Η Δανάη Κατσαμένη μιλά στο deBόp με αφορμή την παράσταση «Χορεύετε;»
2021-11-12Η Δανάη Κατσαμένη αποτελεί μια περίπτωση αθόρυβου καλλιτέχνη. Απόφοιτη της δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, έχει συμμετάσχει σε πληθώρα παραστάσεων, ενώ φέτος έκανε και την πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα με την παράσταση «Χορεύετε;», μια παράσταση για τις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Όμως η πολυπραγμοσύνη της δε σταματά εκεί, η τέχνη για εκείνη είναι μορφή έκφρασης για αυτό κι η ίδια καταπιάνεται με την ποίηση. Εμείς ξεκλέψαμε λίγο από το χρόνο της για να μιλήσουμε μαζί της για τις φυλακές Αβέρωφ, τις δυσκολίες του εγκλεισμού,τη σημασία της ιστορικής μνήμης αλλά και για το ρόλο του θεάτρου ως παιδευτικό μέσο.
Πώς αποφασίσατε να καταπιαστείτε με μια αυτοβιογραφία φυλακισμένων γυναικών;
Αφορμή για μας, στάθηκαν όλα αυτά τα φριχτά περιστατικά βίας κατά των γυναικών, τα οποία δυστυχώς αποδεικνύουν ότι αυτά τα φαινόμενα, αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν μέρος μιας "κανονικότητας" της κοινωνίας μας. Γιατί υπάρχει το έδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργούνται αυτές οι συμπεριφορές. Όμως, μέσα από το έργο μας προσπαθούμε να δείξουμε, ότι υπάρχει για τη γυναίκα κι ένας άλλος δρόμος, που λέει πως, όχι δε συμβιβάζομαι με την καταπίεση -με όποια μορφή κι αν αυτή εμφανίζεται- ότι υπάρχει κι ένας άλλος δρόμος, αυτός της σύγκρουσης με αυτήν την πραγματικότητα. Κι αυτή η σύγκρουση μπορεί να συμβεί γιατί η γυναίκα κουβαλάει μια αφάνταστα μεγάλη εσωτερική δύναμη, η οποία ξεδιπλώνεται και αποκαλύπτεται κυρίως όταν η ίδια αποφασίσει να βγει από την απομόνωση και να αναπτύξει συλλογική δράση.
Θέμα της παράστασης είναι η ζωή στις φυλακές Αβέρωφ, τις γνωστές φυλακές του Εμφυλίου κι όχι μόνο. Αλήθεια, σήμερα είναι γνωστή θεωρείτε η ιστορία των φυλακών αυτών στις νεότερες γενιές;
Νομίζω πως ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας δεν γνωρίζει όχι. Γι’αυτό και η Τέχνη αυτό που οφείλει να κάνει -και ειδικά όταν μιλάμε και για τις νεότερες γενιές- είναι να δίνει γνώση, δύναμη, έμπνευση, να θέτει ερωτήματα, να αποτελεί ένα παραπάνω κίνητρο για ένα βαθύτερο ψάξιμο γύρω από την ιστορία, γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις, γύρω από την ίδια την Τέχνη, από τις αγωνίες και τους αγώνες του ανθρώπου. Το ένα οφείλει να συμπληρώνει το άλλο και να είναι πάντα σε έναν ανοιχτό διάλογο μεταξύ τους. Γιατί, νομίζω πως δεν υπάρχει κάτι πιο συνταρακτικό, κάτι που να συγκλονίζει περισσότερο από τον καταπιεσμένο άνθρωπο που αποφασίζει - με όποιο κόστος - να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στον καταπιεστή του.
«Οι λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν», είπε ο Σανταγιάνα. Αλήθεια συμφωνείτε με τη φράση αυτή; Πώς μπορεί να διατηρηθεί η ιστορική μνήμη ενός λαού;
Η γνώση της ιστορίας αναμφισβήτητα είναι δύναμη. Η ιστορική πείρα συμβάλλει στην ικανότητα να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα, το τι συμβαίνει και για ποιόν λόγο. Αναδεικνύει τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων και τον πραγματικό αντίπαλο. Και αντίπαλός μας σήμερα, ανάμεσα σε άλλα, είναι και η προσπάθεια απαξίωσης της γνώσης σε όλα τα επίπεδα αλλά και η προσπάθεια παραχάραξης της ίδιας της ιστορίας. Ας πούμε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, η δεκαετία του 1940 με την οποία και καταπιανόμαστε στο έργο, βρίσκεται στο επίκεντρο της επίθεσης της ιστοριογραφίας σήμερα. Αυτό συμβαίνει γιατί πρόκειται για την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, ήταν η στιγμή που η άρχουσα-η αστική τάξη γνώρισε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την εξουσία της. Και πάνω απ' όλα βρίσκεται στο επίκεντρο της επίθεσης γιατί η ίδια η ιστορία απαντάει και στο σύγχρονο δίλλημα υποταγή ή οργάνωση της πάλης και αντεπίθεση. Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, η ιστορική μνήμη ενός λαού διαφυλάσσεται μόνο όταν ο ίδιος ο λαός δεν εφησυχάζει αλλά αγωνίζεται, όταν βρίσκεται σε κίνηση κρατώντας στα χέρια του, την πολύτιμη πείρα και τα συμπεράσματα των αγώνων του χθες.
