Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη κι ο Γιάννης Νιάρρος μιλούν στο deBόp
2018-12-24Πρωταγωνιστούν στην παράσταση «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα», ένα έργο που μιλά για ένα παιδί στο φάσμα του αυτισμού. Ο λόγος για το Γιάννη Νιάρρο και την Αλεξάνδρα Αϊδίνη, δύο ηθοποιούς που το όνομά τους είναι συνδεδεμένο με επιτυχημένες θεατρικές παραστάσεις. Μάλιστα κι οι δύο είναι νικητές των βραβείων Χορν (2018) και Μερκούρη (2016) αντίστοιχα. Εμείς βρεθήκαμε στο θέατρο για να μιλήσουμε μαζί τους για το έργο, τη σχέση δασκάλου-μαθητή, αλλά και για τις αιτίες που στην Ελλάδα παιδιά με ιδιαιτερότητες εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται από κάποιους περίεργα.
Εκείνος είναι ο Κρίστοφερ, ο πρωταγωνιστής, ένα παιδί με αυτισμό: «Ο Κρίστοφερ είναι στο φάσμα του αυτισμού, ο Μαρκ Χάντον δηλαδή δεν είπε ποτέ τι τύπο αυτισμού έχει ο ήρωας, αν έχει Asperger ή δεν έχει. Τον ταξινόμησαν στο σύνδρομο Asperger, αλλά ο μεγάλος στόχος του συγγραφέα γράφοντας αυτό το βιβλίο ήταν να μην ταξινομηθεί. Προσπάθησε, δηλαδή, να αποφύγει αυτό που συμβαίνει στις επιστήμες, όπου όλα κατηγοριοποιούνται. Ο Κρίστοφερ είναι ένα κανονικό παιδί με πρόβλημα κοινωνικής συμπεριφοράς. Έχει παραπάνω βέβαια προβλήματα από αυτό. Έχει κάποια ξεκάθαρα σημάδια αυτισμού, για παράδειγμα δεν του αρέσει να τον αγγίζουν, δε μπορεί να κοιτά τον άλλο στα μάτια, λέει πάντα την αλήθεια και τα παίρνει όλα κυριολεκτικά. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά του αυτισμού. Επίσης έχει εμμονικά ενδιαφέροντα με το διάστημα και τα μαθηματικά. Κι επειδή ένα παιδί στο φάσμα του αυτισμού δε μπορεί να συγκεντρωθεί εύκολα σε κάτι, οτιδήποτε λέγεται στον Κρίστοφερ είναι σε σχέση με τα μαθηματικά. Οπότε όλος του ο κόσμος είναι κουτάκια, πολύ ορθολογιστικός, των θετικών επιστημών.
Στο έργο, λοιπόν, βλέπουμε το «οικογενειακό δράμα» αυτού του παιδιού, δοσμένο μέσα από τα δικά του μάτια. Λίγο υπερβολικά, φυσικά, άλλωστε μιλάμε για ένα παιδί στην εφηβεία. Η οικογενειακή ιστορία απλή: η μητέρα του Κρίστοφερ τους παράτησε και πλέον ζει με το νέο σύντροφό της στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, όμως, μη μπορώντας να διαχειριστεί την κατάσταση, λέει ψέματα στο γιο του ότι η μητέρα του πέθανε. Όμως ο Κρίστοφερ ανακαλύπτει την αλήθεια κι έρχεται αντιμέτωπος με ό,τι σιχαίνεται περισσότερο στη ζωή του, τα ψέματα. Και μάλιστα από τον ίδιο του τον πατέρα για την ίδια του τη μάνα. Κι ίσως να μην είχε ενδιαφέρον, αν ο ήρωας Κρίστοφερ δεν ήταν αυτός που είναι-διαφορετικός. Στην περίπτωσή του αλλάζουν τα μεγέθη κι η ένταση των συναισθημάτων του, αντιλαμβάνεται διαφορετικά τις καταστάσεις γύρω του».
