Για τη Ναταλία Γεωργοσοπούλου θέατρο σημαίνει χειραφέτηση
2024-03-04Η Ναταλία Γεωργοσοπούλου, μια από τις πρωταγωνίστριες της παράστασης «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας» της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας Λευκορωσίδας δημοσιογράφου και συγγραφέως Σβετλάνας Αλεξίεβιτς που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο «Φούρνος», μιλά με αφορμή το έργο για την υπόθεση του να είσαι γυναίκα, το θέατρο και την αποστολή του.
Πως κατέληξες στη συμμετοχή σου στο έργο;
Η παράσταση είναι βασισμένη στο βιβλίο «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας» της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς. Πρόκειται για μαρτυρίες γυναικών που πολέμησαν στο Β’ Π.Π. κατά του φασισμού, και των οποίων οι ηλικίες ήταν 13 με 18 ετών,έφηβες δηλαδή, όταν πια εξιστορούν τις εμπειρίες τους είναι 40 χρόνια αργότερα.
Αποκαλύπτουν πράγματα τα οποία δεν έχουν ειπωθεί για τον πόλεμο, τον έρωτα μέσα στον πόλεμο, την ομορφιά, την ανθρωπιά, για την ίδια τη ζωή. Γιατί αυτό που διακυβεύεται στην παράσταση τελικά είναι η λαχτάρα για ζωή. Μέσα στην φρίκη του πολέμου, η ψυχή τους αντιστεκόταν και γύρευε το φως στα χαλάσματα. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα μιας μαχήτριας που μέσα στα ερείπια βλέπει ένα μαγαζί με παπούτσια ανοικτό και αποφασίζει να αγοράσει γόβες. Φαίνεται παράλογο, τρελό αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι ο πόλεμος; Τί πιο λογικό λοιπόν αυτό το κορίτσι να ψάχνει τα ερείπια της προηγούμενης ζωής της και να τα υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια. Αυτό το στοιχείο της δίψας για ζωή με «τράβηξε» στο έργο.
Με την Κάτια Γέρου ήρθαμε σε επαφή μέσω του Σάββα Στρούμπου που έχει επιμεληθεί καλλιτεχνικά την παράσταση, και αμέσως μόλις διάβασε το βιβλίο ενθουσιάστηκε και έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας, και αποδείχτηκε η ιδανική συνεργάτης. Έπειτα ο Παντελής Μπουκάλας, επιμελήθηκε δραματουργικά τις ιστορίες, ο Λεωνίδας Μαριδάκης τη μουσική, ο Ηλίας Παπανικολάου την σκηνική εγκατάσταση, η Κατερίνα Σωτηρίου τα κοστούμια και έτσι μαζεύτηκε μια ομάδα συνεργατών που έκανε ακόμη πιο ελκυστική την υπόθεση του έργου και τη διαδικασία υλοποίησής του.
Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο στην αποτύπωση των ιστοριών που διηγείσαι;
Αυτό που με τρόμαζε εξαρχής ήταν να μη γίνει μια ιστορική παράσταση για τον πόλεμο. Για τον λόγο ότι το βιβλίο δεν είναι έτσι. Η Αλεξίεβιτς κινείται με έναν πολύ τρυφερό τρόπο, και όλες οι ιστορίες που εκμαιεύει είναι σπαρακτικές για τον λόγο ότι είναι τόσο αθώα ανθρώπινες. Ναι φυσικά αφορά τον Β’Π.Π. αλλά αφορά τον άνθρωπο που αγωνίζεται υπέρ του ανθρώπου, υπέρ των μεγάλων ιδεών, υπέρ της ελευθερίας. Η Αλεξίεβιτς λέει στον πρόλογο: “Δε γράφω για τον πόλεμο, μα για τον άνθρωπο στον πόλεμο. Δε γράφω την ιστορία του πολέμου, αλλά την ιστορία των συναισθημάτων. Eίμαι ένας ιστορικός της ψυχής”.