Το θέατρο μπορεί να συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης;
Ναι, σίγουρα το θέατρο συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης γι' αυτό κι εμείς ανεβάζουμε ένα θεατρικά επεξεργασμένο ιστορικό ντοκουμέντο. Η παράστασή μας είναι μια παράσταση μνήμης. Επιλέξαμε οι φωνές αυτών των γυναικών να ακούγονται σαν να έρχονται από μακριά, σαν ένα "τραγούδι" που ταξιδεύει μες στο χρόνο. Γι' αυτό το λόγο και η μουσική πού έχει γραφτεί για τις ανάγκες της παράστασης από τον Δημήτρη Ανδρονιάδη, παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Η μνήμη τώρα, σαν ένα αποκομμένο θεωρητικό εφόδιο, είναι μια έννοια λειψή γιατί ως μνήμη παρουσιάζονται πάρα πολλά πράγματα σήμερα. Στο όνομα της «Ευρωπαϊκής μνήμης» για παράδειγμα, εξισώνουν το φασισμό με τον κομμουνισμό, προωθούν την θεωρία των δύο άκρων κι αν θέλετε ακόμα, βλέπουμε την ιστορία να επαναλαμβάνεται όταν σε μια σειρά χώρες εξαπολύονται πογκρόμ διώξεων ενάντια στους κομμουνιστές, απαγορεύονται τα Κομμουνιστικά Κόμματα κ.τ.λ.. Ζητούμενο λοιπόν αποτελεί για μας, ο κάθε θεατής να φεύγει από το θέατρο ακόμα πιο προβληματισμένος κι αυτά τα ερωτήματα ή οι διαπιστώσεις που θα γεννηθούν μέσα από το έργο να τον οδηγήσουν στο να μπορεί να πάρει θέση στα πράγματα.
Τι δυσκολίες συναντήσατε στη μεταφορά ενός βιβλίου στη θεατρική σκηνή;
Το συγκεκριμένο βιβλίο, αποτελεί ένα απίστευτης αγριότητας ιστορικό ντοκουμέντο. Πολλές φορές η πρόβα μας σταμάτησε στη μέση γιατί δεν αντέχαμε να διαβάζουμε όλα όσα γράφονταν. Μιλάμε για βασανιστήρια που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Γι’ αυτό και χρειάστηκε ιδιαίτερη δουλειά για να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίζαμε το κείμενο. Γιατί δεν μπορεί να έρθει κάποιος να παρακολουθήσει μόνο βασανιστήρια στο θέατρο. Έτσι αποφασίσαμε να αναδείξουμε το πιο μεγάλο ζήτημα, το πιο εκπληκτικό, που ήταν το άλμα που κατόρθωσε και έκανε η συνείδηση αυτών των γυναικών. Πώς δηλαδή τα ιδανικά τους, το όραμά τους για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο παράλληλα με την οργανωμένη δράση μέσα στις φυλακές, τους τροφοδοτούσαν με δύναμη κι αισιοδοξία ώστε να αντέξουν και να μη λυγίσουν μπροστά στις φρικαλεότητες των βασανιστών τους. Αυτό το άλμα που έκαναν αυτοί οι άνθρωποι βέβαια, νομίζω πως αναδεικνύει και μια ακόμα πλευρά, που είναι η βαθύτερη εσωτερική ποιητική τους υπόσταση. Γιατί ένας άνθρωπος που του παραμορφώνουν τα δάχτυλα ή το πρόσωπο και δεν λυγίζει, που υποφέρει για μια ζωή από επιληπτικές κρίσεις από το ξύλο που έφαγε αλλά παρόλα αυτά δε λύγισε, που του σκοτώνουν το παιδί ή ένα παιδί που ακούει να του βασανίζουν τη μάνα και δε λυγίζει και δεν αποκηρύσσει το Κομμουνιστικό Κόμμα σημαίνει ότι έχει κατορθώσει και βλέπει πίσω από τη λάμπα της ανάκρισης, το φεγγάρι, μπορεί να δει πέρα από τους τοίχους της φυλακής, τον ουρανό, έχει κατορθώσει να κάνει το άλμα στη συνείδησή του γι' αυτά που πιστεύει, για το δίκιο όλου του κόσμου. Γι' αυτό και η προσέγγισή μας έχει έναν αρκετά ποιητικό χαρακτήρα.
