H Nατάσα Εξηνταβελώνη, το θέατρο και ο Μπέκετ
2018-11-07Αγαπά τους ιδιαίτερους ρόλους και της άρεσει να δίνει το δικό της καλλιτεχνικό στίγμα στους χαρακτήρες που δημιουργεί. Εκτός από ηθοποιός είναι και η Δασκάλα- όχι με τα χρυσά μαλλιά, αλλά η περσόνα στα χιουμοριστικά βίντεο που ανεβάζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κι αν δεν έχεις ακόμα καταλάβει για ποια μιλάμε... Μα φυσικά για τη Νατάσα Εξηνταβελώνη. Γεννημένη στην Αθήνα, μεγαλωμένη στο Περιστέρι, απόφοιτη του Εθνικού, η Νατάσα είναι ένα κορίτσι που προσπαθεί να μαθαίνει συνεχώς και να εξελίσσεται. Έχοντας (μικρή) θητεία στην τηλεόραση, πλέον έχει στραφεί περισσότερο στη μεγάλη της αγάπη το θέατρο. Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Έλενας Μαυρίδου. Εμείς τη συναντήσαμε και μιλήσαμε για το θέατρο, τα social media και τα μελλοντικά της σχέδια.
Ήμουν ένα παιδί με ζωηρή φαντασία, μου άρεσε να παίζω και να υποδύομαι ρόλους. Από μικρή κουβαλούσα κάποια από τα χαρακτηριστικά που προσπαθούμε οι ηθοποιοί να καλλιεργούμε στη δουλειά μας, αλλά δεν είχα κατασταλάξει τι ήθελα να κάνω μεγαλώνοντας. Η απόφαση να ασχοληθώ με την υποκριτική προέκυψε μετά το σχολείο, όταν έκανα κάποια σεμινάρια θεάτρου και ωρίμασε μέσα μου αφού μπήκα στη δραματική σχολή. Μέχρι και το δεύτερο έτος της δραματικής ήμουν καχύποπτη και όχι τόσο κατασταλαγμένη όσο άλλα παιδιά που σπουδάζαμε μαζί. Μετά όμως εξελίχθηκε σε μεγάλο έρωτα...
Η Έλενα Μαυρίδου είναι δασκάλα και πηγή έμπνευσης για εμένα. Τη γνώρισα πριν τρία χρόνια όταν παρακολουθούσα τα σεμινάρια που έκαναν με τον Σίμο Κακκάλα στο θέατρο Χώρος και αισθάνομαι αυτό που αισθάνεται κάποιος με έναν δάσκαλό του που τον εκτιμάει πολύ, που κάποιες φορές θέλει και λίγο να πεθάνει και να τον σκοτώσει κι αυτόν, γιατί του λέει αλήθειες, του ανοίγει ορίζοντες και αυτό είναι δύσκολο. Εκτιμώ τον τρόπο και την ποσότητα της δουλειάς της, γιατί είναι από τους λίγους ανθρώπους στις μέρες μας που διατηρούν ακόμα την αφοσίωσή τους σε αυτό που κάνουν. Είναι σημαντικό στην εποχή των εκλάμψεων που όλα γίνονται γρήγορα να κρατάς μια σχέση με ανθρώπους που εκπέμπουν σταθερότητα και σιγουριά. Με εμπνέει αυτό και μου δίνει πίστη.
Ξέρεις, έχω μέχρι στιγμής τη χαρά όσες δουλειές έχω κάνει στο θέατρο να είναι με ανθρώπους που εκτιμώ καλλιτεχνικά και θέλω να υπάρχουν στη ζωή μου και να μοιράζομαι πράγματα μαζί τους. Έτσι, έχω δημιουργήσει κάποιους πόλους καλλιτεχνικούς που συνήθως έχουν διάρκεια στο χρόνο, αγάπη και μια σχέση πραγματική.
