Ερμίνα Κυριαζή: «Στο θέατρο, όπως και στις ανθρώπινες σχέσεις, υπάρχει μια ιεροτελεστία, τα πράγματα δεν μπορούν να συμβούν απλά και εύκολα»
2024-11-05Η Ερμίνα Κυριαζή μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στο θέατρο, στο Υπόγειο του Τέχνης, όπου την έπαιρνε μαζί του στις πρόβες ο πατέρας της, επίσης ηθοποιός, Βαρνάβας Κυριαζής. H ζωή της, από τότε που θυμάται τον εαυτό της, είναι μοιρασμένη μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου κι έτσι έχει μάθει να προσαρμόζεται στις συνθήκες του κάθε μέρους. Άλλωστε, αυτό δεν είναι κι ένα χαρακτηριστικό της ιδιότητας του καλλιτέχνη; Ίσως γι' αυτό φαίνεται να μην φοβάται τις αλλαγές, αλλά και γιατί όπως λέει «πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει».
Τα τελευταία χρόνια μένει στο Βοτανικό. Εκεί τη συναντήσαμε, σ' ένα μικρό καφέ της γειτονιάς της, και μιλήσαμε για πολλά, εστιάζοντας στις τρέχουσες επαγγελματικές της δραστηριότητες, όπως το ρόλο της στην «Κασέτα» της Λ. Αναγνωστάκη και τα έργα του Β. Κατσικονούρη «Τσιτάχ - Η ερημιά του τερματοφύλακα» και «Γάλα» που σκηνοθέτησε μαζί με τον Γιώργο Νινιό και τον Μάνο Καρατζογιάννη αντίστοιχα.
Γιατί επέλεξες να μείνεις στο Βοτανικό;
Ο Βοτανικός, είναι μια περιοχή που μυρίζει θέατρο, καθώς υπάρχουν πολλά σε κοντινή απόσταση. Επίσης, ξυπνάς το πρωί κι είναι όλα τα συνεργεία ανοιχτά, οι άνθρωποι σου λένε καλημέρα. Έχει μείνει κάτι από μια ξεχασμένη Αθήνα, είναι σαν κέντρο απόκεντρο, είσαι σε όλα κοντά πολύ γρήγορα και συγχρόνως ξεφεύγεις. Ίσως, ένας ακόμα λόγος που κάνει το μέρος ιδανικό είναι επειδή κι ο αδερφικός μου φίλος μένει στη γειτονιά.
Δεδομένου ότι μεγάλωσες μεταξύ Κύπρου και Αθήνας, ήταν πάντα εύκολο να κάνεις φίλους;
Παλιότερα, ένα κομμάτι μου είχε μεγάλη εξάρτηση από αυτό. Τώρα έχω λίγους και καλούς, τους οποίους τους θεωρώ οικογένεια. Αφήνω την καρδιά μου ανοιχτή, δεν βάζω περιορισμούς σε αυτό, οπότε εύκολα εισχωρεί κόσμος στη ζωή μου, αλλά αυτοί που θα απευθυνθώ στις δύσκολες στιγμές είναι μετρημένοι.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσες κάτι σε κασέτα;
Πριν περίπου δέκα χρόνια. Σε ένα ξεκαθάρισμα που είχε γίνει στο πατρικό του συντρόφου μου είχαμε βρει ένα κουτί με κασέτες 80s, από εκείνες τις ηχογραφημένες από το ραδιόφωνο. Όταν έπαιζε κάτι ωραίο πατούσαμε το REC και ξεκινούσαμε να γράφουμε το τραγούδι, το οποίο μετά από λίγο κοβόταν άτσαλα για να μιλήσει ο εκφωνητής και πάντα εκνευριζόμασταν όταν γινόταν αυτό. Όταν ήμασταν, λοιπόν, στο σπίτι μας στην Κύπρο ακούσαμε πολλές απ’ αυτές τις κασέτες μ’ ένα μικρό κασετοφωνάκι που είχαμε και γελούσαμε.
