Η Αμαλία Καβάλη και οι Χάρτες της ζωντανεύουν τις χαμένες ανάσες της Αθήνας
2024-04-11Η Αμαλία Καβάλη είναι μια ταλαντούχα ηθοποιός που έγινε ευρύτερα γνωστή από την τηλεοπτική της συμμετοχή στις Άγριες Μέλισσες. Από τη μία, ασχολείται εδώ και χρόνια με το θέατρο και την τηλεόραση, από την άλλη είναι ένας άνθρωπος με χιούμορ, ευρηματικότητα και πάθος για τη ζωή και την τέχνη. Ξεκίνησε εν μέσω καραντίνας να φτιάχνει τις δικές της διαδρομές μέσα στην πόλη ακολουθώντας τα χνάρια ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών που έζησαν κάποτε στην πόλη και έκτοτε δε χορταίνει να εξερευνά. Έχει δημιουργήσει την ομάδα Χάρτες στο Instagram και πραγματοποιεί πρωτογενή έρευνα στην πόλη γύρω από καλλιτέχνες, που μπορεί να έχουν φύγει από τη ζωή, όμως το εκτόπισμά τους ζει ακόμη και συχνά αναγεννιέται, υπενθυμίζεται από άτομα όπως η Αμαλία, που φαντάζονται τη διαμόρφωση των συνοικιών σε άλλες εποχές και ψάχνουν εγκαταλελειμμένα, ανεκμετάλλευτα ή και τελείως αλλαγμένα σπίτια, όπου για λίγο ή πολύ, όλοι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν ένα διάστημα της ζωής τους.
Είναι ένα εγχείρημα που συναντάται συχνά έξω, κυρίως στην Ευρώπη και ειδικά στην Αγγλία, όπου έζησε και η ίδια για 6 χρόνια όταν πήγε να σπουδάσει οικονομικά. Τα σπίτια έχουν παλμό και πνοή. Εξάλλου, όπως έλεγε και ο αγαπημένος της Γιάννης Τσαρούχης : «Οι πολυκατοικίες, από τη στιγμή που οι άνθρωποι έχουν πεθάνει μέσα ή έχουν κάνει έρωτα, είναι ιεροί χώροι». Έτσι, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα κάναμε μαζί μια αναδρομή στο παρελθόν περπατώντας στους δρόμους της Κυψέλης. Στην παρέα μας, προστέθηκε στην πορεία και ο παιδικός της φίλος Αποστόλης Ανδριώτης, ο οποίος ανέλαβε τη φωτογραφική επιμέλεια. Επισκεφθήκαμε το σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, στο υπόγειο του οποίου μάλλον έκρυβε τον Νίκο Εγγονόπουλο στην κατοχή , το σπίτι της Διδούς Σωτηρίου, το σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη στην Κατοχή, το σπίτι της Θάλειας Φλωρά-Καραβία, την οποία ο ίδιος ο Τσαρούχης αποκάλεσε ως την καλύτερη Ελληνίδα ζωγράφο, το κτίριο όπου στεγαζόταν το φημισμένο καφενείο "Ηραίον", κάναμε μια αποτυχημένη απόπειρα να βρούμε το σπίτι της Δανάης Στρατηγοπούλου, είδαμε δύο σπίτια του Μίλτου Σαχτούρη και δύο του Παύλου Σιδηρόπουλου, για να καταλήξουμε στο σπίτι του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Έτσι, μιλήσαμε για πολλά...
Στο σπίτι του Τσαρούχη στην Κατοχή
Πώς σου ήρθε η ιδέα να ξεκινήσεις τους Χάρτες;
Μου αρέσουν πολύ οι βόλτες. Έχω γνωρίσει τους καλύτερους μου φίλους, έχω ερωτευτεί, έχω γνωρίσει πόλεις απλά γιατί περπατούσαμε άσκοπα κάνοντας κουβέντες και λέγοντας ιστορίες ή ακουγοντας μουσική. Επίσης, αν είμαι χάλια ψυχολογικά και βγω να περπατήσω, οι πεταλούδες στο στήθος μου θα κουρνιάσουν σχεδόν πάντα. Στην καραντίνα, που τα νεύρα απο το καθισιό ήταν κρόσια, έριχνα βόλτες Νο6 χιλιομέτρων. Πολύ γρήγορα εξάντλησα το κέντρο της Αθήνας και άρχισα να βαριέμαι, οπότε αποφάσισα να το ανακαλύψω ξανά με άλλο μάτι. Επειδή έχω μείνει 6 χρόνια στην Αγγλία όπου είναι διαδεδομένη η σήμανση πολιτιστικών τοπωνυμίων, ήξερα πως μου άρεσε που σε μια βόλτα μπορεί να γνώριζα ξαφνικά το έργο καλλιτεχνών που δεν ήξερα. Έτσι, αποφάσισα να κάνω έρευνα για οικίες καλλιτεχνών στην Αθήνα. Το βράδυ έκανα την έρευνα και χάραζα μια διαδρομή και την επόμενη μέρα περπατούσα για να δω αν στέκουν αυτά τα σπίτια. Με αυτόν τον τρόπο, ένα ολόκληρο μπουκέτο ιστοριών ανθρώπων που έζησαν εδώ απλώθηκε μπροστά μου και μπορούσα κάθε μέρα να παραμυθιαστώ με κάποιον καινούργιο καλλιτέχνη.
Σε τι φάση βρίσκεται αυτήν τη στιγμή το project;
Αυτήν τη στιγμή έχω καταγράψει 220 οικίες καλλιτεχνών στο κέντρο της Αθήνας.
Ποια ιστορία και ποιο πρόσωπο σου έχουν κάνει περισσότερη εντύπωση;
Οι καλλιτέχνες είναι ιδιαίτεροι άνθρωποι, άρα συχνά εντυπωσιάζομαι από κάτι και μετά μια άλλη ιστορία με εντυπωσιάζει εκ νέου και ξεχνάω την προηγούμενη. Αγαπημένοι μου για διαφορετικούς λόγους ο καθένας είναι ο Μάριος Χάκκας, η Θάλεια Φλωρά Καραβία, η Σουζάνα Φωκά και φυσικά ο Γιάννης Τσαρούχης. Οι αναρτήσεις μου για αυτούς συνοδεύονται από κείμενα και μπορείτε να τις βρείτε στον λογαριασμό. Για παράδειγμα ορίστε μία!
Έχεις μελετήσει για τόσα πρόσωπα. Υπάρχει κάποιο που θεωρείς ότι είχε αρκετά "κινηματογραφική" ζωή ή κάποιο που θα ήθελες να υποδυθείς στο σανίδι ή στην οθόνη;
Νομίζω πως όλων η ζωή είναι κινηματογραφική είτε είναι περισσότερο είτε λιγότερο γνωστοί. Ακόμα και αυτοί που βρίσκονται στη σκιά, έχουν τόσο ενδιαφέρον για αυτόν ακριβώς τον λόγο! Βέβαια, θα μου άρεσε η ιστορία της Σοφίας Βέμπω, της Μάτσης Χατζηλαζάρου ή της Θάλειας Φλωρά Καραβία αλλά καταλαβαίνεις πως χρειάζεται να στηθεί μια ανάλογη παραγωγή που δεν καθιστά μάλλον το εγχείρημα εφικτό στην Ελλάδα.
Ποιες είναι οι περιοχές με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον;
Κάθε περιοχή έχει το ενδιαφέρον της και -όπως και με τους καλλιτέχνες- με γοητεύουν κυρίως οι ιστορίες που αφορούν στις περιοχές. Ας πουμε για παράδειγμα, η Νεάπολη Εξαρχείων φιλοξενούσε ανέκαθεν φοιτητόκοσμο. Έχουν μείνει εδώ σύσσωμη σχεδόν η αιολική σχολή (δύο ήταν και συγκατοικοι), η Πολυδούρη, η Νάνα Μούσχουρη κ.α. όταν σπούδαζαν. Δύο αιώνες πίσω, το φοιτητικό φλερτ πρόσταζε οι νέοι να κάνουν καντάδες στις γυναίκες που είχαν ερωτευτεί. Φήμες λένε πως είχε επικρατήσει η πεποίθηση πως αν δεν άνοιγε η άλλη το παράθυρο, επειδή αρνιόταν τον έρωτά τους και αυτό τους είχε ατιμάσει λέει, έπρεπε να αυτοκτονήσουν για να σώσουν την τιμή τους. Οι αυτοκτονίες ήταν τόσο συχνές που εν τέλει απαγορεύτηκαν οι καντάδες. Τέλεια πολιτική προστασία: απαγορεύεται η μουσική! Και λέγαμε για τα blue whale και πως η μόδα για τις νεανικές αυτοκτονίες βγήκε λόγω των social... Όχι, παιδιά! Πάντα ήμασταν λίγο χαζά.
Ποια είναι η αγαπημένη σου διαδρομή από αυτές που έχεις δημιουργήσει;
Δεν έχω αγαπημένη. Αυτήν την περίοδο, μόνη, κάνω με μανία τη μουσική διαδρομή. Δηλαδή ανοίγω τον χάρτη μου ενώ περπατώ και κοιτώ ποιος σχετίζεται με μουσική, συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οποιοδήποτε...Το πρόγραμμα είναι τρελό γιατί πηδάει από εποχή σε εποχή και από είδος σε είδος συνεχώς: ακούς αδερφές Καλουτά, καπάκι Vangelis, καπάκι Σιδηρόπουλο! Η μουσική είναι και η τέχνη που μας ενώνει πιο πολύ, μένει περίεργα ζωντανή όταν όλοι οι δημιουργοί είναι νεκροί (κάτι που δε γίνεται με το θέατρο), κινεί στον ίδιο ρυθμό το κορμί μας και δίνει στον δέκτη της τέχνης συμμετοχή: τραγουδάμε όλοι μαζί σε συναυλίες, σε μαγαζιά, ενωνόμαστε “σωματικά” μέσω της φωνής μας άγνωστοι μεταξύ αγνώστων για λίγες στιγμές. Όριστε και ένα δείγμα μιας μουσικής διαδρομής στα Εξάρχεια.
Υπάρχει κάποια περιοχή όπου θα ήθελες να ζεις μια συγκεκριμένη περίοδο για να συναναστρέφεσαι διάφορους επιφανείς ανθρώπους;
Εντάξει, σίγουρα είναι τυχεροί όσοι γνώρισαν τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη, τη Μελίνα… Νομίζω τους περισσότερους από αυτούς που έχω καλύψει στην έρευνα θα ήθελα να τους δω για ένα καφεδάκι. Όμως μου φτάνουν οι άνθρωποι που γνωρίζω τώρα, δε θέλω στα αλήθεια να τηλεμεταφερθώ, δε νομίζω πως υστερούν οι σημερινοί και οι παλιοί ήταν καλύτεροι. Βρίσκω και κάπως συγκινητικό πως έχουμε αυτό το κοινό, το ότι μοιραζόμαστε τον ίδιο χρόνο. Τα υπόλοιπα ταξίδια μπορείς να τα κάνεις με τη φαντασία. Ας πούμε, αν βρεθείς στην Καλλιδρομίου, μπορείς να βάλεις στο κινητό να ακούσεις το “Η νύχτα φεύγει ολόχαρη” που τραγουδάει ο Επισκοπάκης, να σκεφτείς τις καντάδες που γίνονταν εδώ και πόσο όμορφα θα ήταν αν ήσασταν και οι δύο ερωτευμένοι! Ειδικά, αυτήν την εποχή που η νύχτα πέφτει γλυκά, οι νερατζιές ανθίζουν και η μυρωδιά τους σε σταματά, μπορείς να βρεθείς σε διάφορα στενά, να κλείσεις τα μάτια και όλα να είναι περίπου όπως ήταν κάποτε. Κάποιος θα μαγείρευε πάλι μακαρόνια, κάποιο παιδάκι θα χαχάνιζε, ένα ζευγάρι θα φιλιόταν παθιασμένα στη γωνία όπως τώρα, δυο φίλοι θα μάλωναν για κάτι απολύτως χαζό… Ίσως αυτό το κάτι να ήταν και η τέχνη. Η ιστορία των ανθρώπων είναι μία, ζωντανών και πεθαμένων, ανεξαρτήτως εποχής.
Τι εμπόδια έχεις συναντήσει;
Όταν δεν κάνω διαδρομή με παρέα, το βασικότερο είναι οτι περπατάω στο δρόμο μόνη. Διάφοροι άντρες έχουν αισθανθεί την ανάγκη να μου φωνάξουν διάφορα, που όταν τους αντιμετωπίζω, τα ονομάζουν “φλερτ”, αλλά μένει ακόμα να γνωρίσω γυναίκα που να έχει γοητευτεί και να αρχίσει σχέση από ατάκες τύπου “Θέλω να στον x@σ@ μουν@ρ@ μου”. Φυσικά είμαι και πάντα εκτεθειμένη στο ενδεχόμενο πραγματικής επίθεσης που τελευταία έχουν ενταθεί στις περιοχές της Κυψέλης και των Εξαρχείων.
Στο κτίριο όπου στεγαζόταν το καφενείο Ηραίον
Ποια είναι η αντιμετώπιση της πολιτείας στην Ελλάδα σχετικά με όλα αυτά τα αξιοθέατα και πώς μπορούν να αξιοποιηθούν κατάλληλα όλα αυτά τα σπίτια;
Η έρευνα που κάνω εγώ στην Ευρώπη γίνεται κυρίως από τους δήμους, οπότε αυτό είναι κάπως ενδεικτικό. Επίσης από πλευράς κτηρίων, λίγα παραδείγματα : το Ωδείο Αθηνών στη Φειδίου, ένα απο τα παλαιότερα κτήρια του κέντρου κατάρρευσε προπερσυ (το κτήριο αυτό έχει φιλοξενήσει και τη σχολή του θεάτρου τέχνης και τα “χειροκροτήματα” του Τζαβέλλα). Στο σπίτι του Παλαμά που το πήρε το υπουργείο, δε βλέπω να γίνεται καμία αναστήλωση. Το σπίτι του Σουρή στο Φάληρο καταρρέει στη σιωπή και για το σπίτι του Χάκκα φοβάμαι και να μιλήσω μην γκρεμιστεί εν μια νυκτί! Δυστυχώς, είναι σαν να μην υπάρχει στην Ελλάδα η αίσθηση πως απο κάπου παίρνουμε σκυτάλη, κάπως διαμορφώνεται η ιστορία της πόλης, κάπως διαμορφώνεται η καλλιτεχνική ιστορία της χώρας. Δεν είμαστε ενσυνείδητοι σε αυτό, με σχεδιασμό από το υπουργείο, με τον ίδιο τρόπο που είναι οι Ευρωπαίοι, σαν να μη μας ενδιαφέρει αρκετά το πολιτιστικό μας προιόν, δηλαδη η ανάδειξη, η στήριξη, η καταγραφή και η προστασία του. Αυτή τη στιγμή, μετά το κλείσιμο του Ideal, ακούγεται πως ο άλλος αιωνόβιος κινηματογράφος, το Παλάς του Παγκρατίου θα γίνει σουπερμάρκετ! Τι να πω...
Είναι η Αθήνα φιλική πόλη για τους καλλιτέχνες και γενικά για τους κατοίκους της;
Οι καλλιτέχνες επειδή είναι συχνά άνεργοι, μένουν κοντά στο Κέντρο που είναι η δουλειά τους και παλιότερα υπήρχαν συνοικίες με οικονομικά ενοίκια. Μιλώ για όσους δεν είναι προνομιούχοι, γιατί για τους προνομιούχους σχεδόν κάθε πόλη μπορεί να γίνει φιλική. Αυτό πλέον έχει αρχίσει να δυσκολεύει με την τουριστικοποίηση του κέντρου. Εμένα με πληγώνει και η έλλειψη σχεδιασμού για τον δημόσιο χώρο, π.χ. σε μια πόλη με ελάχιστο πράσινο εγκρίνεται το κλείσιμο του άυλειου χώρου του αρχαιολογικού μουσείου! Και σίγουρα είναι εχθρική πόλη για άτομα με αναπηρία! Αυτά. Έχει όμως υπέροχο κλίμα, αγαπώ το ότι περπατώ ανάμεσα στα αρχαία, που τώρα μυρίζουν οι νεραντζιές και μετά το γιασεμί, που είναι μια πόλη ζωντανή ως αργά τη νύχτα και μπορείς να ακούσεις τις μεθυσμένες παρέες να τραγουδούν στον δρόμο για το σπίτι και μετά τα μεσημέρια τα παιδιά να τιτιβίζουν γυρνώντας με τα πόδια από το σχολείο.
Έχεις σκεφτεί να κάνεις κάτι ανάλογο και σε άλλες πόλεις;
Δεν υπάρχει χρόνος, παιδιά, ας το κάνει κάποιος άλλος. Οι ακόλουθοι, βέβαια, μου στέλνουν αρκετό υλικό από άλλες πόλεις και το ανεβάζω αλλά δε θα κάνω πρωτογενή έρευνα.
Έχεις παρατηρήσει ανάλογες δράσεις στο εξωτερικό;
Ναι, στο εξωτερικό είναι πολύ οργανωμένοι. Η έρευνα αυτή εκπονείται από τις δημοτικές αρχές συνήθως καθώς σκοπός είναι η ανάδειξη της ιστορίας της πόλης.
Πότε ξεκίνησε η αγάπη σου για το θέατρο;
Αγάπησα το σινεμά, τις ιστορίες που μου έλεγε, μετά την υποκριτική και εξ αντανακλάσεως το θέατρο. Άλλωστε, δεν είχαμε θέατρο στην Κρήτη. Είχαμε δίπλα στο σπίτι όμως δυο θερινά και αρχικά πηγαίναμε με τον αδερφό μου όταν εγώ ημουν πολύ μικρή, τόσο που ούτε καταλάβαινα αγγλικά ούτε μπορούσα να διαβάσω υποτίτλους, έβλεπα μόνο ωραίες εικόνες. Στην εφηβεία πια, πήγαινα μόνη αρκετές φορές την εβδομάδα, βλέποντας την ίδια ταινία ξανά και ξανά. Από τότε μέχρι σήμερα νιώθω ήρεμη, ασφαλής όταν είμαι μέσα σε έναν κινηματογράφο, σαν να μου λέει η αίθουσα “όλα θα πάνε καλά”. Οι ταινίες μου έμαθαν πολλά για τη ζωή, μου κράτησαν συντροφιά, με παρηγόρησαν, μου άνοιξαν ορίζοντες, για αυτό κάτι δαγκώνει κομμάτι από μέσα μου όταν μαθαίνω πως ένα σινεμά κλείνει.
Πώς αποφάσισες να μεταπηδήσεις σε αυτό ενώ είχες επιλέξει κάτι άλλο;
Ανάποδα έγινε αυτό. Είχα επιλέξει να γίνω ηθοποιός, αλλά μεταπήδησα στα οικονομικά γιατί μοιράστηκα την ανησυχία των γονιών μου για την επιβίωση μου σε ένα επισφαλές επάγγελμα. Τελικά επέστρεψα.
Ο περισσότερος κόσμος σε γνώρισε λόγω της συμμετοχής σου στις Άγριες Μέλισσες. Τι σου έχει μείνει από αυτήν την εμπειρία;
Αρκετή αγάπη. Γνώρισα πολύτιμους και τρυφερούς συνεργάτες που τους φέρνω συνέχεια στον νου μου και έμαθα στα αλήθεια μια νέα δουλειά. Και η ίδια η δουλειά και οι άνθρωποι της θα έχουν πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.
Γιατί πιστεύεις ότι η σειρά αυτή ήταν τόσο αγαπητή στον κόσμο και άφησε τέτοιο στίγμα;
Είχε πολλούς καλούς βασικούς συντελεστές που ήταν τολμηροί και εργάστηκαν άοκνα βάζοντας τον εαυτό τους ολόκληρο, ψυχή τε και σώματι, στη δουλειά με αρκετό προσωπικό κόστος. Μίλησε για θέματα που ήταν σημαντικά την εποχή που παιζόταν και επίσης, ήταν η πρώτη σειρά με πρωτότυπη ελληνική μυθοπλασία μετά από χρόνια.
Πώς είναι η εμπειρία σου στη σειρά «Ναυάγιο»;
To «Ναυάγιο» είναι ο επόμενος επίπονος αποχωρισμός μου... Ὀλοι οι συντελεστές είναι υπέροχοι, από τον αρχηγό, τον σκηνοθέτη Γιάννη Χαριτίδη, τον σεναριογράφο Γιώργο Κόκκουβα μέχρι και τον ηθοποιό με τον πιο μικρό ρόλο που συνάντησα μπροστά μου. Δεν μιλάω καν για τους βασικούς μου παρτενέρ Ελεάνα Στραβοδήμου, Νίκο Γκέλια, Χρύσα Ρώμα και τα δύο συνεργεία... Είχαμε να κάνουμε δύσκολη δουλειά, τόσο σε τεχνικά θέματα, όσο και σε υποκριτικά γιατί διαχειριζόμαστε χαρακτήρες που επηρεάζονται από ένα ναυάγιο, που έχουν να διαχειριστούν το σοκ, την απώλεια, το πένθος και να διεκδικήσουν δικαιοσύνη ενώ ταυτόχρονα η ζωή αδυσώπητα συνεχίζεται. Αυτά είναι μεγάλα πράγματα που κάποιοι τα έχουν ζήσει και δεν μπορείς να τα παίξεις χαλαρά και ελαφρά τη καρδία γιατί είναι σαν να υποβιβάζεις το βίωμά τους. Δεν είναι εύκολο όμως να πας εκεί, ειδικά στους γρήγορους ρυθμούς παραγωγής μιας καθημερινής σειράς. Ωστόσο, όσο με δυσκολεύει τόσο με γοητεύει που είμαι σε ένα σήριαλ που έχει μια αφηγηματική γραμμή που αφορά στην κοινωνία μας.
Πώς παίρνεις δύναμη στην καθημερινότητα;
Οι φίλες μου δίνουν δύναμη, το σινεμά, το να παίρνω τους δρόμους και να μην ξέρω που θα με βγάλουν, το να βάζω τις πατούσες μου στη θάλασσα, μια μπύρα IPA και τα μακαρόνια με ντομάτα.
Φωτογραφίες : Αποστόλης Ανδριώτης
Η φωτογραφία εξωφύλλου είναι τραβηγμένη έξω από το πατρικό σπίτι του Βαγγέλη Παπαθανασίου