Ένα απόγευμα στο Μεταξουργείο με την Αλεξάνδρα Καζάζου
2022-03-21Όταν ήταν μικρή της άρεσε να ακούει τις ιστορίες του παππού της, ίσως γι’ αυτό όταν σου μιλά αισθάνεσαι ότι σου αφηγείται κι εκείνη τη δική της. Γνωρίζοντας κάποιος την Αξεξάνδρα Καζάζου καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μια ανήσυχη καλλιτέχνιδα που της αρέσει να ερευνά, να πειραματίζεται και με αυτό τον τρόπο να εξελίσσει την τέχνη της, που δεν περιορίζεται σε έναν μόνο ρόλο – παίζει, σκηνοθετεί, διδάσκει. Εμείς τη συναντήσαμε ένα απόγευμα λίγο πριν το μάθημά της στη Σχολή Θεάτρου «Δήλος» και συζητήσαμε για την πορεία της από την Πολωνία μέχρι την Ελλάδα, τον λόγο που την οδήγησε στο θέατρο και την παράσταση «Χορείες Χώρων» την οποία σκηνοθετεί και παρουσιάζει αυτή την περίοδο στο Θέατρο Ροές.
Γεννήθηκα στην Πολωνία. Οι παππούδες μου ήταν πολιτικοί πρόσφυγες, κομμουνιστές, και με το Αντάρτικο έφυγαν. Ο πατέρας μου ήταν ελληνικής καταγωγής, γεννημένος στην Πολωνία, ενώ η μητέρα μου ήταν Πολωνέζα. Οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με το θέατρο - ο μπαμπάς πολιτικός μηχανικός και η μαμά το ίδιο. Υπήρχε βέβαια στην οικογένεια το καλλιτεχνικό στοιχείο, καθώς ο μπαμπάς μου έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε και ο παππούς μου έγραφε. Επειδή οι γονείς μου δούλευαν πολύ έμενα πάρα πολλές ώρες με τον παππού, ο οποίος έγραφε κάθε μέρα κι από μια σελίδα που τον έφερνε όλο και πιο κοντά στην πατρίδα του, την Ελλάδα, αφού όσο ήταν στην Πολωνία δεν μπορούσε να επιστρέψει. Θυμάμαι προσπαθούσα να δω τι έγραφε, δεν μπορούσα όμως να διαβάσω, αλλά ήταν το παιχνίδι μου να πηγαίνω και να τον πειράζω. Μετά τα 6-7 άρχισε να μου διαβάζει τα απομνημονεύματά του κι έτσι ξεκίνησα να αγαπώ την ιστορία, αλλά και τους ανθρώπους που λένε ιστορίες. Διαβάζαμε πολύ Οδύσσεια, Ιλιάδα και μιλούσαμε με στίχους του Καβάφη. Υπήρχε γενικότερα μια πολύ έντονη δραστηριότητα στο κομμάτι της μελέτης και του διαβάσματος. Διάβαζα ό,τι περνούσε από το χέρι μου, κάτι που κάνω ακόμα και σήμερα. Άρχισα σιγά σιγά κι εγώ να γράφω και μέσα από ελάχιστες παραστάσεις που είδα, κατάλαβα ότι το θέατρο μπορεί να συνδυάσει το λόγο, την κίνηση και τη συνάντηση των ανθρώπων, πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέσο.
Αποφάσισα να σπουδάσω στο Τμήμα Θεάτρου, όχι για να γίνω ηθοποιός, αλλά γατί ήθελα να βρίσκομαι κάπου που να μπορώ να κάνω τη γραφή μου πρακτική. Η συνάντηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό από τα χρόνια της σχολής ακόμα ήταν καθοριστική. Το 2005 ήταν πρώτη χρονιά καθηγητής στο Τμήμα Θεάτρου και μας ανέλαβε στην Υποκριτική. Αυτό που πρέσβευε, ο τρόπος του ως παιδαγωγός και όλος ο κόσμος του θεάτρου που άνοιξε μπροστά στα μάτια μου μού δημιουργούσε θαυμασμό.