Εκείνη είναι η δασκάλα του Κρίστοφερ: «Η Σιβόν είναι μια απλή δασκάλα σ’ ένα ειδικό σχολείο. Είναι το μόνο θετικό πρόσωπο σε όλο το έργο, έτσι όπως τουλάχιστον την παρουσιάζει ο Κρίστοφερ. Βέβαια όλο αυτό δίνεται μέσα από το πρίσμα της υποκειμενικότητας. Ίσως επειδή ο Κρίστοφερ έχει ανάγκη να τη δει έτσι. Βλέπουμε, λοιπόν, τη δασκάλα μέσα από τα δικά του μάτια, αλλά και τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Κι επειδή ο Κρίστοφερ λέει πάντα την αλήθεια, η οποία λειτουργεί σαν καθρέπτης, φαίνονται καθαρά κι οι δυνάμεις αλλά κι οι αδυναμίες του καθενός. Όλοι τους με ένα τρόπο είναι αντι-ήρωες. Βέβαια, νομίζω ότι στην περίπτωση της δασκάλας ο συγγραφέας επιλέγει να της δώσει θετικό πρόσημο. Ίσως θέλει να προτείνει ένα διαφορετικό πρόσωπο εκπαιδευτικού, ο οποίος -όσο επιτρέπεται και μπορεί- μπαίνει στη θέση των παιδιών και παράλληλα μαθαίνει από αυτά. Η δράση της Σιβόν είναι να ενισχύσει, να ενθαρρύνει, να εμπνεύσει τον Κρίστοφερ, παρέχοντάς του ασφάλεια. Προσπαθεί να τον καταλάβει, να μάθει από εκείνον, αλλά και να συνομιλήσει μαζί του. Νομίζω ότι η συνάντησή της με τον Κρίστοφερ την αλλάζει. Προς το καλύτερο φυσικά».
Για τη δυνατή σχέση μεταξύ της Σιβόν και του Κρίστοφερ…
Όπως μας λέει η Αλεξάνδρα: «Η Σιβόν είναι καταρτισμένη κι αγαπά πολύ τη δουλειά της. Ξέρει και χρησιμοποιεί τον κώδικα του Κρίστοφερ. Ουσιαστικά πρόκειται για μια διαφορετική γλώσσα που μιλά ο Κρίστοφερ και την ξέρει κι εκείνη. Βέβαια του έχει και μια ιδιαίτερη αδυναμία…»
Για τη σχέση αυτή ο Γιάννης προσθέτει: «Σε αντίθεση με τους γονείς του, η Σιβόν λόγω της κατάρτισής της ξέρει πώς να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο παιδί. Κι επειδή ο Κρίστοφερ δεν έχει συναντήσει ξανά αντίστοιχο άνθρωπο/συνομιλητή, που να ξέρει δηλαδή πώς να τον καθοδηγήσει, δένεται μαζί της».
Το δέσιμο αυτό για το Γιάννη δεν εξηγείται απόλυτα από το οικογενειακό περιβάλλον του ήρωα, αφού «η οικογένειά του δεν είναι και το άλλο άκρο, μια προβληματική οικογένεια, μάλλον συνηθισμένη θα την έλεγα. Το μόνο έξτρα είναι ο αυτισμός του Κρίστοφερ».
Η Αλεξάνδρα θα πει για την οικογένεια του Κρίστοφερ: «Η οικογένεια του Κρίστοφερ είναι μια τυπική αγγλική μεσοαστική οικογένεια που πασχίζει. Άλλες φορές τα καταφέρνει κι άλλες φορές χωλαίνει. Είναι πολύ ωραία δοσμένοι οι χαρακτήρες των γονιών. Βλέπεις αντίστοιχες φορές να κερδίζουν έδαφος κι αντίστοιχες φορές λες ως θεατής «τι κάνεις; Όλα λάθος». Όπως συμβαίνει σε όλες τις οικογένειες με παιδιά. Βέβαια η εν λόγω οικογένεια έχει και το θέμα του αυτισμού, που είναι ευχή και κατάρα μαζί».