Εξακολουθούν να μου αρέσουν πολύ οι κασέτες και τα βινύλια, αλλά λόγω της ταχύτητας που έχει πια η ζωή πιο εύκολα θα ακούσεις μουσική μέσω internet, απ΄ το να βάλεις ένα βινύλιο.
Ποια ήταν τα μουσικά ακούσματά σου;
Στο σπίτι που μέναμε με τους γονείς μου στο Λυκαβηττό ακούγαμε τον θρυλικό δίσκο «Δρόμο» των Μ. Πλέσσα και Λ. Παπαδόπουλου, την «Πράξη στον Μπέρτολτ Μπρέχτ» του Θ. Μικρούτσικου, πολύ Χατζιδάκι, το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χ. Λεοντή, Pink Floyd. Αυτούς τους δίσκους τους έχει ακόμα ο πατέρας μου.
Στην «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη ποιο θέμα απ’ όσα θίγονται βρίσκεις εξαιρετικά επίκαιρο;
Το θέμα της ελληνικής οικογένειας που είναι σαν να την κοιτάς μέσα από μια κλειδαρότρυπα. Όλα τα προβλήματα κρύβονται κάτω απ’ το χαλί και ταυτόχρονα είναι τόσο εμφανή. Η αποφυγή διαχείρισής τους δεν υπήρχε μόνο τότε, αλλά είναι σαν μικρόβιο που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και χρειάζεται πολλή δουλειά για να εξυγιανθεί.
Παρόλα αυτά θέλω να πιστεύω πως υπάρχει πρόοδος, ότι στις σημερινές οικογένειες οι γονείς έχουν μεγαλύτερη σχέση με τα συναισθήματά τους, αφαιρώντας το εγώ τους ακούν περισσότερο και προσπαθούν να πλησιάσουν τα παιδιά τους. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι μπορούν να μιλούν πιο εύκολα για τον ψυχισμό τους, ότι ντρέπονται λιγότερο να πουν ότι πάνε σε ψυχολόγο και όταν το μοιράζονται με τον κύκλο τους να μην τους αντιμετωπίζουν σαν τρελούς, διευκολύνει τα πράγματα. Υπάρχουν όμως και ανίατα κομμάτια που χρειάζεται να δουλευτούν για να μπορούμε να επικοινωνούμε πραγματικά. Αν ξυπνήσεις ένα πρωί και μιλάς σαν τη μάνα σου και αντί να καταλάβεις ότι είναι πρόβλημα, το θεωρήσεις αξία ή μεγάλο πλεονέκτημα και δεν κοντραριστείς με αυτό δεν προχωράς.
Τι αγαπάς στην ηρωίδα σου, την Καίτη;
Την ειλικρίνειά της, την παρρησία της, τη γενναιότητά της, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση που έχει επειδή δεν είναι μορφωμένη. Την Καίτη έτσι όπως είναι, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά της - γιατί αν δεν κατανοήσεις βαθιά και δεν αγαπήσεις το πρόσωπο που υποδύεσαι δεν θα συνδεθεί κι ο θεατής μαζί σου.
Όταν καλείσαι να ενσαρκώσεις έναν ρόλο και να φτιάξεις το βιογραφικό του πρέπει να πας πίσω. Το κείμενο είναι το αποτέλεσμα. Το θέμα είναι πώς φτάνει ένας ήρωας στο αποτέλεσμα, έχει μια ολόκληρη διαδρομή όπως και ο άνθρωπος. Φτιάχνοντας, λοιπόν, την πορεία αυτής της γυναίκας στη ζωή ανακαλύπτεις ότι, ενώ είναι ξύπνια και δραστήρια, η βασική αδυναμία της που την κάνει να παρασύρεται από τα κοινωνικά πρέπει είναι η έλλειψη αυτοεκτίμησης, επειδή στερήθηκε το κομμάτι της ακαδημαϊκής μόρφωσης που θα την έβαζε σε άλλο επίπεδο. Η φιλοσοφία της συνοψίζεται πολύ επιγραμματικά από την Αναγνωστάκη στην ατάκα του Παύλου προς το Σπύρο στο τέλος που του λέει «Ναι, αλλά η Καίτη δεν ήθελε ποτέ γάμο και είναι περήφανη. Κι αν ήταν στο χέρι της δεν θα γύριζε ποτέ να σε κοιτάξει.», δηλαδή άλλο τι μας ωθούν να κάνουμε γιατί πρέπει κι άλλο τι πραγματικά είμαστε και τι θέλουμε.
Γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς και με την σκηνοθεσία;
Η επιθυμία να μοιραστώ στο θέατρο τον δικό μου κόσμο, την προσωπική μου οπτική στα πράγματα, σιγοέβραζε σαν ηφαίστειο μέσα μου, όμως ένιωθα ότι έπρεπε να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Ξεκίνησα με μια θεατρική διασκευή ενός εφηβικού βιβλίου. Είναι μεγάλο σχολείο το εφηβικό θέατρο και με ενδιαφέρει πολύ, γιατί υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ του παιδικού και του θεάτρου για ενήλικες, το οποίο είναι δύσκολο να γεφυρωθεί. Θέλει προσπάθεια να παρουσιάσεις στον έφηβο, που βρίσκεται σε μια φάσης επανάστασης και αντίστασης απέναντι στα πράγματα, κάτι που να μιλήσει μέσα του, να τον πείσεις. Ύστερα έκανα τις «Γυναίκες από Χώμα», το «Καγκουρώ» του Β. Κατσικονούρη στην Κύπρο, το «4ever» του Γ. Ηλιόπουλου και άλλα έργα, μέσα σε αυτά το «Τσιτάχ» μαζί με τον Γιώργο Νινιό και το «Γάλα» με τον Μάνο Καρατζογιάννη.
Το κίνητρο είναι πάντα ανθρωποκεντρικό. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει και πιστεύω ότι χρειαζόμαστε. Νομίζω ότι χάνεται λίγο λίγο η ανθρώπινη σύνδεση, η επαφή, η επικοινωνία, οι σχέσεις, η εμβάθυνση χωρίς φόβο στα πράγματα, η ουσία να τα βιώνεις όλα με απόλυτη γενναιότητα κι αυτά να καταγράφονται μέσα σου ως πλούτος. Με ανησυχεί αυτή η νοοτροπία του fast food - και δεν εννοώ το φαγητό - που έχει εισχωρήσει στη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα. Και στην τέχνη το συναντάμε αυτό το φαινόμενο. Στο θέατρο, όμως, όπως και στις ανθρώπινες σχέσεις χρειάζεται να υπάρχει μια ιεροτελεστία, τα πράγματα δεν μπορούν να συμβούν τόσο απλά και εύκολα.
Αυτή την περίοδο εκτός από την «Κασέτα» επαναλαμβάνεται και Το «Τσιτάχ - Η ερημιά του τερματοφύλακα», για τρίτη χρονιά. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Το «Τσιτάχ» ήταν σαν να συνωμότησε το σύμπαν για να συμβεί. Όταν μου το πρότεινε ο Βασίλης (Κατσικονούρης) μου είπε ότι έβλεπε το Γιώργο (Νινιό) μέσα σε αυτό έργο και μου ζήτησε να τον ρωτήσω αν τον ενδιαφέρει, γιατί τότε παίζαμε μαζί σε μια σειρά, με σκοπό να το ανεβάσουμε. Του έστειλα το κείμενο, το διάβασε και μου είπε ότι του άρεσε. Έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια του «Τσιτάχ» και να αναφέρω ότι στην αρχή, όταν πρωτοανέβηκε η παράσταση στην Κύπρο, δεν είχε την επιτυχία που έκανε μετά στην Ελλάδα.
Πώς είναι να συνσκηνοθετείς μια παράσταση;
Είναι μια άσκηση να τιθασεύσεις το εγώ σου. Σε όλους υπάρχει ένας ναρκισσισμός αφού κάνουμε αυτή τη δουλειά, το θέμα είναι να λειτουργεί στο αισθητικό αποτέλεσμα και όχι να «ντύνει» το εγώ σου. Δεν μου αρέσει καθόλου όταν διακρίνω τέτοιες συμπεριφορές στις πρώτες αναγνώσεις, στην πρόβα, στις υποκλίσεις. Πιστεύω στην έννοια της ομάδας και της ιεραρχίας, αλλά όχι της εξουσίας. Κάπως έτσι δρω και στις συνσκηνοθεσίες, προσπαθώ να επικοινωνώ με τον άλλο έχοντας ως στόχο την αρμονική καλλιτεχνική συνεύρεση και το κοινό καλό της παράστασης.
