Ένα απόγευμα στο Γκάζι με τον Κωνσταντίνο Γώγουλο
2018-03-22Είναι από τα νέα πρόσωπα του θεάτρου που από τα πρώτα κιόλας χρόνια του στο επάγγελμα η παρουσία του επί σκηνής προκάλεσε τις εντύπωσεις (σ.σ. υποψήφιος για το Βραβείο Χορν το 2016). Σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης παλεύει, όπως λέει, να είναι χειραφετημένος, να μπορεί να κρατά τη ζωή του στα χέρια του και να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορεί όσo θα βρίσκεται σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Ο λόγος για τον Κωνσταντίνο Γώγουλο, τον οποίο συναντήσαμε σε ένα παρεΐστικο καφέ στο Γκάζι και με καλή διάθεση και χιούμορ μιλήσαμε περί (θεατρικής) ζωής και... θανάτου!
Από τη θεατρική ομάδα του Πολυτεχνείου στη δραματική σχολή του Εθνικού
Ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω στο Πολυτεχνείο, αν και ήξερα εξαρχής ότι ήταν κάτι το οποίο δεν με ενδιέφερε. Το συνειδητοποίησα όμως καλύτερα και στην πορεία, όσο καταπιανόμουν περισσότερο με αυτό. Ως φοιτητής, πέρα από τις σπουδές μου είχα και κάποιες δραστηριότητες, μέσα σε αυτές και το θέατρο. Αν και δεν ήμουν από τα παιδιά που έλεγαν «θέλω να γίνω ηθοποιός», συμμετέχοντας στη θεατρική ομάδα του Πολυτεχνείου γοητεύτηκα από αυτόν τον κόσμο κι απ’ ό,τι τον αφορούσε. Πέραν της υποκριτικής δηλαδή, η συλλογικότητα που χρειαζόταν για να φτιάξουμε τα σκηνικά και τους χώρους που κάναμε πρόβες και μετά ανεβάζαμε τις παραστάσεις είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Ήμασταν μια κολεκτίβα. Όσο περισσότερο εμπλεκόμουν με ό,τι έχει να κάνει με αυτή την τέχνη τόσο πιο πολύ με γοήτευε. Πέρασα ένα διάστημα που έπρεπε να ξεκαθαρίσω αν είναι ο δρόμος που θα ήθελα να ακολουθήσω, μέχρι που σιγουρεύτηκα μέσα μου ότι θέλω πραγματικά να ασχοληθώ με το θέατρο. Από ένα σημείο και μετά δεν υπήρχε ζήτημα επιλογής...
Πέρασα στη δραματική σχολή του Εθνικού, με σκληρή δουλειά αλλά και τύχη και τελειώνοντας με πήρε η Ελένη Σκότη, που ήταν και δασκάλα μου, για να συνεργαστούμε τη δεύτερη σεζόν που ανέβαζε την «Εκδοχή του Μπράουνινγκ». Εκεί γνώρισα και τον Δημήτρη Καταλειφό, με τον οποίο συνεργάστηκα και την επόμενη χρονιά στο «Γυάλινο Κόσμο». Τα χρόνια της σχολής και εκείνα που ακολούθησαν μέχρι και σήμερα που μιλάμε δεν είναι πολλά, αλλά είναι πολύ πυκνά και έντονα. Στη δραματική προετοιμάζεσαι για το τι θα αντιμετωπίσεις βγαίνοντας στο επάγγελμα, όμως όταν δουλεύεις αντιλαμβάνεσαι πρακτικά τι ακριβώς συμβαίνει και βιώνεις μια σκληρή και επώδυνη περίοδο ενηλικίωσης. Η πραγματικότητα έρχεται και προσγειώνει αυτό που έχεις πλάσει κάπως στο κεφάλι σου φανταστικά. Είναι μια συνειδητοποίηση πολύτιμη αλλά και πολύ σκληρή ταυτόχρονα.