Για την υπέρβαση του ήρωα
«Μα», όπως λέει ο Γιάννης, «είναι ένα παιδί στην εφηβεία, την ηλικία που τα παιδιά θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο. Και θέλουν και νιώθουν ότι μπορούν να το κάνουν. Γι' αυτό κι ο Κρίστοφερ τολμά να κάνει το βήμα και να βγει από το σπίτι του. Έχοντας να «αντιμετωπίσει» τις δικές του φυσικά αδυναμίες, τις οποίες δεν τις αντιλαμβάνεται έτσι- μεταξύ μας και στην πραγματική ζωή ποιος το κάνει; Για εκείνον είναι κομμάτι του χαρακτήρα του. Άρα δεν έχει να υπερνικήσει κάτι. Είναι μια κατάσταση την οποία θεωρεί κανονική για εκείνον. Όταν αποφασίζει να πάει να μείνει με τη μητέρα του, καταστρώνει σχέδιο. Βήμα-βήμα του τύπου «Πρέπει να πάω στο Λονδίνο. Άρα θα πρέπει να βγω από το σπίτι. Τι πρέπει να κάνω για να βγω από το σπίτι; Να δω πού είναι ο σταθμός. Πού είναι ο σταθμός; Θα ρωτήσω αυτόν» κι ούτω καθεξής. Γίνεται, λοιπόν, μια αποστολή μέσα το δικό του λογικό μυαλό, στα κουτάκια του. Και το να βρει ποιος σκότωσε το σκύλο, τον Γουέλινγκτον, και το να πάει στο Λονδίνο. Λέει «θα τα καταφέρω» και τα καταφέρνει».
Για την Ελλάδα και τη στάση της απέναντι σε παιδιά με ιδιαιτερότητες.
Ο Γιάννης υποστηρίζει πως ξέρει το γιατί: «Έχω απάντηση. Γιατί αυτό το έργο για παράδειγμα έχει παιχτεί πριν δέκα χρόνια στην Αγγλία και το έχει δει εκατομμύρια κόσμος. Αυτό από μόνο του δείχνει πως οι άνθρωποι είναι πιο εκπαιδευμένοι, πιο μορφωμένοι πάνω στο ζήτημα».
Κι η Αλεξάνδρα συμπληρώνει: «Να σημειωθεί ότι η επιτυχία του ξεκίνησε ως ββιλίο με χιλιάδες αναγνώστες στον κόσμο. Κι εξάλλου μιλάμε για πιο προηγμένες κοινωνικά κι ανθρωπιστικά κοινωνίες με ίδια μεν θέματα διακρίσεων και καχυποψίας, αλλά στατιστικά κι αναλογικά πολύ πιο μπροστά από εμάς».
Η υποκριτική πρόκληση
Σίγουρα δεν ήταν εύκολο για το Γιάννη να παίξει ένα παιδί με ιδιαιτερότητες. Όπως μας εξηγεί: «Ο Κρίστοφερ είναι ένα παιδί με μια ιδιαιτερότητα, ανήκει στο φάσμα του αυτισμού. Για να μη βγει όλο αυτό αστείο ή γελοίο, επέλεξα έναν πολύ απλό κι εύκολο τρόπο, το μιμητικό. Που σημαίνει πως προσπάθησα να έρθω σε επαφή με παιδιά που έχουν αυτισμό ή τέλος πάντων ανήκουν στο φάσμα. Ουσιαστικά ήθελα να ξεκινήσω από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που φέρουν αυτά τα άτομα. Ένας άλλος οποιοσδήποτε ρόλος είναι πιο δύσκολος στην προσέγγισή του-απλώς παίζεις έναν τύπο. Αυτό είναι πάρα πολύ αφηρημένο. Ενώ ο ρόλος που κάνω τώρα είναι πιο συγκεκριμένος, μπορείς να πατήσεις πάνω σε κάποια πράγματα. Εν προκειμένω στα γνωστά χαρακτηριστικά (δεν κοιτά στα μάτια τους άλλους, δεν του αρέσει να τον ακουμπούν, δεν είναι καθόλου κοινωνικός). Σε δεύτερο επίπεδο προσπάθησα να αντιμετωπίσω τον Κρίστοφερ σαν ένα ρόλο που δεν έχει κάποια ιδιαιτερότητα, δηλαδή το πώς ο εαυτός μου θα συμπεριφερόταν σε τέτοιες καταστάσεις. Στη συνέχεια προσπάθησα να δω πώς θα ήταν τα πράγματα αν ήμουν αυτιστικός. Μιλάμε δηλαδή για ένα πάντρεμα».
