Εισχωρώντας στην καρδιά της «Καρένινα» με τη Δέσποινα Κούρτη και τον Αργύρη Ξάφη
2024-12-12Η Δέσποινα Κούρτη και ο Αργύρης Ξάφης είναι συνοδοιπόροι στη ζωή και δύο ξεχωριστοί καλλιτέχνες, με επαγγελματικές διαδρομές παράλληλες που συχνά διασταυρώνονται. Θεατρικά τους (παρ)ακολουθώ εδώ και αρκετά χρόνια και κάθε φορά καταφέρνουν να συγκινούν την ψυχή μου, τόσο με τα έργα που επιλέγουν όσο και με τον τρόπο που φτάνουν στο μεδούλι των ηρώων που υποδύονται. Κι αν δεν ήταν η «Καρένινα» η ιδανική ευκαιρία για μια πρώτη - εκτός σκηνής - συζήτηση μαζί τους, τότε ποια θα ήταν; Γι' αυτό, λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα της νέας παράστασης της ομάδας τους, των ΠΥΡ δηλαδή, τους συνάντησα στο θέατρο «Θησείον», όπου μοιράστηκαν σκέψεις και λόγια που νομίζω πως αξίζει να αφιερώσετε λίγο χρόνο και να διαβάσετε.
Τι σας απασχόλησε περισσότερο στην «Άννα Καρένινα» και θελήσατε να δουλέψετε πάνω στο συγκεκριμένο έργο του Τολστόι;
Α.Ξ.: Η ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο έργο έχει περάσει από διάφορα στάδια.
Πρωτοασχολήθηκα πριν από 12 χρόνια, με αφορμή μια παράσταση που σκεφτόμασταν να κάνουμε με βάση αυτό το κείμενο. Είχα την αίσθηση ότι στις διαχειρίσεις που γίνονταν πάνω σε αυτό το τεράστιο μυθιστόρημα, το «μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων» για πολλούς, δεν δινόταν η απαραίτητη ανάπτυξη, που εγώ αισθανόμουν ότι υπήρχε όταν το διάβαζα, στους ήρωες και στην πλοκή. Σκεφτόμουν, μάλιστα, να κάνω όλη τη διασκευή μόνο με δύο άτομα. Ήταν ένα στοίχημα που είχα βάλει με τον εαυτό μου σ’ εκείνη την πιο νεανική μου φάση και ήθελα να το καταφέρω, μια προσωπική πρόκληση, λιγότερο βαθιά τότε απ’ ό,τι αισθάνομαι ότι είναι τώρα.
Τώρα, έχοντας περάσει τα χρόνια και ψάχνοντας τι θα κάνουμε με την ομάδα ΠΥΡ φέτος, στο μυαλό μου άνθισε ξανά μ’ έναν καινούριο τρόπο αυτή η ιστορία. Είδα πτυχές που αφορούν τη γυναικεία χειραφέτηση μέσα από την ιστορία της Άννας, αλλά και την ανθρώπινη ολοκλήρωση μέσα από την ιστορία του Λέβιν. Επίσης, ένιωσα πάλι, όπως τότε, ότι αυτό το μυθιστόρημα είναι αδικημένο στο κομμάτι της μεταφοράς του στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, γιατί πάντα λείπει η ιστορία ενός βασικού ήρωα του Λέβιν, που μας απασχολεί για το μισό τουλάχιστον βιβλίο παράλληλα με την Άννα. Οπότε για μένα ήταν ξεκάθαρο ότι χρειάζεται οπωσδήποτε να ασχοληθεί κάποιος και με αυτόν για να αναδείξει ορθότερα την ιστορία της Καρένινα.
Είναι τόσο σημαντικό αυτό το μυθιστόρημα, γιατί δεν είναι ένα ακόμα ρομάντζο. Όταν βλέπεις μαζί τις δύο ιστορίες, της Άννας και του Λέβιν, ασυνείδητα αντιλαμβάνεσαι την Καρένινα ως μια ιστορία που σχετίζεται με πιο υπαρξιακά ζητήματα, με τον αγώνα που κάνει ένας άνθρωπος για να ξεφύγει από όσα του έχουν ορίσει οι υπόλοιποι ότι πρέπει να είναι ή να αρκείται με αυτά. Ξέροντας, λοιπόν, ότι τα συγκεκριμένα θέματα απασχολούν την ομάδα, επανέφερα το έργο στο τραπέζι, ξαναδιαβάστηκε και συμφωνήσαμε ότι είναι μια καλή ευκαιρία να ασχοληθούμε με αυτό. Βέβαια και η πραγματοποίηση αυτού του εγχειρήματος ήταν ένα ακόμα έπος, πολύ ενδιαφέρον, γιατί ξεκινώντας από μια διασκευή του μυθιστορήματος καταλήξαμε, μετά από πολύ δρόμο, σε ένα καινούριο πρωτότυπο κείμενο.
