Συνέντευξη με ένα ζωγράφο που αγαπάει την Σίφνο: τον Κρίστιαν Μπρέσνεφ
2016-05-17Γίνεται να μοιράζεσαι με έναν άνθρωπο, άγνωστο, μερικές από τις μεγαλύτερες αγάπες σου; Ω ναι! Με τον Κρίστιαν Μπρέσνεφ μοιραζόμαστε την αγάπη μας για τη ζωγραφική καθότι ζωγράφος ο ίδιος, τη λατρεία μας για τη Σίφνο, τον έρωτα με τα βιβλία και τους ανθρώπους αλλά και πολλά ακόμη. Καλλιτέχνης που έζησε πολλά χρόνια στη Σίφνο και την αγάπησε όσο λίγοι, αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο στο οποίο παρουσιάζει τις αναμνήσεις του από την ζωή στο νησί και την καθημερινή του εργασία στο ατελιέ, παρέα με τα πινέλα και τα χρώματα. Απολαυστικός και εξομολογητικός, με λόγο γεμάτο έμπνευση, μας παροτρύνει να πάρουμε τώρα μία τσάντα και να πάμε στον πιο αγαπημένο προορισμό των Κυκλάδων, στη Σίφνο. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Το σπίτι του Ζωγράφου στη Σίφνο» αλλά και την παρουσίαση του βιβλίου στο Ίδρυμα Ευγενίδου (περισσότερα εδώ), συνομιλήσαμε μαζί του για τα χρόνια που πέρασαν, τη ζωγραφική και αρκετά ακόμη! Απολαύστε τον παρακάτω!
Ενημερώθηκα για το βιβλίο σας και ομολογώ πως είχα πολύ καιρό να νιώσω τόσο ενθουσιασμό και ανυπομονησία μέχρι να το πάρω στα χέρια μου! Τον ίδιο έρωτα που περιγράφετε πως νιώσατε για το νησί της Σίφνου ένιωσα και εγώ την πρώτη φορά που ταξίδεψα εκεί. Θα ήθελα πολύ να μου μιλήσετε λίγο για αυτό τον έρωτα. Πως μοιάζει; Τι χαρακτηριστικά έχει;
Υπήρξα αρκετά μπερδεμένος και αδιαμόρφωτος διανοητικά, καλλιτεχνικά και σεξουαλικά σα νέος. Είχα, όμως, σημαντική επιτυχία με τη τέχνη μου από αρκετά τρυφερή ηλικία -καθώς και με την εμφάνισή μου στους άντρες και στις γυναίκες- ώστε υποσυνείδητα πρέπει να αναζητούσα ένα «ασφαλές» μέρος προκειμένου να ωριμάσω. Ένα μέρος που θα με προφύλαττε από τις αναταράξεις της νεότητας και του σεξ. Με διακατείχε υπερβολική σεξουαλικότητα, όπως υποθέτω πολλούς νέους, αλλά δεν είχα ακόμα βρει που ανήκα -παρότι είχα πληθώρα εμπειριών. Σίγουρα δεν είχα ακόμα ερωτευτεί. Δεν ήμουν έτοιμος. Με την άφιξη μου στη Σίφνο ένιωσα τεράστια ζεστασιά από το νησί και τους ανθρώπους του. Με φρόντιζαν. Δεν επιδίωξαν να με «καταδιώξουν». Δε με ενόχλησαν. Όπως περιγράφω και στο βιβλίο, το λιμάνι στις Καμάρες έμοιαζε με «...δύο γιγαντιαία χέρια που με κρατούν σφιχτά..» - μια αίσθηση της μητέρας γης. Θα μπορούσα να αγαπήσω και εγώ πίσω τους κατοίκους του και το νησί· άνευ όρων. Ερωτεύτηκα ένα μέρος – τους ανθρώπους του- και κατά κάποιον τρόπο, με ερωτεύτηκαν και αυτοί.
