Άσπα Τομπούλη και Νίκος Νίκας: «Η τέχνη είναι ένα αντίδοτο στη λήθη και στη σιωπή»
2015-09-26Η Άσπα Τομπούλη σκηνοθετεί και ο Νίκος Νίκας πρωταγωνιστεί στη νέα παράσταση που θα ανέβει από 3 Οκτώβρη στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη». Μιλήσαμε και με τους δυο για την παράσταση αλλά και τη βία, το μίσος, το ρατσισμό που αυτή περιγράφει. Αποτέλεσμα; Μια πολύ ουσιαστική συνέντευξη.
Άσπα Τομπούλη
Διαλέξατε να παρουσιάσετε ένα κείμενο το οποίο δεν είχε γραφτεί απαραίτητα για να ανέβει στο θέατρο. Τί σας παρακίνησε να το φανταστείτε υπό αυτό το φως, να του δώσετε δηλαδή θεατρική μορφή;
Γενικά, αγαπώ την αφήγηση, άλλωστε, τι άλλο κάνει το θέατρο από το να διηγείται ιστορίες; Για όσους ξέρουν τη δουλειά μου, δεν είναι περίεργο που διαλέγω ένα πεζό. Σε ό,τι αφορά το «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη», δύο πράγματα μου έκαναν μεγάλη εντύπωση: η ίδια η ιστορία και ο τρόπος αφήγησής της. Ο Μωβινιέ εμπνέεται από ένα πραγματικό γεγονός: τη δολοφονία από ξυλοδαρμό του Μικέλ Μπλεζ, 25 ετών, Γάλλου με καταγωγή από την Μαρτινίκα, στα υπόγεια ενός σουπερμάρκετ στη Λυών, τον Δεκέμβριο του 2009. Αιτία: είχε κλέψει ένα κουτάκι μπύρα από τα ράφια. Το γεγονός, τόσο παράλογα βίαιο, σου κόβει την ανάσα. Δεν υπάρχουν λόγια να μιλήσεις γι’ αυτό. Ο Λωράν Μωβινιέ βρίσκει και τη γλώσσα και τη φόρμα για να γράψει ένα σπάνιο κείμενο, συνεχούς ροής, που αρχίζει με ένα «και» και λήγει με μία παύλα - δεν υπάρχει τελεία πουθενά. Οι διαφορετικές ροές του λόγου με έκαναν να αναρωτηθώ για το πώς αποδίδεται σκηνικά ένα τέτοιο κείμενο. Κάπως έτσι, προέκυψε η διάθεση να το δουλέψω για την σκηνή.
Θεωρείτε πως το θέατρο, που ως μέσο εμπεριέχει τη δράση, θα έχει αμεσότερο αντίκτυπο στον θεατή από το αν διάβαζε μόνο το κείμενο;
Η ανάγνωση ενός κειμένου και η θέαση μιας παράστασης είναι δύο διαφορετικές λειτουργίες. Η κάθε μία έχει τον δικό της τρόπο πρόσληψης από τον αποδέκτη. Η ανάγνωση ενός κειμένου είναι μια μοναχική διαδικασία, ενώ η θέαση μιας παράστασης έχει ως αποδέκτη το κοινό, όπου ο θεατής λειτουργεί και ως μέρος ενός συνόλου και ως άτομο – κάτι που έχει τη δική του δυναμική. Το πεζό, έχει μια έκταση, ένα άπλωμα. Στο θέατρο τα πράγματα δεν μπορεί παρά να είναι πιο συμπυκνωμένα. Ο θεατής δεν έχει τον χρόνο να γυρίσει πίσω μια σελίδα για να ανατρέξει σε κάτι που ξέχασε ή δεν κατάλαβε, όπως ο αναγνώστης. Ανταποκρίνεται και αντιδρά άμεσα, περισσότερο ή λιγότερο, σε ό,τι συμβαίνει πάνω στην σκηνή, στους ηθοποιούς, στον τρόπο που είναι φτιαγμένη η παράσταση. Αν αυτό που βλέπει και εισπράττει από την παράσταση τον γεμίζει, του αρέσει, τον ενθουσιάζει, τότε η παράσταση έχει καταφέρει να λειτουργήσει σαν αυθύπαρκτη οντότητα και ο θεατής δεν θα κάνει την σύγκριση ανάμεσα στο τι αισθάνθηκε όταν διάβασε το πεζό και στο τι όταν είδε την παράσταση. Είναι κάτι που το έχω δει να συμβαίνει. Πιστεύω ότι το κοινό έχει εξοικειωθεί με την μεταφορά πεζών στην σκηνή, είναι ανοικτό, ξέρει ότι θα μπει σε μια άλλη εμπειρία, διαφορετική από εκείνη της ανάγνωσης αλλά που είναι εξίσου δυνατή. Και όπως πάντα, θα ανταποκριθεί αν η παράσταση είναι καλή.