H θεατρική σας μεταγραφή χαρακτηρίζεται «τολμηρή». Γιατί;
Α.Ξ.: Νομίζω δεν θα χρειαζόταν να το γράψουμε αν δεν απευθυνόμασταν στο ελληνικό κοινό. Στο εξωτερικό, ας πούμε, βλέπω διασκευές ή μεταγραφές έργων που γίνονται με απόλυτο θάρρος χωρίς να χρειάζεται κανείς να εξηγήσει τίποτα σε κανέναν. Εδώ πρέπει να το αναφέρεις έτσι ώστε να μην ξεσηκωθεί μετά ο κόσμος λέγοντάς σου ότι δεν σέβεσαι «τα ιερά και τα όσια», ασχέτως που οι περισσότεροι μπορεί να μην έχουν διαβάσει ποτέ την Καρένινα. Σε κάθε περίπτωση, θέλαμε να είμαστε ξεκάθαροι από την αρχή ότι πρόκειται για ένα πρωτότυπο δραματοποιημένο κείμενο, μια φαντασία πάνω στην Καρένινα, η οποία κατά τη γνώμη μου περιέχει πολύ περισσότερα από τα βασικά συστατικά του μυθιστορήματος.
Δεν αγαπήσατε εξ αρχής την Καρένινα. Με ποιον τρόπο προσπαθήσατε να την πλησιάσετε και τι σας έκανε να αλλάξετε γνώμη; Η προσέγγισή της στη μεταγραφή έπαιξε ρόλο;
Δ.Κ.: Στην αρχή δεν μπορούσα να την πιάσω από κάπου. Το μυθιστόρημα το είχα διαβάσει πολύ μικρή και είχα μείνει στην ερωτική ιστορία. Το ξαναδιάβασα τότε που ξεκίνησε να το δουλεύει ο Αργύρης, έζησα τη φοβερή γοητεία του βιβλίου που δεν μπορείς να το αφήσεις απ΄ τα χέρια σου, αλλά και πάλι δεν κατακτήθηκα. Αγάπησα όμως τον Λέβιν και την Κίττυ, τη γυναίκα του, και συνειδητοποίησα αυτό που είπε πριν ο Αργύρης, ότι το μυθιστόρημα είναι στην πραγματικότητα δύο ιστορίες - ένας πρότερος τίτλος ήταν «Δύο γάμοι» - κι ότι μέσα στους δύο συμπρωταγωνιστές, την Άννα και τον Λέβιν, βρίσκονται η ψυχή και η διάνοια του Τολστόι. Στον Λέβιν η αναζήτηση του νοήματος της ζωής είναι πιο ξεκάθαρη, γιατί στις περισσότερες σελίδες που αφορούν την ιστορία του ο Τολστόι αναπτύσσει αυτόν τον αγώνα του. Στην Άννα, από την άλλη, απλά αναφέρει τα γεγονότα της ζωής της, τα οποία όμως έχουν ακριβώς μια ίδια πορεία αναζήτησης. Αυτό έγινε ξεκάθαρο μέσα μου όταν απαλλάχτηκα από τη ζάλη του αναγνώστη που διαβάζει τη μια σελίδα μετά την άλλη κι έπρεπε ως ερμηνεύτρια να μπω στον χαρακτήρα της και να σκάψω. Μέσα από αυτή την παραλληλία την κατάλαβα και τελικά την αγάπησα. Ή καλύτερα θα πω πως με κατέκτησε, γιατί από ένα σημείο και μετά χρειάστηκε εγώ να την ακολουθήσω, βλέποντας τι αποκαλυπτόταν μπροστά μου σε σχέση με αυτό που είχε γράψει ο Τολστόι, το οποίο αναδείχθηκε πολύ καλά πιστεύω κι από τη μεταγραφή του Αργύρη. Αισθάνθηκα ότι με τον τρόπο που τράβηξε τον συγγραφέα με τον ίδιο τράβηξε κι εμένα και συνειδητοποίησα ότι απλώς πρέπει να πάω προς τα εκεί που με οδηγεί με θάρρος. Γιατί ο Τολστόι ήταν ένας διχασμένος άνθρωπος· υπήρχε ο ηθικολόγος και ο ποιητής. Στην αρχή, ο ηθικολόγος νικούσε, έχοντας μια κριτική στάση απέναντί της, και οι πρώτοι τίτλοι του για το μυθιστόρημα ήταν κάπως υποτιμητικοί για την Άννα. Όμως, η συγγραφική του ευφυΐα και η σοφία του ίδιου του έργου είχαν σαν αποτέλεσμα να προκύψει ένα πλάσμα με πάρα πολύ μεγάλη ευαισθησία και ειλικρίνεια, που καίγεται, μια πολύπλοκη και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που παρουσιάζεται απ’ όλες τις πλευρές. Η άναρχη φύση της Άννας παρέσυρε τον Τολστόι και δημιούργησε ένα τόσο μεγάλο μυθιστόρημα, γιατί τα θέματά του είναι πολύ μεγαλύτερα από μια ιστορία μοιχείας, εξού και το τραγικό τέλος.
