Η Γεωργία Ανδρέου μιλά στο deBόp για τη «Λέσχη Γονεοκτόνων»
2019-02-22Ανήκει στη γενιά νεών σκηνοθετών που πειραματίζονται με το θέατρο. «Μέσα της»,«Η Κασσάνδρα κι ο λύκος», «Τρεις αδελφές» είναι κάποιες από τις δουλειές της. Η Γεωργία Ανδρέου, όμως, δεν είναι μόνο σκηνοθέτης- είναι και συγγραφέας/ ποιήτρια, ενώ έχει δουλέψει κι ως βοηθός σκηνοθέτη. Λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης που σκηνοθετεί, τη «Λέσχη Γονεοκτόνων» βασισμένη στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Αμβρόσιου Μπιρς, η Γεωργία Ανδρέου μας μίλησε για το πώς εμπνεύστηκε για το συγκεκριμένο ανέβασμα, για τη βία και την ωμότητα στη ζωή και στο θέατρο, για την σημασία της μουσικής σκηνικά αλλά και στην καθημερινότητα, καθώς και για τα επόμενα σχέδιά της.
Πώς διαλέξατε τη συλλογή διηγημάτων για να τη μεταφέρετε επί σκηνής;
Εδώ και αρκετό καιρό ένιωθα την ανάγκη να πάρω θέση και να εκφραστώ για τα όσα συνέβαιναν γύρω μου, κυρίως σε πολιτικό επίπεδο αλλά και την οικονομικοκοινωνική κατάσταση της χώρας. Μέσα από τη «Λέσχη Γονεοκτόνων», με τη δύναμη και την οργή της πένας του Αμβρόσιου Μπιρς θέλησα για να εκφράσω την προσωπική αγωνία και κραυγή αφύπνισης για το εφιαλτικό παρόν και το απειλητικό μέλλον που ένιωθα να προδιαγράφονται μπροστά μας. Τα τελευταία χρόνια και μετά τα φοβερά γεγονότα του 2008 και του 2011, με την εικόνα της χώρας μου αλλαγμένη, ανεπιστρεπτί, σα να παρακολουθούσα κάποιο έργο, έβλεπα τις ζοφερές εικόνες από τα κείμενα του Μπιρς να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μου. Ακραίες πολιτικές τάσεις, επικίνδυνες ρητορικές, ασύδοτη εγκληματικότητα, υπέρμετρες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. «Κοιμήθηκα στον παράδεισο και ξύπνησα στην κόλαση», ήταν η φράση που άκουγα πιο συχνά. Παρακολουθώντας μια μέρα ένα δελτίο ειδήσεων, έμεινα άναυδη κι αποσβολωμένη μπροστά στον καταιγισμό εφιαλτικών εικόνων και αποτρόπαιων ειδήσεων, πράγματα που δεν χωράει ο ανθρώπινος νους, το ένα μετά το άλλο, με εντυπωσιακή συχνότητα και σκληρότητα. Δολοφονίες, βιασμοί, ληστείες, ξυλοδαρμοί, εμπρησμοί, βανδαλισμοί, απαγωγές, τρομοκρατία, βασανισμοί, κακοποίηση, πολιτικά σκάνδαλα, εγκλήματα μίσους, πάθους, πολέμου, θρησκείας, διαφορετικότητας, ιδεολογίας, κάθε λογής θηριωδίες. Και τότε κατάλαβα - πως η «Λέσχη Γονεοκτόνων» δεν ήταν αποκύημα της νοσηρής φαντασίας μιας αμφιλεγόμενης ψυχοσύνθεσης, αλλά η αποτύπωση ενός στιγμιότυπου από το καθημερινό δελτίο τύπου με ώμο, βάναυσο, κυνικό και σαρκαστικό τρόπο!
Θεωρώ, ότι ιστορικά διανύουμε ένα νέο μεσαίωνα, μια περίοδο σκοταδισμού και αγριότητας, όπως συμβαίνει άλλωστε πάντα στις μεταβατικές περιόδους, στην ιστορία και την πορεία αυτού του είδους του sapiens, που τόσα δεινά έχει επιφέρει στον πλανήτη που μας φιλοξενεί και που μοιάζει να αψηφά τη φυσική νομοτέλεια των πραγμάτων. Στη σκέψη μου, είχα αρχίσει να διαμορφώνω την ιδέα μιας τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία. Επηρεασμένη από τη σύγχρονη προβληματική του τοπικού και παγκόσμιου γίγνεσθαι, με τη «Λέσχη» ως πρώτο μέρος της τριλογίας, επιχείρησα να θίξω την έκπτωτη κοινωνική, ηθική και πνευματική πραγματικότητα. Στο πλαίσιο μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης κοινωνίας με συνεχείς αναταράξεις και ανακατατάξεις, όπου η ηθική πτώση είναι ακόλουθη της φθίνουσας πορείας της παραπαίουσας οικονομίας και συνοδή της αποσταθεροποίησης των συνεκτικών δομών, η ακρότητα των πράξεων και η αγριότητα των ηρώων είναι, στα δικά μου μάτια, σκηνές της βιωμένης καθημερινότητας, σε ένα τοπίο ζοφερό, δυστοπικό, ρημαγμένο. Η ιδέα ήταν ένα θέαμα που θα διαθλά αντικατοπτρικά στον θεατή τη νοσηρότητα και τη βία στην οποία ο καθένας από εμάς είναι εθισμένος στην καθημερινότητά του, παροτρύνοντάς μας να πάρουμε θέση. Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» είναι μια καυστική αλληγορία, για τα δεινά μιας κοινωνίας βουτηγμένης στη βία, στην οποία ο καθένας, δρώντας είτε ατομικά, είτε συλλογικά, με το προσωπείο της εξουσίας, είναι ικανός για τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα και τις φρικαλέες πράξεις.