Πώς ήταν αυτή η μετάβαση; Δηλαδή από ένα κείμενο όπως του Mauvignier να στηθεί μια παράσταση;
Σωστά το θέτετε, όταν μιλάτε για «ένα κείμενο όπως του Mauvignier». Το «Αυτό που εγώ ονομάζω Λήθη» δεν είναι ένα οποιοδήποτε πεζό, έχει ένα ισχυρό ιδιόλεκτο που ασκεί μεγάλη γοητεία. Ως κείμενο, σε παρακινεί να αναζητήσεις τρόπους αφήγησης, εκφοράς του λόγου αλλά και σκηνικής παρουσίασης, λειτουργίας και κίνησης του ηθοποιού, που θα αναδείξουν αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία. Έχουμε δουλέψει πολύ με τον Νίκο πάνω σε αυτά αλλά δεν θα ήθελα να επεκταθώ, κάποια πράγματα είναι έκπληξη στην παράσταση.
Θεωρώ περιττό να σας ρωτήσω, εν μέσω όλων αυτών που βιώνουμε, αν θεωρείτε πως περιστατικά όπως του Μπλεζ συμβαίνουν ακόμη. Γνωρίζουμε κι ακούμε πως δυστυχώς, συνεχίζουν να συμβαίνουν. Μετά την επαφή σας με το κείμενο και την διαδικασία παρουσίασής του, εσείς ποιά πιστεύετε ότι είναι τα όπλα μας απέναντι στον φόβο αυτής της βίας από την οποία οι περισσότεροι από εμάς εν δυνάμει κινδυνεύουμε ή έχουμε ήδη δεχτεί;
Νομίζω ότι αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πια στην Αθήνα της κρίσης, των ανέργων, των ρατσιστικών επιθέσεων και των νεόπτωχων, το πόσο σημαντικό είναι να αποδέχεται κανείς το διαφορετικό, «το άλλο», όποιο και αν είναι αυτό. Η έλλειψη ανοχής στο διαφορετικό και το «ξένο» είναι μία από τις αιτίες που γεννούν την βία και την αγριότητα της καθημερινότητας των πόλεων. Ο Mauvignier στοχάζεται και αναρωτιέται πάνω σε αυτά. Συνθέτει ένα κείμενο που μιλά στην ψυχή καθώς αποτυπώνει σε υψηλή τέχνη την δολοφονία ενός πολίτη του περιθωρίου, ενός αφανούς.
Εμπεριέχοντας την οργή, την διαμαρτυρία, την ακραία ωμότητα της πράξης που αφηγείται-γράφοντας, δηλαδή ένα βαθύτατα πολιτικό κείμενο- συνθέτει ένα παλίμψηστο φωνών, στοχασμών και εικόνων. Το «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη» είναι σκληρό και ποιητικό μαζί. Και μας θυμίζει ότι η τέχνη είναι ένα αντίδοτο στη λήθη και στη σιωπή.