Στο «Γάλα» οι ήρωες κουβαλούν το φορτίο της μετανάστευσης. Ως άνθρωπος που έχεις βιώσει την αλλαγή τόπου διαμονής και χώρας, νιώθεις να ταυτίζεσαι με κάποιο από τα πρόσωπα του έργου;
Με όλους τους ήρωες ταυτίζομαι με κάποιον τρόπο, γιατί για να μπορέσω να εισχωρήσω στο έργο έπρεπε να εισχωρήσω στον κόσμο τους. Το θέμα της μετανάστευσης δεν έχει να κάνει ούτε με την απόσταση, ούτε με τη γλώσσα, είναι πιο πολύ ένα εσωτερικό τραύμα. Μπορεί να αισθάνεσαι μετανάστης οπουδήποτε. Εγώ έχω και το κομμάτι της προσφυγιάς. Όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, ήρθα στην Ελλάδα με το τελευταίο ναυλωμένο καράβι προσφύγων και ήμουν μόνο λίγων ημερών. Τα παιδικά μου χρόνια μέχρι τα εφτά, που συνδέονται με την Αθήνα, ενώ ήταν πολύ δύσκολα οικονομικά, γιατί οι γονείς μου ήταν από την Αμμόχωστο και τα έχασαν όλα, ήταν ωραία, με πολλά ερεθίσματα και ανθρώπους γύρω μου όπως ο Κουν, ο Χαρατσίδης. Μετά προσγειώθηκα στην Κύπρο, κάπως απότομα, γιατί με κορόιδευαν στο σχολείο που μιλούσα Ελληνικά κι όχι με την κυπριακή διάλεκτο. Τα έμαθα όμως γρήγορα. Τότε το στήριγμά μου ήταν ο παππούς μου που μου έλεγε «Εσύ δεν θα κάνεις πίσω, δεν θα μιλάς Κυπριακά, μόνο Ελληνικά, γιατί τα μιλάς ωραία». Δεν μπορούσα να ακολουθήσω τη συμβουλή του αν ήθελα να έχω παρέα, αλλά όταν ήμασταν οι δυο μας προσπαθούσε να μου μιλάει πιο πολύ Ελληνικά και όχι τόσο Κυπριακά για να μην χάσω αυτό το κομμάτι μου. Αυτή η αλλαγή κόσμων και ερεθισμάτων που έπρεπε να διαχειριστώ ως παιδί ήταν ένα τραύμα που έχει επουλωθεί, δεν αιμορραγεί πια.
Κλείνοντας τη συζήτησή μας, θα ήθελα να σου κάνω μια υποθετική ερώτηση. Αν άφηνες στους αγαπημένους σου μια κασέτα - η πιο vintage εκδοχή του ερωτήματος - ή ένα ηχητικό μήνυμα - για να είμαστε και στο κλίμα της εποχής - τι θα τους έλεγες;
Ωραία ερώτηση! Θα τους έλεγα πόσο πολύτιμοι είναι για εμένα, απαριθμώντας όλα τα καλά που απλόχερα μου έχουν δώσει, κι ένα ευχαριστώ. Αν ήξερα ότι αύριο θα φύγω από τη ζωή, θα τους έδινα μικροσυμβουλές για τη διαχείριση της απώλειας και θα τους έλεγα να χαίρονται τη ζωή χωρίς εκπτώσεις και φόβους, απενοχοποιημένα.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Ε. Γιουνανλή
Με σειρά προβολής στο κείμενο:
Φωτογραφία 1: Ε. Γιουνανλή, Φωτογραφία 2: από το αρχείο της Ε. Κυριαζή
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε για την «Κασέτα» εδώ, για το «Τσιτάχ - Η ερημιά του τερματοφύλακα» εδώ και για το «Γάλα» εδώ.