφορές να το επιβεβαιώσουμε. Αυτή είναι μια μανιχαϊστική αντίληψη, μια ολοκληρωτική αντίληψη. Οπότε, δεν είναι δύσκολο να μπει κανείς με ένα βιβλίο στο περιβάλλον των διανοούμενων. Το ζήτημα είναι αν τον ικανοποιήσει, τον ευχαριστήσει αυτό που θα διαβάσει.

Aπό τις πρώτες σελίδες, με μια επιστολή-προκήρυξη και σύντομες προτάσεις πυκνές σε αλήθειες, το βιβλίο με κέρδισε. Στη συνέχεια, την αφήγηση αναλαμβάνει σε πρώτο πρόσωπο ο αστυνομικός Αλεξάτος ενώ οι αποκαλύψεις από το παρελθόν γίνονται με τη μορφή ατμοσφαιρικών σελίδων ημερολογίου(;) μιας ευτυχισμένης εποχής (Joyeuse Époque), ερωτικών επιστολών, προκηρύξεων αλλά και φιλοσοφικού και δοκιμιακού λόγου. Η συνεχής εναλλαγή του αφηγηματικού τοπίου σε συνδυασμό με την εξέλιξη της πλοκής, λειτουργεί καλειδοσκοπικά κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον. Ιδιαιτέρως καλοστημένους βρήκα στους γυναικείους χαρακτήρες. Μάλιστα επεσήμανα στον συγγραφέα πως τους δείχνει ιδιαίτερη στοργή.

Στοργή; Πιστεύω πως μάλλον τις ταλαιπωρώ και μάλιστα με μια πατριαρχική αντίληψη με εξασθενημένη εξουσία και αμβλυμμένη αντίληψη. Σκοτάδια μαύρα δηλαδή. Ως εκ τούτου τις προσεγγίζω με αμηχανία και κοινωνική ευγένεια και γι’ αυτό σου φαίνεται στοργική η προσέγγιση. Διαβάζοντας εκ των υστέρων τα βιβλία μου και με απόσταση χρόνου, θα σου έλεγα πως μάλλον με περισσότερη στοργή περιβάλλω τους ανδρικούς χαρακτήρες ενώ δεν θα έπρεπε. Αυτούς τους τυφλοπόντικες, άβουλους, παραφουσκωμένους διάνους που γίνονται λίγο συμπαθητικοί στην εξέλιξη του βιβλίου, όχι τόσο γιατί μπόρεσαν να κατανοήσουν κάτι  από τις γυναίκες που τους συντροφεύουν σε ένα ολόκληρο βιβλίο, όσο γιατί κατάλαβαν κάτι από τη δική τους θηλυκή πλευρά. Κάτι είναι και αυτό και ας είναι η σκιά των πραγμάτων. Και αυτό το θηλυκή, βάλ’ το με όσα εισαγωγικά και υποσημειώσεις θέλεις, επειδή λίγο πολύ είμαστε κάπως εξοικειωμένοι με την κατασκευή του κοινωνικού φύλου. Και δέσμιοι φυσικά.

 

 «Στοργή» ίσως δεν ήταν η κατάλληλη λέξη. Πράγματι οι γυναίκες του βιβλίου περνάνε δύσκολα, αυτό που εννοούσα όμως είναι πως ως αναγνώστρια «παραδέχτηκα» τις γυναίκες του βιβλίου για την αλήθεια τους και την ικανότητά τους να τα βγάζουν πέρα. Αλλά κι επειδή ο συγγραφέας τους δίνει το ωραίο όσο και ψυχοφθόρο προνόμιο να κινούν τα νήματα της ιστορίας. Είναι που τις εμπιστεύεται περισσότερο; Ή τι;