Στα 22 μου παρακολούθησα στην Πολωνία την παράσταση «Chronicles» των Song of the Goat Theater, η οποία αποτέλεσε ορόσημο για εμένα. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον η οργανικότητα της κίνησης, η μουσικότητα, η ομαδικότητα - δεν υπήρχε ο όρος «σταρ», αλλά ο ένας δούλευε για τον άλλο - και το γεγονός ότι δεν υπήρχαν όρια γλώσσας – η ομάδα είχε μια δική της ομιλία. Αυτή η κεντρομόλος δύναμη που ερχόταν φυγόκεντρα σε εμένα με τσάκισε. Άρχισα να κλαίω χωρίς να ξέρω το γιατί. Δεν ήξερα το είδος της παράστασης ή τη θεματική της. Θυμάμαι στο τέλος τον σκηνοθέτη Grzegorz Bral να μου λέει ότι όλα όσα είδα ήταν βασισμένα στα ηπειρώτικα μοιρολόγια. Είχε μια βάση πολύ ελληνική όλο αυτό. Τότε είπα «πρέπει να έρθω εδώ για κάποιο διάστημα τουλάχιστον».
Τελειώνοντας το Τμήμα Θεάτρου, έμεινα για 2-3 χρόνια στην Αθήνα και μετά γύρισα πίσω στην Πολωνία όπου έμεινα για καιρό. H Πολωνία έχει μια ισχυρή παράδοση στο θέατρο και δύο τεράστιες ψυχές, τον Grotowski και τον Kantor, που άλλαξαν το θέατρο για πάντα. Εκεί έκανα το μεταπτυχιακό μου στην υποκριτική και όταν αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα μου πρότειναν να γίνω μέλος του Studio Matejka, ομάδα του Ινστιτούτου Grotowski, μαζί με άλλους performers διαφορετικών δυναμικών από όλο τον κόσμο. Όπου θα πληρωνόμασταν για την έρευνά μας και όλο αυτό θα διαρκούσε για 3 χρόνια. Τελικά κράτησε λίγο παραπάνω και έμεινα εκεί μέχρι και το 2016.
Το βιβλίο του George Perec στο οποίο βασίζεται η παράσταση ήρθε στα χέρια μου εντελώς αναπάντεχα, μια από τις πρώτες ημέρες της καραντίνας του 2020. Άκουγα εμμονικά το άλμπουμ «Ghosteen» του Nick Cave και συγκεκριμένα το τραγούδι «Waiting For You», το οποίο λατρεύω. Ενώ το άκουγα, λοιπόν, έρχονταν στο μυαλό μου, μέσα σε έναν κενό χώρο και χρόνο, κάποιες απώλειες και εστιάζοντας το βλέμμα μου στα πολύ καθημερινά μου πράγματα μέσα στο σπίτι ένιωσα ότι ο χώρος δεν είναι ο ίδιος, σαν να βρίσκομαι, κατά κάποιο τρόπο, στο παιδικό μου δωμάτιο που έχει γεράσει. Κι εκείνη τη στιγμή πληκτρολόγησα τη λέξη «χώρος» στο google και μου βγήκαν στην αναζήτηση οι «Χορείες Χώρων». Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο το βιβλίου, όπου γράφει ο Perec ότι δεν θέλουμε να επανεφεύρουμε το χώρο αλλά να τον διαβάσουμε, να τον αφουγκραστούμε ξανά, σκέφτηκα ότι αυτό θέλω να φέρω στο τραπέζι για την πρώτη μας εξερεύνηση με τη νεοσύστατη ομάδα Transatlantic.
Η ομάδα Transatlantic αποτελεί συνέχεια της Teatr Andra που ιδρύσαμε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Karol Jarek. Δεδομένων των δυσκολιών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Τουρκία και της απόφασής μας να εγκατασταθούμε σε ένα μέρος ιδρύσουμε αυτή τη νέα ομάδα με βάση την Αθήνα και χαρακτήρα εκπαιδευτικό, ερευνητικό και κοινωνικό. Οπότε αντί να ταξιδεύουμε εμείς φέρνουμε στην Ελλάδα ανθρώπους που συνεργαστήκαμε όλα αυτά τα χρόνια, εστιάζοντας στην έρευνα και όχι στην ταχύτητα μιας παραγωγής. Στα πλαίσια της έρευνας της ομάδας,τον Απρίλιο, μαζί με τον Σίμο Κακάλα, τον Κωνσταντίνο Μωραΐτη και την Σοφία Ευτυχιάδου θα ταξιδέψουμε στο Ινστιτούτο Grotowski.
Για τις «Χορείες Χώρων» δουλέψαμε πάρα πολύ δίνοντας βάση στην οργανική δραματουργία. Δεν φτάνουν οι λέξεις να πω πόσο μα πόσο ευγνώμων είμαι για την Αντιγόνη, τον Βασίλη, τον Βασίλη, τον Σπύρο, τον Rafal, τον Χρήστο, τον Κάρολ.Αυτόι είναι αυτή η παράσταση, ο κόσμος αυτός. Όλη η σωματικότητα και η ύπαρξη συντελέστηκε μέσα από μια προσωπική αναζήτηση, άλλωστε σε μια διαδικασία φέρεις τη δική σου ιστορία, πρέπει να σε διαπερνάει και να σε περιέχει αυτό που αφηγείσαι, ωστόσο ο λόγος είναι πάνω στα κείμενα του Perec. Στη δραματουργική προσέγγισή μας σημαντικό ρόλο παίζει και η εικαστική εγκατάσταση του Χρήστου Λάσκαρη. Ουσιαστικά αυτό που προσπαθήσαμε ήταν να δημιουργήσουμε μια παρτιτούρα βασισμένη στη μουσική, στο σώμα, στο λόγο, στη σιωπή, στη συνάντηση.
Ο συγγραφέας παρομοιάζει τον χώρο με μια σελίδα λευκό χαρτί και ασχολείται με το πώς γεμίζει αυτός ο χώρος με τις λέξεις, ενώ εμείς ξεκινήσαμε την έρευνά μας με το χώρο της φαντασίας, τον χώρο σαν σκέψη και δουλέψαμε με το πώς γεμίζει αυτός ο χώρος μέσα από τις μνήμες μας. Στο «Τοτέμ και Ταμπού» λέει ο Φρόιντ ότι αν κάποιος σαμάνος είναι ψυχικά άρρωστος, ο μεγάλος σαμάνος κάνει ένα δείπνο και αρχίζει να αφηγείται την ιστορία της οικογένειας και όλων των σαμάνων για να μπορέσει ο ασθενής να ακούσει τι έχει προηγηθεί κι από πού προήλθε. Πιστεύω πολύ ότι αν δεν γυρίσεις πίσω στις απώλειές σου, στο παιδικό σου δωμάτιο απ΄ όπου ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν οι μνήμες και οι σκιές, δεν μπορείς να ξέρεις πού είσαι τώρα για να προχωρήσεις στο μέλλον. Συνήθως τρέχουμε, δεν ακούμε, δεν βλέπουμε, πάμε κατευθείαν στο στόχο μας. Σε μια εποχή, όμως, όπου ο χώρος και ο χρόνος ξαφνικά μεγάλωσαν υπάρχει ένα κενό όπου έρχονται αυτές οι μνήμες και σε στοιχειώνουν και πρέπει να τις επανατοποθετήσεις και να τις αφουγκραστείς ξανά. Με αυτή την έννοια, δουλέψαμε λίγο περισσότερο προς αυτόν τον «άχρηστο χώρο» που αναφέρει ο Perec και που προσπαθεί να τον βρει. Το βιβλίο του ουσιαστικά για εμένα αυτό είναι, μια προσπάθεια να σηματοδοτήσει το άχρηστο - όχι το δύσχρηστο, το ακατανόητο, το δυσλειτουργικό. Αυτή, λοιπόν, η μη χρησιμότητα για εμάς ήταν μια παιδική χαρά άγνωστης ενδοποικιλότητας.
Μέσα από την παράσταση αναζητήσαμε πολλές ρωγμές και απώλειές μας, ίσως αποδεχτήκαμε κάποιες και αναρωτηθήκαμε πού πάει το παιδικό μας δωμάτιο. Εκεί είναι πάντα, αρκεί να μπαίνουμε καμιά φορά και να ξαναβγαίνουμε πιο δυνατοί. Αφήσαμε λίγο περισσότερο χώρο για να μπορέσουμε να υπάρξουμε μέσα σε αυτό, ο καθένας στο βαθμό που αντέχει. Παρατηρώ, ότι όσο περνάει ο χρόνος οτιδήποτε συμβαίνει επί σκηνής λειτουργεί διαφορετικά τώρα απ’ ότι πριν έξι μήνες και αυτό με κάνει να αισθάνομαι καλά, γιατί δεν θεωρώ ότι μια παράσταση τελειώνει, δεν κλείνει ποτέ ο κύκλος κι όλο κάτι νέο προκύπτει.