Γιατί ήταν τόσο έντονη η ανάγκη στα 21 σας χρόνια για απομόνωση και αφοσίωση στη δουλειά σας; Τι ήταν αυτό που θέλατε να πετύχετε και δεν μπορούσατε χωρίς αυτή τη «στροφή» προς τον εαυτό σας;
Δεν είχα επίγνωση της «επιτυχίας». Ήμουν φιλόδοξος και με είχαν δεχτεί στο τμήμα Καλών Τεχνών του Royal College στο Λονδίνου, για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα τριών ετών στη Ζωγραφική, πράγμα το οποίο αποτέλεσε μεγάλη ώθηση τόσο στον εγωισμό μου όσο και στις φιλοδοξίες μου. Ένιωσα πως πραγματικά μπορούσα να γίνω ζωγράφος και οι γονείς μου ήταν ευχαριστημένοι με το ακαδημαϊκό κύρος της σχολής, υπήρξαν και οι δύο γιατροί και το ίδιο θα ακολουθούσε και ο αδερφός μου, έτσι ένιωσα ότι θα απολάμβανα σεβασμό αποκτώντας αυτό το πτυχίο. Θεωρώ ότι η ανάγκη μου για απομόνωση ήταν υποσυνείδητη. Όπως ανέφερα δεν ένιωθα έτοιμος για τον 'μεγάλο' κόσμο και θα πρέπει να αισθανόμουν ότι ένα απομονωμένο μέρος σα τη Σίφνο θα ήταν κατάλληλο για εμένα, καλλιτεχνικά και αισθηματικά. Αλλά δεν είμαι σίγουρος πόσο συνειδητά πήρα αυτή την απόφαση. Θυμάμαι την πρώτη φορά που ταξίδεψα στη Σίφνο, στο λιμάνι του Πειραιά ήμουν δίπλα από το πλοίο με προορισμό στη Μύκονο. Ήταν γεμάτο τουρίστες. Το καράβι για Κάλυμνο ήταν άδειο. Ήξερα ότι πήγαινα στο σωστό μέρος. Νομίζω ότι σε εκείνη την ηλικία δεν παίρνουμε συνειδητές αποφάσεις αλλά πάντα μου άρεσε η μοναξιά, ακόμα την προτιμώ. Η ζωγραφική είναι αρκετά μοναχική δουλειά. Νοικιάζω κατά την διάρκεια του χειμώνα ένα σπίτι στην κορυφή ενός βουνού στην Καραϊβική. Για εννέα εβδομάδες δε συναντώ κανέναν -εκτός από το σύζυγό μου και τον αγαπημένο μου σκύλο- και δε με απασχολεί τίποτα. Λατρεύω τα «καταφύγια», και τότε και τώρα. Η Σίφνος υπήρξε ένα καταφύγιο. Ένα μέρος για να ωριμάσω, να συγκεντρωθώ, να δουλέψω.
Εντοπίζετε διαφορές στο έργο σας, αλλά και στον ίδιο σας τον εαυτό, όσο βρισκόσασταν μακριά από το νησί και ζούσατε αλλού;
Ναι, σίγουρα. Καθαρά τεχνικά, όταν βρισκόμουν στο ατελιέ μου στη Νέα Υόρκη δούλευα κατά αποκλειστικότητα σε μεγάλη κλίμακα. Μεγάλοι πίνακες! Η Σίφνος δε μου επέτρεψε κάτι τέτοιο. Έπρεπε να εστιάσω σε ιδέες, να αναπτύξω νέες μορφές και θεματικά αντικείμενα και υπήρξε μια ατέλειωτη πηγή έμπνευσης. Είμαι κοινωνικός άνθρωπος, όταν θέλω. Υπήρχε μια παραφροσύνη στη Νέα Υόρκη στα τέλη του ‘70, αρχές του ’80. Το σεξ ήταν παντού – γνώριζα τους πάντες και πήγαινα παντού. Περνάγαμε ευχάριστα. Όμως, δεν «κάηκα» όπως κάποιοι φίλοι και, βέβαια, εμφανίστηκε και το AIDS. Όλοι νομίσαμε ότι θα πεθάνουμε. Μερικοί φίλοι που επισκέφτηκαν τη Μύκονο, πέθαναν. Η Σίφνος πάντα με βοηθούσε – με προστάτευσε – εκείνα τα γιγαντιαία χέρια.
Ποιες είναι οι πιο χαρακτηριστικές στιγμές που σας έρχονται πρώτες στο μυαλό όταν ανασύρετε τις μνήμες από τη ζωή σας στην Σίφνο; Θα θέλατε να μοιραστείτε με εμάς μια ιστορία από το νησί;
Η έκθεση του κύκλου της ζωής: εμείς οι Δυτικοί κρύβουμε το θάνατο, κρύβουμε τις κηδείες και το θρήνο. Στη Σίφνο συνάντησα φανερά ολόκληρο τον κύκλο της ζωής: το θάνατο, το θρήνο, τη χαρά της βάφτισης, τη χαρά του γάμου. Συγκινήθηκα αρκετά από όλο αυτό. Τα πανηγύρια, τη χαρά εορτασμού κάποιου αγίου. Δεν είμαι θρήσκος σαν άνθρωπος. Όμως, στη Σίφνο, έγινα. Υπάρχουν αρκετές ιστορίες και στο βιβλίο. Είμαι λίγο αφηρημένος καθώς σήμερα πετάω για Ευρώπη.