Πώς διαχειριστήκατε το υλικό του βιβλίου; Ψάξατε περαιτέρω πηγές για τις φυλακές Αβέρωφ;
Φυσικά, έγινε συλλογική δουλειά με αφορμή το υλικό του βιβλίου. Ψάξαμε και διαβάσαμε γύρω από την ιστορία της περιόδου -και όχι μόνο- γιατί δεν μπορούμε να δούμε τη δεκαετία αυτή σχηματικά, διαχωρισμένη από την προηγούμενη δεκαετία του 1930 οπότε και εκδηλώθηκε διεθνοποιημένη βαθιά οικονομική κρίση, είχες γενικευμένο πόλεμο, στη συνέχεια επαναστατική κατάσταση σε μια σειρά χώρες κτλ οπότε ανατρέξαμε σε μια σειρά ιστορικά βιβλία, μελετήσαμε την συνοχή των γεγονότων, τη μεταξύ τους σύνδεση ώστε να αντιληφθούμε σε βάθος και τη δεκαετία με την οποία καταπιανόμαστε και κυρίως για να κατανοηθεί η αιτία της μανίας που επέδειξε το κράτος πάνω σ’ αυτές τις γυναίκες.
Οι φυλακές Αβέρωφ εκτός από σύμβολο ελευθερίας ήταν κι ένα σύμβολο ελπίδας – οι φυλακισμένες μορφώνονταν και ψυχαγωγούνταν. Αλήθεια πόσα κοινά έχει η συνθήκη αυτή με αυτή που βιώσαμε με δύο οικειοθελείς εγκλεισμούς λόγω έκτακτων υγειονομικών συνθηκών;
Πράγματι, οι γυναίκες αυτές μέσα στις φυλακές μορφώνονταν, ψυχαγωγούνταν είχαν μια σειρά δραστηριότητες, αντιμετώπιζαν τις ανάγκες και τα προβλήματά τους με συλλογικό τρόπο. Έτσι κατάφεραν και περιόρισαν τον αντίπαλο και δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τις ατομικές δυσκολίες ή τις αδυναμίες του καθενός. Είχαν δικά τους όργανα, δικούς τους κανόνες. Αυτός είναι ο λόγος που και στην παράσταση μας οι γυναίκες λειτουργούν σαν ένας καλοκουρδισμένος χορός, ο οποίος βρίσκεται σε μόνιμη κίνηση, χρησιμοποιεί κάθε εκφραστικό μέσο και δε σταματά να πάλλεται. Τώρα, σχετικά με τη συνθήκη του εγκλεισμού λόγω πανδημίας, δεν μπορεί να συγκριθεί ο εγκλεισμός των γυναικών εκείνων με τον περιορισμό τον οποίο βιώσαμε εμείς στη διάρκεια της πανδημίας. Δεν συγκρίνονται αυτά τα δύο. Έχουν ωστόσο κάτι κοινό. Και τα δυο αναδεικνύουν πως βασικός φορέας της βίας είναι το ίδιο το κράτος που μέσα στα χρόνια μπορεί να βρίσκει διαφορετικούς τρόπους να επιβληθεί, πότε με την καταστολή πότε με τη χειραγώγηση, όμως πάντα προσπαθεί να λύσει με τη βία όλες τις αντιφάσεις που γεννιούνται πάνω στο έδαφος της κοινωνίας.
Μετά από δύο χρόνια απουσίας πώς νιώθετε για την θεατρική επάνοδο;
Το άνοιγμα των θεάτρων είναι μια τεράστια ανακούφιση και κυρίως ψυχική για τους καλλιτέχνες που απασχολούνται στο χώρο αλλά και για τον ίδιο τον κόσμο που τόσο καιρό δεν είχε τη δυνατότητα να έρθει να παρακολουθήσει θέατρο, να έχει επαφή με τον πολιτισμό. Εύχομαι πραγματικά να είναι μια δημιουργική χρονιά για όλους, να γεμίσουν οι άνθρωποι με δύναμη, να συναντηθούν μεταξύ τους, να συζητήσουν με αφορμή το θέατρο όλα εκείνα που τους προβληματίζουν, να συζητήσουν για την Τέχνη, για τις αγωνίες τους, για το σήμερα και το αύριο και να τολμήσουν να δοκιμάσουν, να κάνουν πράγματα. Να δράσουν.
Ευχαριστούμε τη Δανάη Κατσαμένη για το χρόνο της και της ευχόμαστε κάθε επιτυχία. Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ.