Η Αλίκη Στενού μας μιλάει για την παράσταση «Πεθαίνω σαν Χώρα» που σκηνοθετεί!
2023-01-08Μετά την ενθουσιώδη υποδοχή κοινού και κριτικών την άνοιξη του 2022 στην κεντρική σκηνή του BIOS, η παράσταση «Πεθαίνω σαν Χώρα» παρουσιάζεται στην ΠΛΥΦΑ για δεύτερη σέζον.
Το έργο «Πεθαίνω σαν χώρα», γραμμένο το 1978 από τον Δημήτρη Δημητριάδη, μας κάνει μάρτυρες μιας χώρας που βρίσκεται σε ένα τέλος καιρού, σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή όπου καμιά γυναίκα δεν φέρνει πια παιδί στον κόσμο. Μετά από χίλια χρόνια πολέμου και ενώ ο εχθρικός στρατός πρόκειται να περάσει από ώρα σε ώρα τα σύνορα, βλέπουμε το εξουθενωμένο έθνος να υποδέχεται έναν νέο ιστορικό κύκλο. Τις στιγμές εκείνες θρονιάζεται σε όλα τα κεφάλια το πολυμέτωπο βασίλειο της φαντασίας και συμβαίνουν κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις. Το τέλος μιας εποχής έχει έρθει όπως ο προμελετημένος θάνατος μιας αθεράπευτης αρρώστιας.
Όταν όμως κάτι τελειώνει, κάτι νέο ξεκινά.
Η Ελένη Κασούρα μιλά με την Αλίκη Στενού για την παράσταση!!
Το «Πεθαίνω σαν Χώρα» είναι η πρώτη παράσταση που σκηνοθετείτε. Για ποιο λόγο επιλέξατε «να εκκινήσετε» με αυτό το έργο;
Όταν έπεσε στα χέρια μου το κείμενο αυτό, ή μάλλον όταν θυμήθηκα το έργο αυτό από τον τίτλο του που χρόνια τώρα για κάποιο λόγο με τραβούσε, δεν σκέφτηκα αν θα είναι η πρώτη μου σκηνοθεσία αλλά κατά πόσο οι λέξεις και οι εικόνες που εμπεριέχονται σε αυτό αποτελούν έναν κόσμο στον οποίο θέλω να βουτήξω, με πάθος, ενστικτωδώς, χωρίς απαραίτητα λογική. Πιστεύω αρκετά στις ενστικτώδεις αντιδράσεις στα πράγματα κι όταν είδα ότι τα λόγια του Δ. Δημητριάδη με συγκινούν βαθιά και αγγίζουν θέματα που καιρό τώρα με απασχολούν, αποφάσισα πως αυτός είναι ένας αρκετά ισχυρός και ικανός λόγος για να το προσπαθήσω, με ρίσκο και πίστη στη σκληρή δουλειά. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν ήταν γραμμένο ως θεατρικό έργο ένιωθα ότι δίνει μεγάλη ελευθερία στη σκηνοθετική προσέγγιση κι αυτό μου φαινόταν ελκυστικό.
Εσείς πώς αναμετρηθήκατε με το εν λόγω έργο, καθώς δεν αποτελεί αμιγώς θεατρικό σχεδίασμα; Σε ποιες αλλαγές προχωρήσατε ώστε να ταιριάζει στα πλαίσια μιας θεατρικής σκηνής;
Ξεκίνησα από τη σκέψη ότι το θέατρο είναι ένας τόπος αφήγησης ιστοριών, άρα γιατί να μην μπορούμε να αφηγηθούμε και αυτή την ιστορία; Μέσω των ηθοποιών που λειτουργούν ως αφηγητές και ταυτόχρονα αποτελούν πολίτες αυτής της χώρας, ένα είδος χορού θα λέγαμε, με ενδιέφερε να ακούσω το κείμενο μέσα από την πολλαπλότητα διαφορετικών φωνών που θα αναδείκνυε την ιδιαίτερη σχέση του καθενός με τη χώρα, με τον τόπο του, όχι μόνο μέσα από τις λέξεις αλλά κυρίως μέσα από τη σωματική ένταση που αυτές οι φορτισμένες λέξεις προκαλούν. Η σκηνή επίσης απαιτεί δράση κι έτσι άρχισα να διερευνώ τι συμβαίνει όσο τα πρόσωπα αυτά μιλούν, τι τα ωθεί να μιλήσουν ή τι χρειάζονται προκειμένου να καταφέρουν να αρθρώσουν αυτή την πυκνογραμμένη και πολυεπίπεδη ιστορία. Εκκίνηση αποτέλεσε η ίδια η κίνηση του έργου, η αναζήτηση της ταχύτητας, του ρυθμού και της ποιότητας με την οποία κινούνται οι εικόνες αλλά και τα υλικά που αυτές χρειάζονται προκειμένου να αναδυθούν, τα υλικά που μπορούν να γίνουν παρτενέρ του ηθοποιού και να λειτουργήσουν ως ‘παγίδες’ ή παιχνίδι μέσα από το οποίο θα δημιουργηθούν ζωντανές σχέσεις.
Εκτός από τη σκηνοθεσία του έργου αναλαμβάνετε να υποδυθείτε και ένα ρόλο. Είναι πρόκληση να σκηνοθετεί και ταυτόχρονα να παίζει η ίδια η σκηνοθέτρια στην παράσταση
Όλα αποτελούν μια πρόκληση και σίγουρα όσο περισσότεροι οι ρόλοι τόσο περισσότερες οι προκλήσεις. Ωστόσο έχει ενδιαφέρον να ανακαλύψεις τα διαφορετικά κέντρα από τα οποία ξεκινάει η λειτουργία του κάθε ρόλου, άλλοτε αφετηρία είναι ο νους και η φαντασία και άλλοτε το σώμα και το συναίσθημα, και χρειάζονται όλα θεωρώ για να προκύψει μια ολοκληρωμένη όσο γίνεται σύνθεση. Αυτό το 'μέσα-έξω' στο οποίο κινείται κανείς άλλοτε ως σκηνοθέτης/τις και άλλοτε ως ηθοποιός απαιτεί ενεργοποίηση όλων των κέντρων κάθε στιγμή κι αυτό με ελκύει πολύ. Η δική μου εκκίνηση βρίσκεται κυρίως στο σώμα, αυτό μου ενεργοποιεί περισσότερο τη φαντασία, κι έτσι με βοήθησε το να είμαι επί σκηνής μαζί με τους συναδέλφους μου και να διερευνώ τη λειτουργία από μέσα, βλέποντας τις τάσεις του σώματος, τις ανάγκες του και τις προοπτικές των μεταξύ μας σχέσεων. Μετά, βγαίνοντας 'έξω', μπορούσα πιο ψύχραιμα να παρατηρήσω τη λειτουργιά του συνόλου και να καταλάβω τις μετακινήσεις που απαιτούσε η δομή του έργου προκειμένου να γίνουν πιο καθαρές οι προθέσεις της κάθε σκηνής, με κατάλληλες αναπροσαρμογές στιςεντάσεις, τον ρυθμό και τις ποιότητες.
Η παράσταση συνοδεύεται από ζωντανή μουσική επί σκηνής. Πώς επιλέχθηκε αυτή η μουσική αλλά και τι εξυπηρετεί στο όλο εγχείρημα;
Προσωπικά πιστεύω πολύ στη μοναδική δύναμη που έχει η μουσική να επικοινωνεί εξωλεκτικά τις διαφορετικές ποιότητες ενός κειμένου. Όχι υπογραμμίζοντας αλλά αναδεικνύοντάς τες, που σημαίνει ότι καμιά φορά η μουσική πρέπει να δημιουργεί αντίθετη τάση από αυτή των λέξεων. Ο ήχος των κρουστών του εξαιρετικού μουσικού Νίκου Τουλιάτου, αποτελεί μία επιπλέον βασική φωνή επί σκηνής, που συνδιαλέγεται διαρκώς με τις φωνές των πέντε ηθοποιών και τις εικόνες που δημιουργούνται. Η παράσταση μοιάζει με μουσική παρτιτούρα την οποία σε επιλεγμένα σημεία συμπληρώνουν και οι ηλεκτροακουστικοί ήχοι που έχει συνθέσει ο φίλος και συνεργάτης Τάκης Π. Το κείμενο, η μουσική και η κίνηση βρίσκονται σε διαρκή διάλογο και προσφέρουν διαφορετικές, αλληλοσυμπληρούμενες εισόδους στην ενεργητική ακρόαση αυτής της πυκνογραμμένης ιστορίας.
Το «Πεθαίνω σαν Χώρα» απέσπασε πολύ καλές κριτικές ήδη από την πρώτη φορά που ανέβηκε. Γιατί θεωρείτε ότι ξεχώρισε και αγαπήθηκε;
Θεωρώ ότι δουλέψαμε όλοι πολύ σκληρά για αυτή την παράσταση κι ότι πίσω από αυτή τη δουλειά υπάρχει τιμιότητα, αγάπη και καθαρότητα προθέσεων, χωρίς να προσπαθούμε να το παίξουμε έξυπνοι ή ότι ξέρουμε κάτι καλύτερα από τον θεατή. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι η επικοινωνία που επιδιώκουμε να αναπτύξουμε με τον θεατή βασίζεται σε μια ειλικρινή αγωνία και ένα πάθος που ‘βράζει’ μέσα μας και μας κάνει να θέλουμε μαζί του να φωνάξουμε και να αναρωτηθούμε πώς θα πάμε παρακάτω, αναλογιζόμενοι την μέχρι τώρα πορεία της ανθρωπότητας. Προσωπικά δεν έχω σίγουρες απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουμε, γιατί πιστεύω στην αναζήτησή τους μέσω μιας συλλογικής προσπάθειας. Στην παράσταση 'σκουντάμε’ τον θεατή με ποικίλους τρόπους, για να βοηθηθούμε να βρούμε τον τρόπο να προχωρήσουμε και να εγκαινιάσουμε έναν νέο ιστορικό κύκλο, αφού πρώτα αναγνωρίσουμε τις δυσλειτουργίες και τα επαναλαμβανόμενα αδιέξοδα αυτής της χώρας.
Η φαντασία παίζει και αυτή το δικό της ρόλο στο έργο. Στις μέρες μας βιώνει κάποιου είδους κρίση; Πώς θα μπορούσαμε να την αναζωπυρώσουμε;
Η ανθρωπότητα έχει πολλή φαντασία, συχνά καταπιεσμένη κι άλλοτε απελευθερωμένη, αλλά υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει, θα βρίσκεται πάντα μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων. Αυτή η φαντασία είναι που έχει δημιουργήσει και εξακολουθεί να δημιουργεί τα πιο όμορφα και τα πιο φρικτά πράγματα ταυτόχρονα. Για μένα είναι σημαντικό να διερωτηθούμε προς ποια κατεύθυνση ενθαρρύνεται η ανάπτυξη της φαντασίας, πού βρίσκει γόνιμο έδαφος και τι προάγει, γιατί όπως λέγεται και στο έργο το βασίλειο της φαντασίας είναι ‘πολυμέτωπο’ και η ίδια μπορεί να αποδειχθεί ‘ανελέητη’. Ακόμα κι ένας πόλεμος θέλει φαντασία και μπορεί να την χρησιμοποιήσει επινοώντας τα πιο φρικτά μέσα βασανισμού κι εξόντωσης του ανθρώπου. Η δύναμη της φαντασίας είναι τρομακτική και έχει σημασία να δούμε πώς αυτή μπορεί να βρει χώρο για να προάγει ωφέλιμες αξίες όπως την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, τον σεβασμό. Το πώς μπορεί να γίνει αυτό ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση που συνδέεται πιστεύω με το πώς μεγαλώνουμε σε μια χώρα και τι παιδεία παίρνουμε στην πορεία μας, από την οικογένεια, το σχολείο αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε καθημερινά.
Αντίστοιχα, τι μπορεί να κάνει μια «Χώρα’ ώστε να μην ‘Πεθαίνει’»;
Να στηρίζει τους ανθρώπους της, να τους δίνει ευκαιρίες και ισχυρούς λόγους για να μείνουν, να τους προσφέρει τρόπους να ανθίσουν, να ονειρεύονται και να μπορούν να αγαπούν. Να υπερασπίζεται την ελευθερία και την ισότητα μεταξύ των διαφορετικών φύλων και φυλών, την ελεύθερη επιλογή του καθενός να ορίζει το πώς θέλει να ζει, χωρίς βία και κατάλοιπα συντηρητικών πεποιθήσεων. Να δέχεται τη διαφορετικότητα και να την αναγνωρίζει ως αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρωπότητας.Να αναγνωρίζει την αξία του πολιτισμού - βλέπε στις μέρες μας την απαξίωση που βιώνουν οι καλλιτέχνες με την υποβάθμιση των σπουδών τους-. Δυστυχώς συχνά βλέπουμε να γίνονται βήματα προς τα πίσω και να καταπατώνται κεκτημένα δικαιώματα. Ο ‘μη θάνατος’ θα έλεγα ότι είναι η ακριβώς αντίθετη πορεία.
Σε μελλοντικό χρόνο ποιο θεατρικό ή άλλο κείμενο θα επιθυμούσατε να σκηνοθετήσετε και γιατί;
Στο απώτερο μέλλον θα ήθελα πολύ να σκηνοθετήσω κάποια από τις αγαπημένες μου αρχαίες τραγωδίες, όπως τη Μήδεια, τις Τρωάδες, την Αντιγόνη ή τις Βάκχες, γιατί με συναρπάζει ο λόγος τους, τα νοήματά τους, ο ρυθμός και η δόνηση των συναισθημάτων που εμπεριέχουν. Για την ώρα ωστόσο αφιερώνω χρόνο διαβάζοντας περισσότερο σύγχρονα κείμενα, όπως ορισμένα του Heiner Müller, του Leonid Andreyev, του Georg Büchner, του Martin McDonagh και άλλων πολλών που βρίσκονται στα ράφια της Εθνικής Βιβλιοθήκης την οποία επισκέπτομαι συχνά.
Όλες οι πληροφορίες για τις τελευταίες παραστάσεις βρίσκονται εδώ