Τον Μπέκετ είχαμε ξεκινήσει να τον επεξεργαζόμαστε πολύ καιρό πιο πριν ξεκινήσουν οι πρόβες για την παράσταση, με μόνη αφορμή την αγάπη μας για τον ίδιο και τα έργα του. Μελετήσαμε κειμένά του και τον τρόπο που ήθελε να παίζονται τα έργα του. Ήταν ένας συγγραφέας που ήξερε ακριβώς τι ήθελε για τα έργα του και δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια για να λοξοδρομήσεις. Γι΄αυτό κι εμείς στη δραματουργία θέλαμε να κρατήσουμε τις ποιότητες που έχει, παρότι μπορεί να χρειαζόταν να μειώσουμε το κείμενο. Αν διαβάσει κάποιος το «Περιμένοντας τον Γκοντό» θα παρατηρήσει ότι οι παύσεις και οι σιωπές είναι πολλές και με τρόπο τέτοιο μοιρασμένες στην πρώτη και στη δεύτερη πράξη έτσι ώστε να κρατιέται μια ισορροπία. Οι αναλογίες είναι εντυπωσιακά άρτιες που αν δραματουργικά επέμβεις με τον τρόπο που σε βολεύει θα διαταραχθούν. Υπήρχε και σκηνοθετικά από την Έλενα η σκέψη ότι όταν ένας καλλιτέχνης, όπως ο Μπέκετ στην προκειμένη περίπτωση, έχει ένα τόσο σαφές πράγμα να προτείνει εμείς θα πρέπει να το σεβαστούμε. Αν προσπαθήσεις να τοποθετήσεις σε ένα καλοκουρδισμένο σύστημα κάτι εξωσυστημικό πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός, γιατί μπορεί αυτή η προσπάθεια να λειτουργήσει αρνητικά. Όποτε κι εμείς προσέξαμε πολύ τις δραματουργικές επεμβάσεις μας στο κείμενο και προσπαθήσαμε να γίνουν με τρόπο ομαλό και η σκηνική παρουσίαση να «αγκαλιάσει» το κείμενο.
Στην παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό», ο ρόλος τον οποίο υποδύομαι είναι αυτός του παιδιού. Στη δική μας ανάγνωση, ο χαρακτήρας αυτός είναι ένα ιδιαίτερο πλάσμα, το οποίο έρχεται από το χώρο του ονείρου. Δεν είναι ένα παιδί με τον τρόπο που μπορεί να το σκεφτόταν ο Μπέκετ, προέρχεται από έναν διαφορετικό κόσμο, εξωλογικό κατά κάποιο τρόπο. Σε αντίθεση με το Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν (σ.σ. οι βασικοί χαρακτήρες του έργου) που είναι τύποι περιθωριακοί, κλόουν, άνθρωποι παγιδευμένοι στην ύπαρξη, για το παιδί έχουμε φτιάξει ένα σώμα που φέρει κάτι άλλο στη σκηνή, έχει άλλη μουσικότητα, άλλες ταχύτητες, άλλους χρόνους. Κατά την εμφάνισή του στη σκηνή ο χρόνος μοιάζει να διαστέλλεται.
Αυτό συμβαίνει και στο θέατρο. O ηθοποιός καλείται να μεγαλώσει το χρόνο, τη διάρκεια μιας κατάστασης. Υπάρχει μια μαγεία σε όλο αυτό, τόσο για το θεατή όσο και για τον ηθοποιό. Ο θεατής χάνει την αίσθηση του χρόνου, νιώθει σαν να έχει ξυπνήσει από ένα όνειρο, ενώ για τον ηθοποιό έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτή η αίσθηση, καθώς βιώνει το όνειρο καθημερινά και τελείως διαφορετικά. Είναι σαν να μηδενίζει και το ξαναζεί από την αρχή κάθε φορά.
Δεν πιστεύω αυτό που λένε ότι ήμουν τόσο μέσα στο ρόλο που έχασα τον εαυτό μου, την ταυτότητά μου. Πάντα είσαι εσύ μέσα σε ένα υπό συνθήκες «ψέμα», που όμως όταν οι βάσεις του είναι αληθινές μπορεί να γίνει πιστευτό. Ηθοποιός και θεατής είναι συνένοχοι σε αυτό το «ψέμα» και όταν το πιστέψουν τόσο πολύ θα είναι η μεγαλύτερη αλήθεια. Θέλει να υπάρχει πίστη και αφοσίωση και από τις δύο πλευρές. Είναι σαν τη σχέση δύο εραστών. Πρέπει να είσαι εκεί κάθε στιγμή, με όλο σου το είναι.
Στη ζωή νιώθουμε συνεχώς ότι κάτι θέλουμε, το οποίο μάλιστα μπορεί να έρθει, αλλά όταν αυτό συμβεί να μην το αναγνωρίσουμε. Ο Βλαδίμηρος απευθυνόμενος στον Εστραγκόν λέει σε ένα σημείο του έργου για τον Γκοντό «Μπορεί και να τον ξέρουμε». Και ο Εστραγκόν απαντά «Kαι να τον βλέπαμε δεν θα τον αναγνωρίζαμε». Περιμένεις κάτι το οποίο δεν ξέρεις ακριβώς τι είναι και που πιστεύεις ότι θα καλύψει κάποιο κενό σου, υπαρξιακό ή βιολογικό. Όπως αυτοί οι δύο άνθρωποι που ενώ δεν έχουν τίποτα, με τον χρόνο και το χώρο να είναι αντιμέτωποι, έχουν να περιμένουν κάτι, να ελπίζουν σε κάτι, με τεράστια υπομονή. Η υπομονή μπορεί να οδηγήσει σε σπουδαίες αποκαλύψεις, συζητήσεις και σκέψεις, ενώ η ταχύτητα και η βιασύνη πολύ συχνά μπορεί να σε αποπροσανατολίσει και να σε αποξενώσει από τα πράγματα.