Ακριβώς εκεί στη ζεστή ανθρώπινη φωνή, στο ζωντανό καθρέφτισμα του παρελθόντος κρύβεται η γνήσια χαρά και αποκαλύπτεται η ανυπέρβλητη τραγικότητα της ζωής.
Νομίζω πως καταφέραμε να ισορροπίσουμε σε αυτή τη λεπτή συνοριογραμμή.
Όλες τις ιστορίες τις διαλέξαμε πολύ προσεχτικά, και καθώς η παράσταση κυλά η καθεμιά αποκαλύπτεται με διαφορετικό τρόπο, απρόσμενο. Υπάρχουν κάποιες που με συγκινούν πολύ. Όπως η ίδια η αρχή της παράστασης που μιλά για το πόσο υποφέρουν οι άνθρωποι στον πόλεμο και αμέσως μετά μιλά και για το πόσο υποφέρουν και τα πουλιά και τα δέντρα και αυτά ίσως περισσότερο γιατί δεν έχουν μιλιά να μιλήσουν, ή η άλλη ιστορία όπου η μάνα στέλνει την κόρη της καμικάζι με ένα καλάθι για αυγά που κρύβει νάρκες για να ανατινάξει τους Γερμανούς, ή η γυναίκα που της έκοψαν τα πόδια τέσσερις φορές λόγω γάγγραινας, και όμως λέει: «Ζω με το παρελθόν, είναι όμορφο το παρελθόν μας. Έζησα δύσκολα αλλά όμορφα και τίμια!». Όλες οι ιστορίες αυτών των γυναικών ενώ είναι τόσο βαθιά ανθρώπινες, είναι και ανοίκειες. Ξεπερνούν τα δυνατά όρια και γι αυτό τελικά δεν αφορούν μόνο τον Β’Π.Π. ,αλλά αφορούν όλες τις γυναίκες που πολέμησαν στο τάδε μέρος την τάδε στιγμή. Έχουμε να κάνουμε με παραδείγματα ανθρώπων που εξεγείρονται για το “αδύνατο”.
Και είναι ακόμη πιο συγκλονιστικό ότι η παράσταση αναδεικνύει ακριβώς αυτή τη διάσταση της αντιμετώπισης αυτών των γυναικών στη μεταπολεμική Ρωσία.
Ένα εκατομμύριο γυναίκες πολέμησαν κατά του φασισμού από την πλευρά των Σοβιετικών και μετά τον πόλεμο τις έκρυβαν. Οι γυναίκες που δεν είχαν πάει στον μέτωπο τις έβριζαν, τις έλεγαν “πόρνες” που διασκέδαζαν τους άντρες τους. Οι άντρες σύντροφοί τους δεν τις υπερασπίστηκαν- σιώπησαν! Και η Σοβιετική Ένωση τις “έκρυψε” στα κοινόβια. Τους στέρησαν τη νίκη! Και αυτό είναι κάτι το ασυγχώρητο! Αυτά τα κορίτσια να έχουν τέτοια αντιμετώπιση; Σε μια ιστορία μας λέει μία κοπέλα “είχα βάρος μπαλαρίνας- 48 κιλά και όμως κουβαλούσα στις πλάτες μου άντρες 2 και 3 φορές το βάρος μου! Σώζαμε γιους μανάδων, συζύγους γυναικών, πυροβολούσαμε φασίστες και μετά αυτό;”
Είμαστε τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του #MeToo. Είμαστε σε καλύτερο σημείο θεωρείτε ως προς την αντιμετώπιση του φαινομένου στο θέατρο;
Υπάρχει πιστεύω βελτίωση όχι λόγω του ότι ξαφνικά μας σέβονται αλλά λόγω του φόβου ότι πια μιλάμε και δημοσιοποιούνται οι κακοποιητικές συμπεριφορές. Δεν γίνονται δεκτές, δε σωπαίνουμε. Υπάρχει συσπείρωση και αλληλεγγύη και αυτό σε κάνει να νοιώθεις ότι δεν είσαι μόνη. Από εκεί και πέρα παραβιαστικές συμπεριφορές συναντάμε παντού, σε κάθε επάγγελμα και με πολλές μορφές. Και εδώ είναι ο ρόλος της Τέχνης και του θεάτρου εν προκειμένω, που δεν είναι άλλος από την ίδια τη χειραφέτηση του ανθρώπου.