Στη δική σας «Καρένινα» το τέλος δίνεται αυτούσιο ή αλλάζει;
Α.Ξ.:Το τέλος της Καρένινα είναι μια μεγάλη ιστορία που έχει χαραχτεί στο συλλογικό ασυνείδητο όλου του πλανήτη. Ακόμα και κάποιος να μην έχει διαβάσει ποτέ το βιβλίο ξέρει ότι δίπλα στη λέξη «Καρένινα» υπάρχουν οι λέξεις «αυτοκτονία» και «τρένο». Επιπλέον, έχοντας διαβάσει και αρκετούς αρχαίους τραγικούς ξέρουμε ότι τους άρεσε να παίζουν με τους εγκατεστημένους μύθους και το ενδιαφέρον πάντα ήταν πώς αυτούς χρησιμοποιώντας τους θα πάμε λίγο πιο πέρα. Επειδή, λοιπόν, αυτή η φιλοσοφία ταιριάζει με την ανάγκη μας ως ομάδα το τέλος δεν αλλάζει μεν, αλλά δεν είναι και το τέλος δε. Στην παράσταση γίνεται κάτι που ξεπερνάει το γνωστό φινάλε και δίνει μια επιπλέον πρόταση πάνω σε αυτό. Ήταν η τελευταία σκηνή που γράφτηκε μετά από μεγάλη ταλαιπωρία και πολλή σκέψη για να βρεθεί αυτό που θα μας ικανοποιούσε να συμβεί. Spoiler, όμως, δεν θα δώσουμε!
Η Άννα και ο Λέβιν, οι δύο βασικοί ήρωες του έργου, στο βιβλίο συναντιούνται μόνο μια φορά. Στην παράσταση πώς συνδέονται;
Δ.Κ.: Στο βιβλίο, ναι, οι δυο τους συναντιούνται προς το τέλος, αν και υπάρχουν άνθρωποι που τους συνδέουν, όπως ο αδερφός της Άννας με τον οποίο είναι φίλος ο Λέβιν. Στην παράσταση συναντιούνται σε μια περιοχή που αφορά το υποσυνείδητο και δεν υπάρχει μέσα στο μυθιστόρημα, «λίμπο» την ονομάζουμε μεταξύ μας. Ο Αργύρης έχει δημιουργήσει μια υπερβατική πλατφόρμα, όπου αυτοί οι δύο έχουν τη δυνατότητα να κάνουν παρέα, γιατί είναι συγγενικές φύσεις και συνεννοούνται. Στις μεταφυσικές συναντήσεις τους εδραιώνεται η συντροφικότητά τους και πλησιάζοντας προς το τραγικό τέλος μία από τις μεγαλύτερες ελλείψεις της Άννας είναι που δεν μπορεί να τον βρει πουθενά. Aυτό είναι συγκινητικό. Ίσως αν το έβρισκε εκεί στο τρένο θα της έσωζε τη ζωή.