Όσον αφορά στο πως χτίζεται η σχέση μεταξύ της Σιβόν και του Κρίστοφερ σκηνικά, η Αλεξάνδρα λέει: «Το έργο έχει συλλάβει κάτι μεγαλοφυές που δεν υπάρχει στο βιβλίο. Στη διασκευή που έκανε ο Σάιμον Στίβενς κάνει κάτι μαγικό -χρησιμοποιεί το θέατρο ως μια δραματοποίηση του βιβλίου, δηλαδή της αφήγησης του ήρωα, του Κρίστοφερ. Το θέατρο, άλλωστε στη μορφή της δραματοθεραπείας, χρησιμοποιείται πάρα πολύ ως μια τεχνική για παιδιά με αναπτυξιακές δυσκολίες, γιατί μέσω αυτού βγαίνουν καθαρά συναισθήματα. Μπορείς να αφηγηθείς κάτι απενοχοποιημένα, παίζεις κι αυτό το κάνει μαγικό. Βλέπουμε τη δασκάλα να προσπαθεί να επικοινωνήσει με το παιδί στις διάφορες σκηνές με διάφορα τρικς, χρησιμοποιώντας τον κόσμο του. Θα μιλήσει βασιζόμενη στα μαθηματικά, σε στοιχεία που τον συγκεντρώνουν, σε πράγματα που του αρέσουν. Μιλά για τα συναισθήματα, θα πει «χαίρομαι» ή «δε χαίρομαι» για να του μιλήσει για τα συναισθήματα. Νομίζω ότι αυτός ο τρόπος που ακολουθεί βοηθά το παιδί να καταλάβει. Στην παράσταση ο Κρίστοφερ όχι μόνο μας αφηγείται τη διαδρομή του, αλλά τη βιώνει κιόλας. Αυτό βοηθά πολύ το σκηνικό παιχνίδι. Αντίστοιχα σε μία τάξη θα βοηθούσε ένα τέτοιο παιδί να επικοινωνήσει καλύτερα με το περιβάλλον του, να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους. Πρόκειται για μια περίπτωση «θεάτρου μέσα στο θέατρο».
Όταν τους ρωτώ αν πηγαίνουν έφηβοι να δουν την παράσταση, απαντούν με γέλια ταυτόχρονα «Ναι». Όπως λέει ο Γιάννης: «Νομίζω πως επικοινωνούν με το θέμα της παράστασης. Αν εξαιρέσεις το κομμάτι του αυτισμού, είναι μια πολύ ωραία ιστορία ενηλικίωσης. Στο Λύκειο νομίζω είναι που σου σκάει το οικογενειακό «δράμα», είναι η φάση ζωής που πρέπει να αποδεχτείς τους γονείς σου, να ενηλικιωθείς. Κι ο κάθε άνθρωπος το ζει διαφορετικά».
Κι η Αλεξάνδρα συμπληρώνει: «Έρχονται, αλλά σε μία φάση πλάκας, καζούρας. Σιγά σιγά στη διάρκεια της παράστασης ηρεμούν. Νομίζω βοηθά ότι είναι πρωταγωνιστής ο Γιάννης. (γέλια) Πέραν της πλάκας, κάθε παιδί σε αυτή την ηλικία (σ.σ. εφηβεία) έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορεί να αναγνωρίσει ως κοινά με αυτά του ήρωα, οπότε κάπως ταυτίζεται».
Για τους εμπνευσμένους δασκάλους
Ο Γιάννης μοιράζεται μια εμπειρία από το σχολείο: «Στη θεατρική ομάδα του σχολείου στο Λύκειο είχα μια δασκάλα, η οποία με βοήθησε πάρα πολύ. Όχι μόνο στο να παίξω θέατρο, γενικότερα. Αυτό, δηλαδή, που κάνει κι η Σιβόν στον Κρίστοφερ, που του μαθαίνει πώς να ενηλικιωθεί, να κοινωνικοποιηθεί. Πολύ πιο σημαντικά πράγματα από το να μάθεις ιστορία για παράδειγμα».
Η Αλεξάνδρα πάλι δε μπορεί να πει πως υπήρξε δάσκαλος που την επηρέασε. Μάλιστα όπως λέει: «Εμένα μου έλειψε πολύ ένας τέτοιος δάσκαλος/δασκάλα. Πιστεύω ίσως ότι μιλάω εξαιτίας αυτής της έλλειψης. Ίσως να έχει να κάνει και με το σχολείο που πήγαινα- ένα συντηρητικό καθολικό σχολείο. Η μόνη εξαίρεση σε αυτό το κλειστό περιβάλλον ήταν ένας καθηγητής Θρησκευτικών, ο κύριος Μαυροφίδης, ο οποίος μας άφηνε να καθόμαστε πάνω στα θρανία και μιλούσαμε για το σεξ ή την ύπαρξη ή ανυπαρξία του Θεού. Αντίθετα στα υπόλοιπα μαθήματα δε συνάντησα ανθρώπους που να μπορούν να φέρουν τα παιδιά πιο κοντά στον εαυτό τους, μάλλον τα απομάκρυναν».