Και στο θέατρο αυτό είναι εμφανές. Όταν κάνεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα και τρέχεις να τα προλάβεις όλα η σκηνή θα σε αποκαλύψει, εκεί όλα φαίνονται και το αποτέλεσμα της παρουσίας σου δεν θα είναι το επιθυμητό. Εντάσσοντας στις υπάρχουσες συνθήκες την αρετή της υπομονής σίγουρα λειτουργούν όλα πολύ καλύτερα.
Η σχέση μου με τα social media… Από το 0 έως το 10 μου βάζω 9 για το πόσο χρησιμοποιώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι δελεαστικότατο να μπορείς να δημιουργείς μια αυτοεικόνα, κρατώντας απλά ένα gadget στα χέρια σου. Ένα ωραίο παιχνίδι θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω. Δεν είμαι στη φάση εξάρτησης, δε με απασχολεί δηλαδή να δημιουργήσω μια καταπληκτική εικόνα του εαυτού μου. Χρησιμοποιώ καθημερινά το messenger, κυρίως για να μιλήσω με φίλους που μένουμε σε διαφορετικές χώρες. Η αγάπη μου για τη φωτογραφία με οδηγεί σε καθημερινό scroll down σε συγκεκριμένες σελίδες. Συχνά πιάνω τον εαυτό μου να χαζεύω, χάνοντας χρόνο από το τίποτα. Τον τελευταίο καιρό, βέβαια, προσπαθώ να το μειώσω – δύο ώρες πριν τον ύπνο κλείνουν οι οθόνες κι ανοίγουν πάλι το πρωί μετά από κάποια βασικά πράγματα (πρωινό κ.λπ). Έρχεται κάποια στιγμή που λες δε γίνεται, δεν είναι προέκταση του χεριού μου. Ε, για μένα ήρθε αυτή η στιγμή πριν περίπου δύο εβδομάδες. Και κάπως έτσι βρήκα χρόνο για να γράψω. Γενικά γράφω, αλλά τώρα θεωρώ ότι είναι το πιο παραγωγικό μου διάστημα. Όχι ποιήματα ή θεατρικά. Ούτε λογοτεχνία. Απλώς ιστορίες. Αν έπρεπε να τις εντάξω κάπου, θα έλεγα πως είναι μικρές καταθλιπτικές ιστορίες με φωτεινή υπόνοια.
Με ανησυχεί το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους, το πώς τα πράγματα εμπορευματοποιούνται και διαφημίζονται μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πιστεύω, βέβαια, πολύ στην αισθητική, την ηθική, στο να κρατηθούν ισορροπίες. Από την άλλη είναι κι ένας τρόπος για να προβάλλει ο κάθε καλλιτέχνης τη δουλειά του, υπάρχει δηλαδή και το δημιουργικό κομμάτι. Ούτως ή άλλως τα πράγματα προχωράνε κι εσύ πρέπει να φανείς έξυπνος και δημιουργικός, αξιοποιώντας τα προς όφελος δικό σου ή της κοινωνίας… Να μη σε καταπίνει, δηλαδή, όλο αυτό. Το μόνο που φοβάμαι είναι η νέα γενιά. Είναι ανησυχητικό να βλέπεις τα πιτσιρίκια να έχουν τέτοια αγωνία για τα likes και τους followers. Όχι ρε παιδιά δε θα τρελαθούμε κιόλας. Ίσως νιώθουν ότι μέσα από αυτά ολοκληρώνονται – κακά τα ψέματα είναι ένας εύκολος τρόπος να αποδείξουν το ποιοι είναι. Μόνο που όλο αυτό οδηγεί σ’ ένα κυνηγητό του τέλειου, λες κι έχουμε έλλειψη τέλειων εμφανισιακά ανθρώπων.