Α.Ξ.: Θα ήταν μια ιδανική περίπτωση ζευγαριού, αν υπήρχε αυτή η πιθανότητα. Δεν χτίζουμε όμως μια ερωτική ιστορία μεταξύ τους. Καταλαβαίνονται απόλυτα και είναι αυτό που λέμε αδελφές ψυχές. Γι’ αυτό βρίσκονται σε μια περιοχή που δεν υπάρχει, σε έναν χώρο όπου βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στον άλλον. Είναι πολύ χρήσιμο αυτό για δύο ανθρώπους που βασανίζονται.
Δ.Κ.: Και οι δύο έχουν μια απόκλιση από την αναμενόμενη συμπεριφορά, μια ιδιορρυθμία η οποία είτε τους εξυψώνει είτε τους καταστρέφει. Από τους δύο, βέβαια, μόνο ο Λέβιν τα καταφέρνει, και δεν καταστρέφεται.
Α.Ξ.: Γιατί ο Λέβιν δεν έχει όλη την κοινωνία απέναντί του. Στην πραγματικότητα, ο μόνος αντίπαλος είναι ο εαυτός του. Ενώ για την Καρένινα τα πάντα είναι εμπόδιο.
Έχει κοινά στοιχεία ο Λέβιν με έναν άνθρωπο της σύγχρονης γενιάς;
Α.Ξ.: Όχι πολλά. Ο Λέβιν είναι ένας άνθρωπος ο οποίος αντί να κάνει αυτό που θεωρείται αξία στις μέρες μας, να χορτάσει τα χρήματα που έχει και να κάνει τη ζωάρα του, αποφασίζει να ασχοληθεί με το ποιος είναι και τι νόημα έχει αυτή η ζωή. Δίνει μια πιο υπαρξιακή μάχη, η οποία δεν ταιριάζει τόσο πολύ με τις μάχες που δίνουμε στις μέρες μας οι περισσότεροι κι έχουν να κάνουν με την διαβίωση. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι έχει νόημα ύπαρξης αυτός ο ήρωας, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η βελτίωση του πνεύματος είναι κάτι το οποίο έχουμε αμελήσει προκειμένου να προλάβουμε τα τρέχοντα. Η ενασχόληση με αυτό το κομμάτι του εαυτού δεν είναι πολυτέλεια και δεν αφορά ειδικά τους ανθρώπους που έχουν χρόνο ή λεφτά, ίσα ίσα που αυτοί ασχολούνται ακόμα λιγότερο, αλλά θεωρώ ότι η αναζήτηση προς τα μέσα και προς τα πάνω είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που κάνουν τον άνθρωπο να ξεχωρίζει.
Αυτή την εσωτερική εξέλιξη δεν αναζητά κάποιος, είτε ως καλλιτέχνης είτε ως θεατής, και μέσα από το θέατρο;
Α.Ξ.: Το θέατρο πρωτίστως αυτή την ανάγκη εκπληρώνει κι όχι αυτή μιας παράλληλης πραγματικότητας. Η παράλληλη πραγματικότητα δεν έχει κανένα ενδιαφέρον αν δεν εμπνεύσει την τωρινή μου πραγματικότητα. Αν ο σκοπός της είναι να μου δείξει αυτό που ούτως ή άλλως υπάρχει δίπλα μου και βλέπω στις ειδήσεις, δηλαδή να μου επιβεβαιώσει την τωρινή μου πραγματικότητα, εμένα δεν μου αρκεί σαν καλλιτέχνη. Η βαθιά μου πεποίθηση είναι να προσπαθώ να βρω μια πόρτα μέσα από αυτή την παράλληλη πραγματικότητα και να μπορώ να πω και στους άλλους ότι από εδώ είναι η έξοδος, από εδώ πάμε προς τα κάπου αλλού, ασχέτως αν όλο αυτό εκπληρώνεται μέσα από μια φαντασιακή κατεύθυνση.
«Είμαι η Άννα. Σκέτο.»: Πώς μεταφράζεται αυτή η φράση; Συνοψίζει, όπως υποδηλώνεται, τη στάση της ηρωίδας απέναντι στην κοινωνία;
Δ.Κ.: Αυτή η φράση λέγεται στην περιοχή των ονείρων. Εκείνα τα σημεία έχουν τους δικούς του κανόνες ελευθερίας. Ο τρόπος που εκφράζονται οι ήρωες μέσα σε αυτή την περιοχή έχει τη δική του, εντός εισαγωγικών, απόκλιση. Παρόλα αυτά αυτή η αιχμή υπάρχει στη συγκεκριμένη δήλωση, η ανάγκη να είμαι αυτό που είμαι, όχι αυτό που περιμένουν ή μου επιβάλλουν οι άλλοι, αυτό που αν δεν είμαι θα φοβάμαι ότι δεν θα επιβιώσω. Η Άννα είναι ένας άνθρωπος που θέλει να γκρεμίσει τα προσχήματα. Ο έρωτας είναι απλά το όχημα για να παλέψει με αυτά.