Ποιες δυσκολίες προέκυψαν κατά τη θεατροποίηση των διηγημάτων;
Είδα τη «Λέσχη Γονεοκτόνων» ως μια σπονδυλωτή ανατομία της βίας. Θέλησα να καταδείξω τον ατέρμονο κύκλο της βίας, την κοινωνική σήψη, την υποκρισία και την κάθε μορφή εξουσίας που ασεβεί και βιαιοπραγεί. Επιχείρησα να ενορχηστρώσω την παράσταση ως ένα σκοτεινό, παραβολικό ξέφρενο τραγούδι για την άγρια περιπέτεια της ενηλικίωσης ατομικής και κοινωνικής, ξεδιπλώνοντας μέσα από κάθε μία από τις τέσσερις ιστορίες κλιμακωτά και αντιστοίχως την κυοφορία, τη γένεση, την οργάνωση και το ξέσπασμα της βίας, καθώς μετουσιώνεται σε εξουσία. Προσεγγίζοντας το κείμενο ήρθαμε αντιμέτωποι με αρκετές προκλήσεις. Καταρχάς, πρόκειται για διηγήματα που γράφτηκαν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, προορισμένα για ανάγνωση και όχι για παράσταση και αυτό από μόνο του έκανε το έργο της σκηνικής μεταφοράς ιδιαίτερα δύσκολο. Επιπλέον, θέλησα να μείνω πιστή στο ύφος και το λόγο του Μπιρς, μακροπερίοδο, παρατακτικό, πλούσιο σε ιδιωματισμούς, γεμάτο αλληγορίες και σοκαριστικές περιγραφές στα όρια της παρωδίας. Ταυτόχρονα έπρεπε να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές προκειμένου να εξυπηρετηθεί δραματουργικά και σκηνοθετικά με τον επιθυμητό τρόπο η απόδοση της κλιμάκωσης της βίας και της διάπλασης των ηρώων. Στο πλαίσιο αυτό, η αποκωδικοποίηση του κειμένου, η επιλογή των θεματικών και των νοημάτων, η δραματουργία του έργου, η σκιαγράφηση των ηρώων και η σειρά των κειμένων ήταν μια αρκετά επίπονη εργασία, ώστε να μεταφερθεί οργανικά το έργο, ως μία τετράπτυχη καταβύθιση στο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο, μια εγκάρσια τομή στην ανθρώπινη ψυχή και την κοινωνική παθογένεια. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω ότι η λέσχη είναι μια no budget παραγωγή. Και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμβολή και τη στήριξη των φίλων και όλων αυτών των ανθρώπων, που σιωπηρά και αποτελεσματικά δουλεύουμε όλον αυτόν τον καιρό για αυτόν τον σκοπό. Σε πείσμα των καιρών και κόντρα στις αντιξοότητες της εποχής, όλοι εμείς δουλεύουμε πυρετωδώς, από το απόθεμα των δυνάμεων και του χρόνου μας, μένοντας μαζί στο όραμά μας, αποδεικνύοντας ότι όταν υπάρχει πείσμα, θέληση και φιλότιμο όλα είναι δυνατά.
Πώς συσχετίζεται η μουσική με το έγκλημα και ποια η επιρροή της στους χαρακτήρες του έργου;
Ήδη από από την αρχαιότητα είναι γνωστή η επίδραση της μουσικής στον ανθρώπινο ψυχισμό και η αλληλεπίδρασή της με την υγεία και τη διανοητική κατάσταση ενός ατόμου. Oι ξαφνικές αλλαγές στην αρμονία, η επιτάχυνση και οι μουσικές συγκοπές, είναι στοιχεία που επηρεάζουν βαθιά το συναίσθημα, τη σκέψη και τις αντιδράσεις των ακροατών. Στον τομέα της ψυχολογίας, η μουσική συνδέεται στενά με την εγκληματικότητα, καθώς λειτουργεί ως μέσο αποτροπής και κατασταλτικός μηχανισμός. Στον αντίποδα, σύμφωνα με ακαδημαϊκές έρευνες αλλά και έμπρακτες εφαρμογές του ολοκληρωτισμού, η μουσική μπορεί να αποτελέσει δραστικό εργαλείο βασανισμού και να προκαλέσει ανεπανόρθωτες ψυχολογικές και φυσικές βλάβες. Γι’ αυτό και είναι άλλωστε μια δημοφιλής πρακτική.