Η σκηνοθεσία
Η σκηνοθεσία υπήρχε σαν σκέψη από τη φοιτητική ομάδα του Πολυτεχνείου ακόμα όταν χρειαζόταν να φτιάχνουμε πράγματα μόνοι μας και να έχουμε πολλές ευθύνες, αλλά και μετά στη δραματική σχολή όταν υπήρχαν φορές που αναλαμβάναμε να παρουσιάσουμε κάποια δικά μας projects. Όταν πέρασαν, βέβαια, τα πρώτα χρόνια που ήμουν επαγγελματικά πλέον στο χώρο, η ανάγκη να δημιουργώ τους δικούς μου κόσμους μεγάλωνε. Ένας σκηνοθέτης αυτό δεν κάνει; Δημιουργεί ξεχωριστούς κόσμους με δικούς τους νόμους, αξίες και κανόνες, πάντα σε συνεργασία με μια ομάδα ανθρώπων που βοηθά στη διεκπεραίωση αυτού του οράματος. Άλλωστε η συνύπαρξη είναι ο πυρήνας της δημιουργίας, εκεί βρίσκεται η μαγεία του θεάτρου.
Ο Αντρέγιεφ και «Οι επτά κρεμασμένοι»
Τη νουβέλα «Οι επτά κρεμασμένοι» του Λεονίντ Αντρέγιεφ την ανακάλυψε η Αγγελική Πασπαλιάρη που είναι βιβλιοφάγος. Πριν τρία χρόνια λοιπόν μου πρότεινε να διαβάσω κι εγώ το βιβλίο και πραγματικά έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ο Αντρέγιεφ σε προσεγγίζει με σκληρό θα έλεγα τρόπο και σε οδηγεί στις πιο σκοτεινές γωνιές της ύπαρξής σου. Η γραφή του είναι δυνατή και έντονη σαν ανεμοστρόβιλος και θέλει γενναιότητα από την πλευρά του αναγνώστη να μπει στον κόσμο του. Στην περαιτέρω έρευνα που κάναμε γύρω από τον κόσμο του συγγραφέα διαβάσαμε και άλλα έργα του, αλλά αυτό που μας έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση ήταν «Οι επτά κρεμασμένοι». Μέσα από τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις των προσώπων του αναγνωρίζεις καταστάσεις οικείες. Σε αυτό το έργο είναι σαν ο θάνατος με τη ζωή να βαδίζουν παράλληλα, γιατί εν τέλει η ζωή είναι το ζήτημα και όχι ο θάνατος. Τότε θεωρήσαμε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να το ανεβάσουμε. Στο διάστημα που ακολούθησε σκεφτήκαμε καλύτερα πώς θα μπορούσαμε να το παρουσιάσουμε, η Αγγελική έκανε μια διασκευή για το έργο και σιγά σιγά άρχισε να παίρνει το δρόμο του για τη σκηνή.
Ο ρόλος του Βέρνερ και η ιστορία του
O Βέρνερ, ο χαρακτήρας που υποδύομαι, ήταν υπαρκτό πρόσωπο καθώς η ιστορία του έργου βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Γνώριζε προσωπικά τον Αντρέγιεφ και μάλιστα ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που ο συγγραφέας έγραψε τη νουβέλα «Οι επτά κρεμασμένοι» -ο βασικότερος ήταν για να εκφράσει την αντίθεσή του στη θανατική ποινή. Η ιστορία του προσώπου που αναφέρει ο Αντρέγιεφ στο έργο του με το ψευδώνυμο Βέρνερ είναι ιδιαίτερα συγκινητική. Ο άνθρωπος αυτός είχε την ευκαιρία να γλιτώσει την κρεμάλα, το ίδιο το κόμμα τον είχε βάλει μόνο στο οργανωτικό κομμάτι της επίθεσης. Ο ίδιος όμως επέλεξε να μην εγκαταλείψει την ομάδα του και να λάβει και ο ίδιος μέρος στην επίθεση, παρόλο που γνώριζε την πιθανότητα ύπαρξης κάποιου προδότη στην οργάνωση. Όταν έγινε η δίκη δεν έδωσε το πραγματικό του όνομα αλλά ένα άλλο ιταλικό, ισχυριζόμενος πως είναι Ιταλός, πείθοντας ακόμα και τον Πρέσβη της Ιταλίας ο οποίος θέλησε να τον σώσει. Όμως ακόμα και εκείνη τη στιγμή θεώρησε σωστό να παραμείνει και να εκτελεστεί μαζί με τους συντρόφους του.