Όντως κινούν κάποια από τα νήματα της ιστορίας. Όχι μόνο σε αυτό αλλά και στα άλλα βιβλία μου.Το σκέφτομαι τώρα βέβαια με αφορμή την παρατήρησή σου. Νομίζω πως οι λόγοι είναι δύο. Οι ανδρικοί χαρακτήρες σπάνια έχουν το στοιχείο της έκπληξης, είναι αρκετά προβλέψιμοι. Μπορείς να παρακολουθήσεις τις αντιφάσεις τους, τις συγκρούσεις τους αλλά έχω την αίσθηση πως λίγο-πολύ καταλαβαίνεις προς τα πού πάει το πράγμα και περιμένεις να δεις πόσο καλά θα πάει. Αλλά οι γυναικείοι; Άλλο πράγμα. Από αλλού το περιμένεις και από αλλού σου έρχεται. Αυτό συνδέεται με το δεύτερο λόγο. Προσωπικά δεν μου είναι εύκολο να πω «η γυναίκα». Να βάλω ένα Γ κεφαλαίο, να φτιάξω ένα σύνολο και εκεί να κατηγοριοποιώ κοινά χαρακτηριστικά, αντιδράσεις, σουσούμια. Δεν έχει να κάνει με κάποια θεωρητική εμμονή αλλά με την εμπειρία. Μου πήρε χρόνο και πολλά «χαστούκια». Επειδή στο τέλος, ενώ έβλεπα την διαφορετικότητα το μόνο που παρέμενε ίδιο ήταν η δική μου αντίληψη μιας αίσθησης για το τι είναι μια γυναίκα. Και ήταν τόσο βαρετό. Αντιλαμβάνομαι λοιπόν τη γυναίκα μία προς μία. Και αυτό είναι μια πανέμορφη ποικιλία, σου δίνει τουλάχιστον τη δυνατότητα όταν γράφεις να διερευνήσεις τις πολλές εκδοχές για την έκβαση μιας ιστορίας. Πιθανολογώ λοιπόν πως σε αυτό οφείλεται αυτό το προνόμιο που ανέφερες. Η εμπιστοσύνη, είναι μια άλλη ιστορία.      

‘Oπως και στο «Μπλουζ» έτσι κι εδώ, ο συγγραφέας αγαπά να αναφέρεται συχνά στην καθημερινότητα, τη ρουτίνα της πόλης, σε στέκια, δρόμους αλλά και σε μουσικές, τραγούδια, ποιήματα, βιβλία, πρόσωπα. Μου άρεσε πολύ αυτό. Αν η «Αλλαγή Φρουράς» ήταν ταινία, θα ήθελα να ξεκινούσε με το “Changing of the guards”, το ομώνυμο τραγούδι του Μπομπ Ντύλαν. Στη διασκευή της Πάτι Σμιθ όμως, αφού η «αύρα» της τραγουδοποιού εμφανίζεται διακριτικά στις σελίδες του βιβλίου: ως ψευδώνυμο μιας εκ των ηρωίδων ενώ η αναφορά στη μνήμη των ξεχασμένων πραγμάτων μου θύμισε μια φράση από το βιβλίο "M-Train" της Σμιθ: τα χαμένα μας αντικείμενα επιστρέφουν στα μέρη από τα οποία προήλθαν, στην απαρχή τους.

Η Πάτι Σμιθ είναι ένας πολύ συγκινητικός άνθρωπος. Φλέρταρε πολύ με το «ζήσε γρήγορα πέθανε νέος» και τελικά έκανε την επιλογή της να είναι παρούσα. Στα κείμενά της ωστόσο αισθανόμαστε την τρυφερότητα που την κατακλύζει όταν συναντιέται με τις απώλειές της. Είναι πάντοτε παρούσες αλλά και σε απόσταση. Υπάρχει μια εγγύτητα δηλαδή αλλά με ασφαλή απόσταση. Το ίδιο συμβαίνει και με κάποια ιδιαίτερα αντικείμενα που την συντροφεύουν. Οι δύο φράσεις που αναφέρεις είναι βέβαια κοντά, η πρώτη σίγουρα επηρεασμένη από την δεύτερη, αλλά δεν μπορεί να αγγίξει τον ιδιαίτερο ανιμισμό της φράσης της Πάτι. Η Σμιθ είναι μία ψηφίδα στο ψηφιδωτό ενός ανομοιογενούς κομματιού μιας γενιάς. Έζησα μέρος αυτού του κομματιού από κοντά, άλλο από απόσταση. Μάλλον εσύ την αγαπάς ιδιαίτερα και αυτός είναι ο λόγος που την συναντάς αρκετά στο βιβλίο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει, υπάρχει. Διαβάζοντας τα πρόσφατα κείμενά της συχνά σκεφτόμουν αν μπορούσαν να σταθούν πέρα από την εικόνα της και τις μουσικές της. Έστεκαν και μάλιστα έστεκαν στη διάρκεια όχι μόνο του προσωπικού της χρόνου, αλλά και όσων είχαν συναντηθεί μαζί της στα νιάτα της, στα νιάτα τους. Η Πάτι Σμίθ ταιριάζει στο ύφος και στο κλίμα του βιβλίου. Αυτό πιστεύω.