Η αντιμετώπιση μιας ιστορίας σαν αυτή της Άννας πόσο διαφέρει στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;
Δ.Κ.: Προσωπικά είμαι λίγο μακριά από την κουλτούρα των social media, δεν έχω λογαριασμό σε κάποιο από αυτά, όμως αυτό που συμβαίνει εκεί - βλέποντας μέσω του Αργύρη που είναι ενεργός - αυτή η ευκολία με την οποία από μία κουβέντα κάποιου ή από μια φωτογραφία που ερμηνεύει ο καθένας όπως θέλει, από μία είδηση που δεν ξέρουμε αν είναι αληθινή ή όχι, μπορεί να ξεκινήσει ένα λαϊκό δικαστήριο, μια γενική κατακραυγή για έναν άνθρωπο, νομίζω ότι αυτό είναι η ιστορία της Άννας. Αυτή η ανθρωποφαγική λειτουργία είναι ακριβώς η ίδια με της βαθιά υποκριτικής και διεφθαρμένης κοινωνίας της Αγ. Πετρούπολης στο έργο, η οποία δεν ανέχεται μια γυναίκα που προσπαθεί με μια καθαρότητα να υποστηρίξει τη ζωή της, αλλά θα προτιμούσε μια γυναίκα παντρεμένη με πολλούς εραστές τους οποίους κρύβει πίσω από την κουρτίνα και κυκλοφορεί με τον άντρα της χωρίς να τρέχει τίποτα. Από τη στιγμή που η Άννα διεκδικεί έναν διαφορετικό τρόπο ύπαρξης, πιο τίμιο, γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος. Βρίσκω σε αυτή την αντιμετώπιση μια απόλυτη αναλογία με τη συμπεριφορά των ανθρώπων στο διαδίκτυο, ανώνυμοι, κρυμμένοι στο σπίτι τους, χρησιμοποιούν μια εντελώς κανιβαλιστική γλώσσα που αποκαλύπτει κάποια ένστικτα που πρέπει να μας προβληματίζουν. Είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να σκεφτούμε πώς θα του αντισταθούμε σαν κοινωνία και ο καθένας προσωπικά.
Η ηρωίδα επιλέγει να ζήσει πέρα από κοινωνικές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να είναι δακτυλοδεικτούμενη. Σήμερα πώς κρίνονται ανάλογες συμπεριφορές;
Δ.Κ.: Ακόμα και σήμερα η ιστορία μιας γυναίκας, που είναι μητέρα και τινάζει το γάμο της στον αέρα κι επειδή οι νομικές λεπτομέρειες δεν είναι πάντοτε υπέρ της μπορεί να κάνει πολύ μεγάλη ζημιά στη σχέση της με το παιδί της για έναν άντρα, μας προκαλεί ένα σφίξιμο στο στομάχι. Επίσης, η απιστία της συζύγου στο γάμο αντιμετωπίζεται τελείως διαφορετικά απ’ ότι του συζύγου. Το θέμα, όμως, είναι στο πόσο όλοι μας έχουμε κάνει κάποια βήματα ώστε να μπορέσουμε να μειώσουμε αυτή την ανισότητα έως να την εξαφανίσουμε κι αυτά τα θέματα ταμπού να μπορέσουμε να τα κοιτάξουμε κατάματα με ψυχραιμία και να σταθούμε με πιο καθαρό μυαλό και πιο ειρηνική καρδιά απέναντι σε έναν άνθρωπο που βάζει τέτοιες βόμβες στη ζωή του. O σκοπός δεν είναι να την αθωώσουμε, αλλά να δούμε πόσο συντηρείται αυτή η ανισότητα κι αυτή η προκατάληψη στις μέρες μας.