Όταν διδάσκεις την τέχνη σου πιστεύω παίρνεις περισσότερα απ’ όσα δίνεις. Όσο πιο πολλά τα παιδιά, τόσο μεγαλύτερα και τα ερωτήματα που τίθενται. Καθένα είναι τόσο διαφορετικό και θέλει χώρο και χρόνο για να το αφουγκραστείς. Το στοίχημα είναι πώς μπορείς να εμπνεύσεις τους μαθητές σου να κάνουν ένα βήμα παραπέρα, να ρωτήσουν κάτι που δεν ρώτησες εσύ. Ελπίζω να γεννάμε περισσότερα ερωτηματικά απ΄ότι απαντήσεις.
Η δυσκολία μιας γυναίκας να υπάρξει σε κάποιους χώρους είναι πια σχεδόν κατεστημένο. Εάν ένας άντρας αποδεχθεί τη θηλυκή του πλευρά και νιώσει την ισοτιμία με τη γυναίκα της δίνει τον ίδιο χώρο να αφουγκραστεί. Προσωπικά δεν ένιωσα πρόβλημα αποδοχής. Στο Ινστιτούτο Grotowski ήμουν σε ένα πολύ προστατευμένο περιβάλλον και ο διευθυντής άκουγε πάντα τις προτάσεις μου, βοηθούσε και μετά στην Τουρκία στο Teatr Andra στις δύο παραγωγές που κάναμε εκεί με Τούρκους ηθοποιούς που ήταν επί το πλείστων άντρες πάλι αισθανόμουν ότι υπήρχε μια ισότιμη σχέση. Όταν ένιωθα ότι δεν χωράω κάπου έφευγα, δεν είχα την ανασφάλεια ότι δεν μπορώ να υπάρξω κάπου. Στην πορεία μου, έτυχε σε κάποιες περιπτώσεις να ακούσω αστειάκια που πήγαιναν προς μια άλλη κατεύθυνση, αλλά δεν έδωσα σημασία. Η γιαγιά μου έλεγε άμα κατάλαβες κάνε πως δεν κατάλαβες για να μην σε καταλάβουν ότι κατάλαβες. Όποτε έλεγα ότι αυτός δεν είναι ο χώρος μου και ο τρόπος που εγώ θέλω να εκφραστώ μέσα από την τέχνη μου. Δεν εξαρτάται όμως πάντα η απόφαση από το χαρακτήρα σου. Πολλές φορές βρίσκεσαι σε καταστάσεις εγκλωβιστικές που δεν μπορείς να καταλάβεις τι δρόμο πρέπει να πάρεις, ειδικά αν αυτές σε βρουν στα πολύ νιάτα σου μπορεί να μην έχεις την αντοχή που χρειάζεται για να τις αντιμετωπίσεις.
Η ανάγκη μου να μοιράζομαι πράγματα με τους άλλους είναι τεράστια. Εάν δεν το έχω αυτό ούτε καλή μητέρα μπορώ να είμαι, ούτε καλή σύντροφος φίλη, ούτε η Αλεξάνδρα τελικά που θα ήθελα να είμαι. Το ρίσκο της συνάντησης, το να μπαίνω κάπου και να μην ξέρω πώς θα βγω είναι πολύτιμο για εμένα, είναι η αδρεναλίνη μου και όσο περνούν τα χρόνια αναζητώ αυτούς τους ανθρώπους που μπορούμε να ταξιδέψουμε μαζί, να μπαίνουμε μέσα στο χώρο χωρίς όρια και να συναντιόμαστε στις ρωγμές. Με ενδιαφέρει πολύ ποιο είναι το επόμενο βήμα της υποκριτικής, όχι σε επίπεδο μεθοδολογίας, αλλά έκφρασης. Ψάχνω στο άγνωστο και όχι τακτοποιημένα, με τις αδυναμίες που έχει ο καθένας μας τη δεδομένη στιγμή, χωρίς να σκέφτομαι το ωραίο παρά μόνο πώς θα μοιραστούμε την αλήθεια μας με τους άλλους. Γιατί τελικά μια ιστορία λες για την καρδιά του άλλου και για σένα μέσω του άλλου.
Ελπίζω όσοι δουν την παράσταση να ταξιδέψουν αυτή τη μία ώρα στα παιδικά τους δωμάτια.
Αν γυρίζαμε πίσω στο παιδικό δωμάτιο της Αλεξάνδρας θα βρίσκαμε τους παρακάτω στίχους από το ποίημα «Όσο Μπορείς» του Καβάφη:
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
… ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Ευχαριστούμε πολύ την Αλεξάνδρα Καζάζου και της ευχόμαστε να συνεχίσει να δημιουργεί και να εμπνέει!
Όλες οι πληροφορίες για την παράσταση εδώ