 

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο Δημήτρης λέει στην Πατ. «Σταμάτησες να γράφεις τη στιγμή που συνειδητοποίησες πως, σε αυτή τη θλιβερή εποχή που ζούμε, όλοι θέλουν να διαβάζουν βιογραφίες του εαυτού τους». Το πιστεύει και ο ίδιος; Κι αν ναι, πώς έχουμε γίνει τόσο ναρκισσιστές;

Αυτό είναι μια φράση απόγνωσης των ηρώων του βιβλίου και νομίζω πως κάπως έτσι πρέπει να το σκεφτούμε. Από την άλλη πιστεύω πως η φράση λέει τη μισή αλήθεια, όσο είναι εφικτό βέβαια να ειπωθεί μια αλήθεια που να διεκδικεί μια καθολική αποδοχή. Για να είμαι ειλικρινής πάντα δυσκολεύομαι να αναφερθώ σε αυτά τα πράγματα.

Γιατί;

Επειδή εργάστηκα για χρόνια στον εκδοτικό χώρο και συμβαίνει να έχω μια ίδια αντίληψη πολλών πραγμάτων, θετικών και αρνητικών. Από την άλλη τώρα καλούμαι να μιλήσω ως συγγραφέας και χρειάζεται μια ισορροπία στο τι θα πω. Δεν είναι πως δεν έχω άποψη, έχω. Αλλά κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν τα λεγόμενά μου από την κακή ή την καλή τύχη της συγγραφικής μου πορείας, από μνησικακία δηλαδή ή από έπαρση. Δεν το θέλω αυτό.

(Επιμένω…)

Τέλος πάντων. Νομίζω πως ο πυρήνας αυτής της όμορφης φράσης του Ιακώβου είναι η θλιβερή εποχή. Ξέρεις, αρχικά το βιβλίο γράφτηκε με αυτόν τον τίτλο και μάλιστα στα γαλλικά, "Triste Époque". Νομίζω πως εδώ η Πατ, ως ηρωίδα του βιβλίου, συνομιλεί με την Ντόρις Λέσινγκ. Αλλά τι είναι μια θλιβερή εποχή; Ας μη φοβόμαστε να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις μήπως και χαρακτηριστούμε γραφικοί. Η εποχή είναι θλιβερή όχι μόνο γιατί δηλώνει τα αδιέξοδά της στην ευημερία των ανθρώπων και των κοινωνιών και μάλιστα με τον ισχυρισμό των διαχειριστών της πως δεν υπάρχει τίποτα εναλλακτικό, αλλά επειδή κυρίως τη χαρακτηρίζει η καπιταλιστική αλλοτρίωση. Και ένα στοιχείο αυτής της αλλοτρίωσης είναι η έλλειψη ταυτότητας και η διαστροφή των νοημάτων των λέξεων. Οι ταυτότητες δηλαδή γίνονται ρευστές, τα σταθερά σημεία όπου στηρίχτηκαν ζωές δεν είναι πλέον σταθερά. Το να θέλει λοιπόν κάποιος να διαβάσει τη βιογραφία του δεν είναι πάντοτε κακό, κάποιες φορές είναι και αναγκαίο, διαφορετικά θα τον διαλύσει η αβεβαιότητα και η ρευστότητα αυτού του κόσμου. Από την άλλη, είναι ένας βαθύς συντηρητισμός γιατί αναπαράγει διαρκώς τη δική του οπτική για το πώς κανείς θα πρέπει να ζει τη ζωή του. Είναι ο δικός του τρόπος. Θα σου πρότεινα να διαβάσεις το βιβλίο Σύνταγμα-ΚΑΤ της Χριστίνας Φραγκεσκάκη. Διολισθαίνουμε δυστυχώς σε έναν κρυπτοφασισμό και είναι θέμα του συγγραφέα να το επισημάνει αυτό. Τον συγγραφέα δεν πρέπει να τον ενδιαφέρει το χάιδεμα των αφτιών και η εξομάλυνση της μαύρης τρύπας των αναγνωστών του. Θα είναι υπεύθυνος αν εντείνει όλο και περισσότερο των ναρκισσισμό των αναγνωστών του που, έτσι και αλλιώς διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μιας κοινωνίας που επί δεκαετίες ζει κάτω από την κηδεμονία της κατανάλωσης και επιτάσσει μια απόλαυση δίχως όρια.