Πρόσφατα η παράσταση συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ "JASSAD- FEMMES METTEUSES EN SCENE" στο Ραμπάτ, Μαρόκο. Τι εντυπώσεις αποκομίσατε από την εκεί σας παρουσία;
Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Εθνικό θέατρο της Ραμπάτ, στο Μαρόκο στο πλαίσιο του Festival Jassad. Το φεστιβάλ διοργανώνεται από γυναίκες καλλιτέχνες και απευθύνεται σε γυναίκες καλλιτέχνες. Jassad σημαίνει στα αραβικά κορμί και συμβολίζει το εξεγερμένο γυναικείο κορμί στις παραστατικές τέχνες.
Στο Φεστιβάλ συμμετείχαμε καλλιτέχνες από την Τυνησία, την Αίγυπτο, την Καμπούλ, την Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα και βέβαια το Μαρόκο. Η παράσταση που θυμάμαι έντονα είναι μιας ηθοποιού από την Καμπούλ. Εμφανίστηκε στη σκηνή και η ενέργειά της γέμισε τη σκηνή. Αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η φιλοξενία τους, να μας παρέχουν καλλιτεχνικά ότι επιθυμούσαμε και να μας φροντίζουν σα να είμαστε δικοί τους άνθρωποι.
Υπάρχει μια ευρύτερη κουβέντα για τον αριθμό των παραστάσεων και τον λεγόμενο θεατρικό πληθωρισμό. Ποια είναι η άποψή σου;
Αρχικά βρίσκω πολύ υγιές και θετικό ότι στην πόλη υπάρχουν τόσοι πολλοί θεατρικοί χώροι. Μικροί και μεγάλοι. Ιδίως μικροί. Σημαίνει ότι οι καλλιτέχνες με κόπο πολύ, ιδίως την εποχή που ζούμε, προσπαθούν να διατηρούν τη φλόγα της ιδέας ζωντανή και να κρατούν το καλλιτεχνικό τους όραμα άσβεστο. Υπάρχουν πολλές παραστάσεις ναι. Προσωπικά μου αρέσει πολύ που στην πόλη που ζω υπάρχει μια τέτοια κίνηση και τόσοι καλλιτέχνες ψάχνουν τρόπους και διεξόδους.
Από ότι αντιλαμβάνομαι θα συνεχίσετε και την επόμενη σεζόν με το έργο της Αλεξίεβιτς.
Ναι θα συνεχίσουμε τον ερχόμενο χειμώνα στο αγαπημένο μας θέατρο Φούρνος. Ακόμη, θέλουμε πολύ να ταξιδέψουμε την παράσταση στην Ελλάδα και σε άλλα φεστιβάλ του εξωτερικού και εργαζόμαστε σε αυτήν την κατεύθυνση.
Στο ενδιάμεσο των δύο σεζόν τι σχέδια υπάρχουν;
Αυτήν την περίοδο, συμμετέχω στις πρόβες για την “Όρέστεια” σε σκηνοθεσία Θ.Τερζόπουλου που θα παρουσιαστεί το καλοκαίρι.
Παράλληλα με τον ποιητή και συγγραφέα Ζήση Αϊναλή και με τον ηθοποιό και χορευτή Αντώνη Ιορδάνου δουλεύουμε πάνω σε μια νέα μετεγγραφή του μύθου της Μήδειας που θα παρουσιάσουμε του χρόνου τον χειμώνα.