Για τη θεραπευτική δύναμη της αγάπης
Ο Γιάννης υποστηρίζει πως η αγάπη της δασκάλας προς το πρόσωπο του ήρωα τον βοηθά, γιατί: «σκέψου ότι σε αρκετές του στιγμές ο ήρωας ανακαλεί τη δασκάλα σε αρκετές στιγμές σα θεό. Τον καταλαβαίνω, γιατί κι εγώ έχω νιώσει όμορφα ως μαθητής, όταν μου είχε πει δάσκαλός μου μια καλή κουβέντα, την οποία τη χρησιμοποίησε συνειδητά και επί προσωπικού. Είναι πολύ ωραίο αυτό συναίσθημα. Δε μπορείς να το νιώσεις εύκολα αυτό με τους γονείς σου, γιατί σε αγαπούν άνευ όρων. Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος που δε σε αγαπά με αυτόν τον τρόπο, αλλά τον έχεις κερδίσει εσύ με το χαρακτήρα σου, σου μιλά τρυφερά τότε μιλάμε για κάτι πολύ πιο ουσιαστικό. Επίσης επειδή ο Κρίστοφερ δεν κοινωνικοποιείται εύκολα, θυμάται έντονα τη Σιβόν, γιατί μαζί της έχει περάσει καλά για αυτό και θα την κουβαλά για πάντα μέσα του».
Κι η δασκάλα όμως παίρνει αγάπη, όπως μας λέει η Αλεξάνδρα: «Έχοντας μιλήσει και με ανθρώπους και δασκάλους που κάνουν τη δουλειά της ηρωίδας (σ.σ. δάσκαλος σε ειδικά σχολεία), έμαθα πως δεν την κουβαλάνε ως ένα τεράστιο βάρος. Μικρά βήματα μαθητών τους τα θεωρούν τρομερή πρόοδο. Δεν περιμένουν πολλά. Αυτό που θέλουν είναι ένα μικρό βήμα προς την αυτονομία. Μιλούν με έναν ενθουσιασμό για όλα αυτά τα μικρά βήματα, που μόνο με ενός ερωτευμένου θα μπορούσε να συγκριθεί. Κάθε φορά διακυβεύεται κάτι πολύ σημαντικό. Η Σιβόν φυσικά και παίρνει από τον Κρίστοφερ, δε δίνει μόνο -την κάνει να γελά. Επίσης μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα με τον Κρίστοφερ, περνάνε καλά δηλαδή. Εξάλλου κι η ηρωίδα έχει δικά της θέματα. Είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, κοινωνικά θεωρείται ίσως αουτσάιντερ. Κι η συνάντηση με τον Κρίστοφερ την κινητοποιεί με έναν τρόπο. Μαθαίνει από εκείνον. Αυτή είναι κι η έννοια του δασκάλου, να μοιραζόμαστε πράγματα αμφότεροι, αυτό πρέπει να είναι το άλφα της εκπαίδευσης. Το ίδιο ισχύει και στο θέατρο-εγώ τουλάχιστον ως Αλεξάνδρα έρχομαι με πολύ μεγάλη λαχτάρα να μοιραστώ και να "παίξω" με το Γιάννη».
Όσον αφορά στα μελλοντικά τους σχέδια μάλλον είναι πολύ μακρινά, αφού η παράσταση θα πάει για καιρό ακόμη. Η Αλεξάνδρα, το καλοκαίρι, θα είναι στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, ενώ ο Γιάννης σχεδιάζει το επόμενο λάιβ του το «Life before Grammys, ένα stand-up comedy όπου τραγουδάω και παίζω, ένα one man show δηλαδή με πιάνο και φωνή. Το που και πότε δεν ξέρω».
Κι οι ερωτήσεις τελείωσαν κι ο χρόνος επίσης. Σε λίγο θα ανάψουν τα φώτα της σκηνής κι ο Κρίστοφερ θα μας πει την ιστορία του.
Ευχαριστούμε πολύ την Αλεξάνδρα Αϊδίνη και το Γιάννη Νιάρρο για την όμορφη κουβέντα μας. Κάθε επιτυχία ευχόμαστε.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