 

Πιστεύω πως η ενασχόληση του συγγραφέα με την ψυχανάλυση δίνει μια επιπλέον ξεχωριστή και ενδιαφέρουσα διάσταση στη γραφή του. Τον παροτρύνω να μοιραστεί κάποιες σκέψεις ή βιώματα σχετικά με την ψυχανάλυση.

Η ψυχανάλυση ήρθε και συνάντησε τη λογοτεχνία έστω κι αν την βρήκε να κάθεται σε έναν θρυμματισμένο θρόνο. Αν είχε κάποιο θρόνο εντέλει..  Κι αυτό, επειδή κυρίως η φιλοσοφία και στη συνέχεια η επιστήμη, τής τραβούσαν διαρκώς το κόκκινο χάλι της αίγλης της κάτω από τα πόδια. Ειλικρινά δεν έχω δει και πολλές πετυχημένες προσπάθειες όταν κάποιος ξεκινά να γράφει έχοντας το ψυχαναλυτικό πλαίσιο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Είναι μια κακή παντομίμα. Και αυτά είναι πράγματα που φαίνονται εύκολα και στο ύφος της γραφής και στα θέματα που διαπραγματεύονται. Μπορεί βέβαια να συναντήσεις κάποιες πετυχημένες ανά-παραστάσεις μιας προσωπικής ψυχαναλυτικής διαδρομής, αλλά ως εκεί. Δεν μιλώ βέβαια για τον τρόπο που ο ψυχαναλυτικός λόγος χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του προσεγγίζει το λογοτεχνικό κείμενο. Αυτό είναι διαφορετικό. Εκεί υπάρχει μια συνέπεια, αρκεί να αποδεχτείς τουλάχιστον πως έχει και το δικαίωμα και τον τρόπο να το κάνει. Το ξέρω πως σε παραξενεύει αυτό, αλλά θέλω απλά να πω πως για μένα ο ψυχαναλυτικός λόγος, τουλάχιστον με τον τρόπο που εγώ τον προσεγγίζω, δεν χαρακτηρίζεται από την νοοτροπία του κανάγια.

Δεν γνωρίζω αν η ψυχανάλυση δίνει μια ιδιαίτερη απόχρωση στη γραφή μου ή καλύτερα το αν εντέλει υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο που να οφείλεται στην ψυχανάλυση. Και ναι και όχι. Μια προσωπική ψυχαναλυτική διαδρομή σού αφήνει ένα αποτύπωμα, έτσι δεν είναι; Εγώ λέω πως είναι μια ενδιαφέρουσα θητεία, επιλέγω σκόπιμα το θητεία, αλλά με ελεύθερη επιλογή. Δεν πας βέβαια να κάνεις τον αρχαιολόγο της ζωής σου, να κατανοήσεις τι στην ευχή είναι αυτό που σε κάνει δυσλειτουργικό στη ζωή σου, επειδή έτσι σου ήρθε. Πας γιατί κάτι σου συμβαίνει, πας γιατί πιθανόν έχεις κατανοήσει πως κάποιοι άλλοι κοινωνικοί δεσμοί σου δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Αφήνουν μια τρύπα, ένα κενό. Ε λοιπόν όλη αυτή η πορεία να μην σε ρουφήξει αυτό το κενό, αφήνει ένα αποτύπωμα όχι μόνο στην κατανόηση αλλά και στο σώμα. Είναι κάπως σαν αστυνομικό μυστήριο που ο γρίφος του λύνεται από εσένα τον ίδιο και μάλιστα χωρίς εγγυητή. Ποτέ τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Θυμάμαι στο Blues της Ανεργίας είχα περιγράψει ένα τραπέζι φίλων όπου τελικά το ζητούμενο δεν ήταν αυτό καθ’ εαυτό το φαγητό, αλλά το γεγονός πως τα κρυφά αιτήματα ποίκιλλαν. Ο ένας να επιδείξει την νεαρή που τον συνόδευε, ο άλλος τα χρήματά του, ο τρίτος τις ποικίλες δυνατότητες στην ομιλία και στο μυαλό του. Το φαΐ στο τέλος τους έπεσε βαρύ. Η μόνη που τελικά απόλαυσε το δείπνο της ήταν μια δεσποινίδούλα που ουσιαστικά τους βαριόταν. Η δημιουργία πάντως είναι κάτι άλλο από εφαρμογές ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων.    