Ποιες, κατά τη γνώμη σας, είναι οι πιο έντονες κοινωνικές πιέσεις που δέχονται οι άνθρωποι της σημερινής κοινωνίας;
Α.Ξ.: Μια σημαντική κοινωνική πίεση είναι η υποχρέωση που υπάρχει από παντού να καταναλώνεις, διότι αν δεν το κάνεις θεωρείσαι αποτυχημένος. Συσχετίζεται δηλαδή η αξία σου σαν άνθρωπος με το πόσο μπορείς να ξοδέψεις, από τα φαγητά που θα φωτογραφήσεις στα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία που θα πας, τις διακοπές που θα κάνεις και γενικά το πώς ζεις. Έχουμε μόνο τις καλύτερες στιγμές να συγκρινόμαστε κι αυτό δημιουργεί το άγχος ότι πρέπει οπωσδήποτε να ξεπερνάμε συνέχεια τέτοιου είδους όρια που μπαίνουν ασυνείδητα από τα social media, τις διαφημίσεις, τα τραγούδια. Η συγκεκριμένη κατάσταση νομίζω τρελαίνει τους ανθρώπους που πρέπει να υπεραποδώσουν και στο πλαίσιο αυτής περνάμε σε ένα ακόμα μεγαλύτερο θέμα που έχει να κάνει με την έλλειψη οποιουδήποτε είδους ηθικής αξίας. Παλαιότερα υπήρχε ένα αίσθημα νοιαξίματος, μια στοιχειώδης ενσυναίσθηση, που θα σταματούσε τον διπλανό σου από το να σου κάνει κακό, τώρα δεν υπάρχει.
Δ.Κ.: Όταν ήμουν φοιτήτρια θυμάμαι είχε μπει ξαφνικά στην ελληνική κουλτούρα η νοοτροπία των winners και losers και θυμάμαι ρώτησα τότε έναν φίλο μου αν καταλάβαινε τι είναι αυτό και μου είπε πως δεν καταλάβαινε την ερώτηση. Αυτή την απάντηση την κράτησα μέσα μου, γιατί πιστεύω ότι ο άνθρωπος που θα πει «δεν καταλαβαίνω την ερώτηση» έχει κάνει ήδη μέσα του μια μικρή επανάσταση. Αυτό είναι σύμφυτο με αυτό που έλεγε ο Αργύρης. Αυτή η αντίληψη των winners και losers έχει παρεισφρήσει πια στις αξίες και στις σχέσεις μας κι έχει δημιουργήσει μια πάρα πολύ μεγάλη πίεση συναισθηματικά και ηθικά. Πρώτα υπάρχει ο ανταγωνισμός και μετά ακολουθούν τα υπόλοιπα. Θέλω να συμπληρώσω στις πιέσεις και την πτώση του βιοτικού επιπέδου. Δεν θα την έλεγα κοινωνική, περισσότερο οικονομική, αλλά επεκτείνεται και στο κοινωνικό πεδίο. Η αίσθηση ότι πρέπει να ξεσκιστείς για να επιβιώσεις κι όχι για να ζεις καλά είναι διάχυτη παντού. Ελπίζω μόνο να μην γίνει χειρότερη, γιατί δεν ξέρω που θα οδηγήσει.
Όσον αφορά την αναζήτηση της δικαίωσης - άλλο ένα διαχρονικό ζήτημα που θίγει το έργο - τι γίνεται;
Δ.Κ.: Θέλω, αν και δεν τα καταφέρνω πάντα, να εμπιστεύομαι τον χρόνο. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή δεν περιμένω άμεσα καλά αποτελέσματα, ότι θα δικαιωθούν κάποια αυτονόητα αιτήματα της κοινωνίας ή δικά μας. Ωστόσο, δεν είμαι εντελώς απαισιόδοξη, έχω μια πεποίθηση ότι σε βάθος χρόνου κάτι θα γίνει, γιατί όσο υπάρχουν κάποιες φλόγες ζωντανές και κάπως συνεννοούμαστε μεταξύ μας κάτι μπορεί να συντονιστεί προς μια φωτεινή κατεύθυνση.