Τι άλλο επηρέασε τη δουλειά σας ως καλλιτέχνης; Άλλοι ζωγράφοι, καλλιτέχνες κλπ.. Ποιους ξεχωρίζετε στη σύγχρονη καλλιτεχνική πραγματικότητα;
Από αρκετά νεαρή ηλικία πήγαινα σε μουσεία και εκθέσεις σε όλη την Ευρώπη. Άκουγα πολλή μουσική, κλασική ή όπερα, και οι γονείς μου το ενθάρρυναν αυτό. Η Βασιλεία, στην Ελβετία, είναι μια πλούσια και καλλιεργημένη πόλη και υπήρξε ένα υπέροχο μέρος για να μεγαλώσει κάποιος. Παρακολούθησα κάθε θέαμα και υπήρξαν ζωγράφοι που με επηρέασαν – δε θα μπορούσαν παρά να υπάρχουν. Η πτυχιακή μου εργασία επικεντρώθηκε στον Ferdinand Hodler και στον Μarc Rothko. Είδα τους πρώτους πίνακες του Rothko στη γκαλερί Beyeler στη Βασιλεία τη δεκαετία του ’60, καταπληκτικοί! Ήμουν «οπτικός» και απόλυτα παθιασμένος με το να παρακολουθώ τα πάντα και παρέμεινα, κατά κάποιον τρόπο μεταφορικά, ένας ζωγράφος τοπίου. Δεν υπήρξα ποτέ «μοδάτος», ποτέ δε συμμετείχα σε κάποια «ομάδα». Και παρέμεινα πάντα αληθινός με τον εαυτό μου. Ίσως σφάλμα από άποψη καριέρας αλλά νιώθω καλά με όσα έχω κάνει μέσα σε 50 χρόνια. Το σχέδιο ήταν πάντα η αγαπημένη μου ασχολία και εξακολουθώ να σχεδιάζω αρκετά.
Θα θέλαμε να μας πείτε μερικά λόγια για την ζωή σας τώρα. Ζείτε στο Κονέκτικατ. Συνεχίζετε να δημιουργείτε ή έχετε στραφεί σε κάποια άλλη δημιουργική διαδικασία;
Η ζωή μου στο Κονέτικατ είναι πολύ ήρεμη και ικανοποιητική. Με τον Τιμ και το σκωτσέζικο τεριέρ μου, τη Ζούλου, και πολλούς πολύ καλούς φίλους κοντά. Μια υπέροχη κοινότητα Νεοϋορκέζων που έχουν διαλέξει να ζουν εκεί. Ακόμα, επισκέπτομαι τη Νέα Υόρκη περίπου μια φορά την εβδομάδα αλλά πλέον δε διακατέχομαι από την περιέργεια να δω κάθε παράσταση και κάθε μουσείο. Έχω δει πολλά. Ζούμε ακριβώς δίπλα στο νερό, στον ποταμό Κονέτικατ, μια πραγματική πολυτέλεια –και έχω ένα υπέροχο ατελιέ. Αλλά πλέον δε νιώθω την ανάγκη να ζωγραφίζω κάθε μέρα. Ζωγράφιζα για 50 χρόνια, πολύς καιρός. Σχεδιάζω περισσότερο τώρα, αλλά κουράζομαι σωματικά πολύ πιο γρήγορα πλέον. Διαβάζω αρκετά και συνεχίζω να ακούω πολλή μουσική. Αποτελεί την αγαπημένη μου συνήθεια -κυρίως η όπερα- και βέβαια, πάντα ακούω μουσική όταν βρίσκομαι στο ατελιέ.
Τι σημαίνει η έκδοση αυτού του βιβλίου για εσάς;
Προσωπική και βαθιά ικανοποίηση. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους ανθρώπους της Σίφνου, πέραν από τους γονείς μου, και ένιωσα ότι γράφτηκε για εκείνους. Έτσι, είναι υπέροχο που μπορούν όλοι να το διαβάσουν. Ελπίζω ακόμα να με αγαπάνε λίγο διαβάζοντάς το. Συνεχίζω να επισκέπτομαι τη Σίφνο , πάντα θα την επισκέπτομαι, θα αποτελεί πάντα ένα σπίτι για εμένα γεμάτο αγάπη.