Έχοντας διαβάσει τα περισσότερα βιβλία του Παναγιώτη Βλάχου, αισθάνομαι πως γράφει από επιθυμία κι όχι από ανάγκη. Κοινά χαρακτηριστικά όλων είναι ο σαγηνευτικός εσωτερικός ρυθμός με τον οποίον ρέουν οι λέξεις του (που εμένα μου ταιριάζει πολύ), η πολυεπίπεδη γραφή και ο τρόπος που αφήνονται εκτεθειμένα τα νοήματα. Ελεύθερα να κατανοηθούν ή και όχι. Χωρίς να επιβάλλονται. Στριφογυρνάνε στο μυαλό του αναγνώστη αναζητώντας τις κατάλληλες συνθήκες να ριζώσουν και να εξελιχθούν. Του θυμίζω μια αγαπημένη μου φράση από το βιβλίο: οι γάτες και οι συγγραφείς, έχουν παρόμοια τεχνική στο κυνήγι επειδή παρατηρούν ο ένας τον άλλον. Τελικά τι είναι αυτό που τον κρατά ενεργό «κυνηγό των λέξεων»;

Λέω να αφήσουμε προς το παρόν τις γάτες στην ησυχία τους. Η συνάντηση μαζί τους μάλλον με έκανε καλύτερο άνθρωπο αλλά δεν ξέρω πόσο καλό συγγραφέα με έκανε. Ούτε γνωρίζω πώς προέκυψε η επιθυμία για τη γραφή. Όσο θυμάμαι, δεν υπήρξε ποτέ στο φαντασιακό μου μια σκηνοθεσία ας πούμε, που θα συμπεριελάμβανε και έναν συγγραφέα στο σενάριο. Ωστόσο προέκυψε. Υποθέτω κάποια απροσδιόριστη στιγμή έγινε μια ασυνείδητη ανάληψη ενός ιδιαίτερου λόγου που διεκδικούσε τη γραφή ως μέσο. Ας πούμε επίσης, πως η γραφή ήρθε για να διαφυλάξει ένα διαρκές σκόρπισμά μου προς διάφορες κατευθύνσεις. Γνωρίζω πια πως θέλω να γράφω, όχι με καταναγκασμό αλλά θέλω να γράφω. Είναι ένας ενεργός τόπος και τρόπος της ελευθερίας μου, μιας προσπάθειας προς την ελευθερία, με όσα κλισέ μπορεί να βρει κάποιος σε αυτό που λέω και όσους περιορισμούς. Είναι ένας λόγος για να κρατιέται η επιθυμία πάντα ανοιχτή. Παλαιότερα σκεφτόμουν πως η γραφή αποτελούσε για μένα ένα μέσο κατανόησης του κόσμου, επίσης ένα καταγγελτικό μέσο απέναντι στη βαναυσότητα. Αλλά όλα αυτά στην πραγματικότητα ήταν βήματα. Όταν σκέφτομαι ή διαβάζω τα βιβλία που έχω γράψει είμαι σε θέση πια να δω το πέρασμα και το δρομολόγιο. Γνωρίζω πολύ καλά πως η γραφή μου δεν χαρακτηρίζεται από απλότητα, επειδή ίσως με ενδιαφέρουν οι πολλές όψεις και όχι η μια εκδοχή. Αυτό πράγματι με γοητεύει. Άλλους αναγνώστες τους ενοχλεί αυτό, άλλους όχι. Έτσι και αλλιώς θα συγκαταλέγομαι στους ελάσσονος σημασίας συγγραφείς και αυτό από μόνο του μου δίνει ένα μικρό πλαίσιο ελευθερίας.

 [ Δεν συμφωνώ με το "ελάσσονος σημασίας". Προτιμώ το "χαμηλών τόνων" και τον ευχαριστώ θερμά γι' αυτήν τη συνέντευξη. ]
 


Αποσπάσματα από το βιβλίο

Προσφέρω αγάπη σημαίνει να δίνω από αυτό που δεν έχω. (…) Βέβαια το πιο σημαντικό είναι να σιωπάς την αγάπη. Από εκεί πηγάζει η αξία της. Προσωπικά απεχθάνομαι καθετί που κραυγάζει. Όταν σιωπάς την αγάπη, δεν χειραγωγείς, δεν ορίζεις τον κόσμο, αφήνεις τον άλλον να υπάρξει, να μιλήσει, να είναι διαφορετικός, να βρει τα όριά του, να βρει τα όρια που του θέτει ο κόσμος του, να φοβηθεί, να ουρλιάξει, να καυλώσει με ό,τι αυτός θέλει, να, να, να. Επειδή εκτός από τους όμορφους περιποιημένους κήπους, υπάρχουν και οι κήποι με τα αγριόχορτα. Η Κοινωνία των Μεταφραστών είναι οι κήποι με τα αγριόχορτα.