Νίκος Νίκας
Το έργο συμπυκνώνει μια ιστορία που διαρκεί λίγα λεπτά, ένα γεγονός συγκεκριμμένο, και πάνω σε αυτό «χτίζεται» μια αφήγηση με πολλά παρακλάδια και παραλήπτες. Τι μας λέει εν τέλει η ιστορία του Μπλεζ;
Το πρώτο και σημαντικότερο πράγμα που μας λέει κατή τη γνώμη μου αυτή η ιστορία, είναι πως δυστυχώς τείνει να γίνει μια συνηθισμένη, μια καθημερινή ιστορία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Βέβαια η σκληρότητα, ο ρατσισμός, η βία, η μιζέρια, το μίσος, ο φόβος και οι φοβίες μας, μάς ακολουθούν από την πρώτη μέρα που πατήσαμε στη γη. Ο μεσαίωνας είναι πάντα παρών. Το εντυπωσιακό είναι ότι κάθε γενιά σε κάθε εποχή δείχνει να εκπλήσσεται με το παράλογο της ανθρώπινης φύσης, το αδιανόητο της ανθρώπινης ανοησίας και εν τέλει κακίας. Αυτό που εμένα με τρομάζει πάνω απ’ όλα είναι η ανθρώπινη φύση αυτή καθαυτή. Τόσοι αιώνες ίδιας και επαναλαμβανόμενης ιστορίας το αποδεικνύουν περίτρανα. Δεν έχουμε κάνει ούτε βήμα επί της ουσίας. Τελικά αυτό μας λέει η ιστορία του Μπλεζ.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η κοινωνική λήθη στην οποία εξοβελίζουμε τέτοια βίαια γεγονότα; Λένε ότι η μνήμη μας κρατάει όσο διαρκούν τα δελτία των 8. Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ στην ιστορία αυτή;
Η κοινωνική λήθη είναι μόνο ένα από τα συμπτώματα της ψυχικής και πνευματικής αγυμνασιάς μας. Μακάρι να είχα λύση γι αυτό το τεράστιο ερώτημα. Αυτό που μπορώ να σκεφτώ είναι η καθημερινή μας άσκηση στην καλοσύνη και στην ανθρωπιά. Ακούγεται γραφικό αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο στην πράξη. Όσον αφορά την μνήμη μας, μάλλον κρατάει λιγότερο από ένα δελτίο των 8. Τα ΜΜΕ συνήθως γίνονται αυτοαναφορικά σε σχέση με την όποια είδηση ή πληροφορία, με αποτέλεσμα εμείς να γινόμαστε απαθείς και να μην μας αγγίζουν και πολύ αυτά που ακούμε και βλέπουμε.
Πώς αντιμετωπίσατε αυτό το κείμενο υποκριτικά; Ποιος ο ρόλος σας;
Η υποκριτική δυσκολία αυτού του μαγικού κειμένου είναι η αφηγηματικότητά του. Έτσι ο ηθοποιός πρέπει να είναι εν θερμώ αφηγητής και εν ψυχρώ ερμηνευτής. Η Άσπα που το σκηνοθετεί, όμως, κατέχει τα κλειδιά αυτού του παράδοξου συνδυασμού κι έτσι ξέρω κάθε φόρα πού και πώς βαδίζω. Ευτυχώς.
Και τέλος, σε αυτή τη χώρα που ζούμε και με τις καταστάσεις που βιώνουμε σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, πώς πιστεύετε ότι μπορεί να αναχαιτιστεί η λήθη και να περάσουμε στην πράξη;
Ίσως τώρα να μπορούμε πιο εύκολα να αναχαιτίσουμε τη λήθη. Οι καταστάσεις έτσι κι αλλιώς είναι επείγουσες. Πράξη δεν είναι μόνο να βγούμε στους δρόμους. Σημαντικότερο ίσως απ’ αυτό είναι να βασανίζουμε κάθε φορά την όποια επιλογή μας, την ψήφο μας την οποία απαξιώνουμε διαρκώς μ’ ένα ‘δε βαριέσαι’. Πράξη είναι ο σεβασμός του καθενός από μας στο ύψιστο δώρο που λέγεται ζωή. Αν τελικά εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας να αγαπάει την ανθρώπινη ζωή κι όχι τη ζωούλα του μόνο, ε τότε ναι, αυτός ο κόσμος θ’ αλλάξει.
Μια σύγχρονη γραφή και ματιά πάνω σε γεγονότα και καταστάσεις που βιώνουμε καθημερινά. Μια παράσταση που ανυπομονούμε να δούμε.
*Η συνέντευξη δόθηκε στις συντάκτριες Τσελέντη Γιώτα και Χρυσού Έφη.