Στο έργο ο Βέρνερ μιλά πολύ συγκεκριμένα, λιγότερο από τα υπόλοιπα πρόσωπα. Η στάση του αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι είναι ένα άτομο που έχει πιστέψει με πάθος στους ανθρώπους, όμως οι ματαιώσεις που έχει βιώσει τον έχουν οδηγήσει στο να χάσει πραγματικά την πίστη του στην ανθρώπινη δυνατότητα. Βέβαια, στην πορεία προς το ικρίωμα αυτή η θέρμη για τον άνθρωπο επανέρχεται, σπάει η κρούστα πάγου που έχει στην ψυχή του, φεύγει το πρώτο στρώμα απογοήτευσης και αποκτάει μια άλλη συνειδητότητα. Ο Αντρέγιεφ μάλιστα περιγράφει αυτή την αλλαγή σαν ένα φίδι κουλουριασμένο γύρω από την καρδιά του που πέφτει ξαφνικά λίγο πριν την εκτέλεση και τον αφήνει να ανασάνει.
Αν βρισκόταν στη θέση που βρίσκεται ο ήρωάς του...
Νομίζω το πρόβλημά μου εκείνη τη στιγμή δεν θα ήταν ο εαυτός μου και η κατάσταση στην οποία θα βρισκόμουν αλλά οι άλλοι, οι άνθρωποί μου και οι εκκρεμότητες που θα είχαμε, αυτά που δεν θα προλαβαίναμε να πούμε.
Ο θάνατος, το πένθος και η σύγχρονη πραγματικότητα
Μιλάμε για το θέμα του θανάτου για να κάνουμε πιο ουσιαστική τη ζωή μας. Οι άνθρωποι σήμερα αδυνατούν να πενθήσουν, να συνδιαλλαγούν με το θάνατο. Στις παλαιότερες κοινωνίες οι άνθρωποι ήταν πιο εξοικειωμένοι με το θάνατο, υπήρχαν μάλιστα γίνονταν ολόκληρα τελετουργικά που συμμετείχε όλη η κοινωνία. Αν πέθαινε κάποιος σε ένα χωριό, όλο το χωριό συμμετείχε στο πένθος των ανθρώπων που έχασαν τον άνθρωπό τους. Αυτά τείνουν να εκλείψουν και χάνεται η σύνδεση με μια ρίζα που είναι πάρα πολύ ουσιαστική και καίρια. Ο φόβος του θανάτου υπάρχει στον άνθρωπο, δεν μπορείς να τον κρύψεις ούτε να πεις ότι δεν υπάρχει, γιατί θα υπάρχει και θα γιγαντώνεται. Οπότε αν δεν τον συνειδητοποιήσεις και δεν μιλήσεις για αυτό το ζήτημα όταν θα προκύψει μπορεί να σε παραλύσει, όπως και συμβαίνει σε μερικούς χαρακτήρες του έργου...
Aπό τον Αντρέγιεφ στον Μπέκετ
Παράλληλα με τους «7 κρεμασμένους» έχω τη χαρά να δουλεύω με την Ομάδα «Σημείο 0» και τον Σάββα Στρούμπο για την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό», όπου έχω αναλάβει το ρόλο του Εστραγκόν. Ότι και να πω γι’ αυτό το έργο είναι λίγο. Αυτός ο κόσμος που έχει πλάσει ο Μπέκετ σε στοιχειώνει. Έχει καταφέρει να πιάσει μια τέτοια συχνότητα του ανθρώπου που πραγματικά σε αφοπλίζει. Είναι πολύ εύκολο να βαρεθείς φρικτά αν δεν αγγίξεις αυτή τη συχνότητα. Αν όμως την αγγίξεις σου παρουσιάζεται ένας κόσμος που όπως τον περιγράφει και ο Μπέκετ είναι μια κωμικοτραγωδία σε δύο πράξεις.
Ευχαριστούμε πολύ τον Κωνσταντίνo Γώγουλο και του ευχόμαστε καλή επιτυχία σε ό,τι κάνει!