--

Πιστεύω καλή μου Πατ, ότι πάντα θα υπάρχει κάτι ανεξέλεγκτο που θα αφορά τη μοίρα του ανθρώπου. Δεν μπορεί να αλλάξει τις πράξεις του. Μπορεί να κατανοήσει, να μετανιώσει, αλλά να αλλάξει τις πράξεις του ποτέ. Παρά ταύτα, μπορεί να έχει τη γενναιότητα για μεγάλες αποφάσεις. Αν κατάλαβες, κατάλαβες. 

--

Η σιγή να γίνει ξανά η καινούρια μαθητεία, επειδή καμιά ψυχή δεν μπορεί να βρεθεί αν η ομιλία της δεν συνοδευτεί από μακροχρόνια σιγή. Αλλά δεν είμαι πια νέος, και οι πληροφορίες έρχονται από παντού. Έρχονται με γεωμετρική πρόοδο. Σε πιέζουν να συμμετέχεις σε κάτι που αγνοούσες την ύπαρξή του μέχρι λίγο πριν. Επιδιώκουν να σε αφορούνž έχουν αυτονομηθεί από την επεξεργασία του μυαλού και της καρδιάς, και εντούτοις επιμένουν να αποτελούν ενοίκους τους. (...) Αν θα θέλαμε να βελτιώσουμε την εποχή μας, μια καλή προσπάθεια θα ήταν να απαλλαγούμε από αυτή την καταπιεστική συνείδηση πως μας αφορούν όλα. Δεν μας αφορούν όλα, δεν είναι όλα σημαντικά. 

--

Λένε πως το μυαλό του ανθρώπου είναι απλώς μια πολυκατοικία με πολλά άδεια διαμερίσματα. Πως σε κάθε διαμέρισμα όλα τα δωμάτια είναι επίσης άδεια. Και πως σε κάθε δωμάτιο έρχονται και κατοικούν μόνο λέξεις και συνδυασμοί λέξεων και τίποτε άλλο. Πως δεν γεμίζουν αναγκαστικά όλα τα δωμάτια. Δηλαδή, μέχρι ο άνθρωπος να γίνει αστερόσκονη, κάποια παραμένουν άδεια. Πως όλα τα υπόλοιπα που έχουν γραφτεί για το μυαλό του ανθρώπου τα έχουν γράψει παπάδες και ποιητές, πως είναι λέξεις που τελικά τις δανείζουν, και όχι πάντα αφιλοκερδώς. Γι’ αυτό κάποιες φορές χάνουν τη σημασία τους και χάσκουν ανόητες όταν ο άνθρωπος στέκεται μπροστά σε κάτι ανυπόφορο. Γιατί δεν υπάρχει η λέξη να περιγράψει το ανυπόφορο γεγονός.ž Kάποιο δωμάτιο παρέμεινε άδειο γιατί, μπροστά στο ανυπόφορο, κάποιο παράθυρο άνοιξε, η λέξη πέταξε, και το δωμάτιο έμεινε πάλι κενό από το σχήμα και τη σημασία της. 

--

Αν κάποιος με ακουμπούσε έστω και με την άκρη ενός φτερού, ας ήταν και του γλάρου Ιωανάθαν, θα ακουγόταν ένα δυνατό κρακ, θα γινόμουν θρύμματα, σκόνη, ανυπαρξία, και άντε να με βρεις μετά. Ήμουν θρύμματα, σκόνη και ανυπαρξία. Χωρούσα σ’ ένα τόσο δα μικρό πουγκάκι, που θα μπορούσε να γίνει φυλαχτό για κάποιον που θα το ήθελε. Αν το ήθελε. 

 

 

   
   

 

 

 

 

   Αλλαγή Φρουράς
   Παναγιώτης Βλάχος 
   Εκδόσεις Κέδρος 
   Σελ. 456
   ΙSBN: 978-960-04-5086-6




 

 

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.