Αν ο Μπέκετ είχε προφίλ στο Facebook… Μου βάζεις δύσκολα… Ας ξεκινήσουμε από το δεδομένο ότι δε θα είχε προφίλ. Στην υποθετική περίπτωση που είχε προφίλ, θα είχε, φαντάζομαι, μια μαύρη φωτογραφία εξωφύλλου –total black- και φωτογραφία προφίλ με γεωμετρικά σχήματα. Κλειστό προφίλ με 2-3 φίλους. Δε θα πόσταρε συνέχεια, μάλλον σπάνια. Ξέρεις θα ήταν από εκείνους τους τύπους που μόνο σ’ ένα δημόσιο γεγονός παίρνουν θέση. Δε μπορώ να τον φανταστώ μέσα σ’ ένα κόσμο, ο οποίος απαξιώνει –ειδικά στη χώρα μας- την πρωτότυπη συγγραφή… Δεν ξέρω πώς θ’ αντιδρούσε αν βίωνε κάτι τέτοιο μέσα στην κοινωνία που ζούσε. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μπέκετ γνώρισε την καλλιτεχνική αποδοχή εν ζωή όντας ενεργός πέραν του γραψίματος- σκηνοθέτησε, είδε έργα του στην τηλεόραση. Σήμερα διανύουμε μια εποχή άλλης ποιότητας. Δε βάζω κάποιο πρόσημο σε αυτό, ούτε θετικό ούτε αρνητικό. Ενδεχομένως, αν ζούσε να σάρκαζε όλο αυτό που γίνεται. Ο καθένας αντιμετωπίζει αυτά που δεν μπορεί ν’ αντέξει με διαφορετικό τρόπο. Ίσως και η περσόνα της δασκάλας να προέκυψε έτσι. Εξάλλου πιστεύω πολύ στο δικαίωμα των ανθρώπων να κάνουν πλάκα. Ζούμε σε μια εποχή που όσο κι αν υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχουν ταμπέλες, υπάρχουν. Και μπαίνουν.
Εύχομαι να νικήσει η έμπνευση. Όσο περνούν οι εποχές και πλέον όλα έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί και παρθενογένεση δεν υπάρχει, αμέσως καλλιτεχνικά σου δημιουργούνται αρκετά άγχη. Από την άλλη βέβαια κανείς δεν χρωστά σε κανέναν, οπότε μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Εγώ σε αυτό το επίπεδο έφτιαξα αυτά τα χιουμοριστικά βίντεο. Σε καμία περίπτωση δεν είναι η άποψή μου για το τι σημαίνει κωμωδία και χιούμορ- καμία σχέση. Ούτως ή άλλως από μικρή πίστευα πως όταν δεν προσβάλλεις τον άλλο, μπορείς να κάνεις και να πεις ό,τι θέλεις. Ο νούμερο 1 αντιρατσιστικός κανόνας. Πιστεύω πολύ στη νέα γενιά, όπου υπάρχουν άνθρωποι πολύ πιο μορφωμένοι, ανοιχτοί αλλά και δημιουργικοί από παλαιότερα. Μακάρι να τους δοθεί η πάσα, είτε αυτό λέγεται χρήματα είτε βήμα, να κάνουν τα δικά τους πράγματα.
Χαίρομαι που βλέπω να έρχονται άνθρωποι δεύτερη και τρίτη φορά για να δουν το «Περιμένοντας το Γκοντό». Μακάρι να πάει καλά, γιατί είναι μια δουλειά που αγαπώ πολύ. Μετά θα ξεκινήσω πρόβες για το «Λεόντιος και Λένα» με μια ομάδα παιδιών από τη σχολή (σ.σ. Εθνικό Θέατρο), το οποίο θα ανέβει μέσα στο Φεβρουάριο. Επίσης αν και δεν είχα σκεφτεί να γράψω, τώρα είμαι ακριβώς σε αυτή τη φάση. Σκέφτομαι να γράψω ένα θεατρικό. Μπορεί να μην έχει κανένα σκηνικό ενδιαφέρον, μπορεί και να έχει. Θα δείξει.
Γενικά σαν άνθρωπος δεν είμαι εργασιομανής. Αυτή την περίοδο είμαι σε μια παράσταση που θέλω να είμαι και μου αρκεί. Δεν ψάχνομαι ιδιαίτερα. Ίσως να ψαχτώ παραπάνω όταν μου τελειώσουν τα τελευταία μου χρήματα.
Eυχαριστούμε πολύ τη Νατάσα Εξηνταβελόνη για αυτή τη συνέντευξη και της ευχόμαστε να συνεχίσει με έμπνευση, δημιουργία και επιτυχία ό,τι κάνει.
***Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις συντάκτριες Μαντώ Χαντζή και Όλγα Μπιάγκη
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Ανδρέας Σιμόπουλος *Φωτογραφίες παράστασης: Γιώργος Καπλανίδης