Άλλωστε αυτές οι συντονισμένες προσπάθειες, οι ζωντανές φλόγες που αναφέρατε, δεν έφεραν και τη θετική εξέλιξη στο θέμα του ΠΔ85;
Α.Ξ.: Σαφέστατα οι τελευταίες εξελίξεις στο κομμάτι αυτό είναι θετικές, μετά από όλη τη λοιδορία που έχουμε υποστεί. Ο καθένας έλεγε ό,τι ήθελε απλά για να μειώσει τον αγώνα που κάναμε και τώρα έρχεται το ΣτΕ που, σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα, κρίνει το ΠΔ85 άκρως προβληματικό ως προς τη συνταγματικότητά του και γι’ αυτό έχει προχωρήσει στην Ολομέλεια για να το επικυρώσει. Δεν χρειάζεται να έχεις σπουδάσει για να καταλάβεις ότι η ανώτερη εκπαίδευση θεωρείται τριτοβάθμια και όχι δευτεροβάθμια, όπως ήθελαν να την περάσουν και να επιμένουν λανθασμένα σε μια άλλου τύπου διαβάθμιση από αυτή που έχει η υπόλοιπη Ευρώπη. Ελπίζω αυτή η κίνηση να ολοκληρωθεί με το σωστό τρόπο και να μην αγνοηθεί, όπως άλλες αποφάσεις του ΣτΕ.
Δ.Κ.: Αν υπάρχει κάτι σταθερό στο οποίο πιστεύω είναι οι θεσμοί, αρκεί να λειτουργούν με υγεία, ανεξάρτητα. Κανονική δημοκρατία. Κι αυτό το έχει γράψει χρόνια πριν ο Αισχύλος στην Ορέστεια, στις Ευμενίδες συγκεκριμένα, όπου η Αθηνά λέει «Μη φοβάστε ποτέ μία πόλη που έχει υγιείς θεσμούς». Πρέπει να διεκδικούμε ως πολίτες υγιείς θεσμούς.
Α.Ξ.: Όσο βέβαια ζούμε σύμφωνα με τις τωρινές συνθήκες, του καπιταλισμού, είναι επιρρεπείς οι θεσμοί στο να κυλήσουν προς τις αξίες της εποχής που είναι το χρήμα, οι δωροδοκίες, οι καριέρες τέτοιου τύπου, κτλ., με αποτέλεσμα να χάνεται η αίσθηση της αφοσίωσης σε έναν σκοπό. Δεν φταίνε οι ίδιες οι μονάδες, αλλά ο κόσμος στον οποίο ζούμε και το καλλιεργεί όλο αυτό.
Η ομάδα ΠΥΡ πώς φωτίζει τις σκιές των καιρών;
Α.Ξ.: Η ύπαρξη μιας ομάδας μέσα σε μια συνθήκη ατομικισμού είναι από μόνη της μια πράξη αισιόδοξη και φωτεινή. Από εκεί και πέρα, ενώ μας ενδιαφέρουν θεματικές που αγγίζουν ζητήματα που μας απασχολούν και στη ζωή αυτή καθεαυτή - άσχετα αν έρχονται από άλλες εποχές - αποφεύγουμε να κάνουμε απομίμηση της πραγματικότητας φέρνοντας στο θέατρο του ίδιου τύπου χαμερπή ένστικτα και τονίζοντας τη ζοφερότητα που ήδη ζούμε. Προσπαθούμε να βρούμε δρόμους μέσα από πράγματα τα οποία είναι πιο μεγάλα από εμάς.
Δ.Κ.: Είναι όλα εκεί στα μεγάλα κείμενα που υπάρχουν τόσους αιώνες. Ένα κλασικό κείμενο, όμως, έχει τόση σάρκα και τόσο αίμα για να μπορεί να συνομιλήσει με επίκαιρα θέματα που η ενασχόληση με αυτό ξεφεύγει από την ακριβή αναπαράσταση μιας περασμένης εποχής όπως μπορεί να περιμένει κάποιος.
Α.Ξ.: Η παρελθοντολαγνεία δημιουργεί μια αίσθηση θαλπωρής, ανακούφισης και πολλές φορές μας κάνει να μην ασχολούμαστε ουσιαστικά με το σήμερα. Γιατί το σήμερα δεν έχει να κάνει με την επικαιροποίηση ενός έργου, αλλά με την ανάγνωσή του από το σήμερα. Κι επειδή υπάρχει μια τάση προς την παράδοση με την έννοια ενός πράγματος που χρειάζεται συντήρηση από το παρελθόν, πρέπει να θυμίσουμε ότι το θέατρο έχει ζωή, είναι ένα ατύχημα που μπορεί να γίνει Βατερλώ.
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε εδώ.