Αναζητώντας το κατάλληλο μουσικό είδος για να επενδύσω το έργο, κατέληξα στη metal, το παρεξηγημένο και απόβλητο, αιρετικό αυτό είδος. Οι σκοτεινές μπαλάντες και οι οργισμένες νότες του doom sludge metal συγκροτήματος Okwaho πλαισιώνουν τη δράση με τον καταλληλότερο τρόπο και συμπαρασύρουν τους θεατές σε έναν ασφυκτικό κλοιό. Η metal μουσική για πολλά χρόνια ήταν ένα παρεξηγημένο είδος, καθώς είχε συνδεθεί με επιθετικότητα, ακραίες συμπεριφορές, αρνητικά πρότυπα, επιθετικά ένστικτα. Πρόσφατες έρευνες όμως απέδειξαν περίτρανα, ότι η metal μπορεί να κατευνάσει την οργή, την επιθετικότητα και στην πραγματικότητα, να βοηθήσει τον ακροατή να εκτονώσει και να αποβάλλει τα αρνητικά συναισθήματα. Οι θεατρινισμοί και οι ακρότητες κάποιων ειδών της metal δεν έχουν σχέση με την ουσία της σκληροτράχηλης αυτής μουσικής με τα άπειρα υποείδη και την ιδιότητα της να λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης και μοχλός εκτόνωσης. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο, ότι κάθε μουσική είναι παιδί της εποχής της και παράγεται από το κοινωνικό περιβάλλον μεν, διαμορφώνει δε την αντίληψη των ακροατών της. Η μουσική στο έργο, λειτουργεί επικουρικά, δίνει περιγραφές, δημιουργεί συναισθήματα, γίνεται ένα ηχητικό παράθυρο στον ψυχισμό των ηρώων, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις εμμονές και τα πάθη τους. Κάνοντας ένα παιχνίδι με τον ήχο, η μουσική γίνεται πιο μελωδική και τρυφερή στα πιο σκοτεινά και εξομολογητικά κομμάτια του ρόλου. Γίνεται κύμα, μετουσιώνεται στο πλήθος, που καθρεφτίζει και καθρεφτίζεται, παρακολουθεί τον ήρωα τις ιδιωτικές στιγμές, τον χρησιμοποιεί, τον κάνει αποδιοπομπαίο τράγο, εξιλαστήριο θύμα ή θύτη. Είναι η βία της κοινωνίας, τις στιγμές που ο όχλος εξαγριώνει, ερεθίζει το συναίσθημα σπρώχνει στην απόγνωση και τελικά οδηγεί στο ξέσπασμα. Τότε η μουσική γίνεται άγρια, σκληρή, εκκωφαντική, είναι ο σπαραγμός του ανθρώπου τη στιγμή της πτώσης του. Όταν η βία ξεσπά, η μουσική γίνεται ένα ανήμερο, ακανόνιστο, ξέφρενο, τραγούδι που οδηγεί στην εκτόνωση της εγκληματικότητας και την αποφόρτιση των αισθήσεων. Δεν οδηγεί στο έγκλημα, εκφράζει την οργισμένη φρενίτιδα του μανιασμένου πλήθους.
Μπορεί να δικαιολογηθεί μια τόσο ειδεχθής πράξη (γονεοκτονία), ακόμη κι αν το κίνητρο είναι λογικό;
Σε καμία περίπτωση η βία δεν είναι αποδεκτή. Όταν αρχίσουν οι εξαιρέσεις και οι αποκλεισμοί, το παιχνίδι γίνεται πραγματικά επικίνδυνο. Σε μία ουσιαστικά ανθρώπινη κοινωνία με σεβασμό και αυταξία, καμία βία δεν έχει καμία θέση. Αλίμονο, αν ξοδεύτηκαν τόσα εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης για να αποτελέσουμε εμείς οι άνθρωποι το επιστέγασμα της δημιουργίας, μόνο και μόνο για να αυτοαφανισθούμε. Σε μία συμβολική αναπαράσταση η γονεοκτονία εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει τον γονέα του και να ενηλικιωθεί, να κόψει τη σύνδεση με το παρελθόν ή και με τα γονεικά κομμάτια που έχει ενδοβάλει και τον ταλαιπωρούν. Στην πραγματικότητα ωστόσο, η γονεοκτονία μπορεί να εξηγείται, όχι όμως και να δικαιολογείται, και αυτή είναι η άποψή μου για κάθε είδους έγκλημα ή βιαιότητα. Στο έργο του Μπιρς ο κόσμος διαθλάται μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, αποδίδοντας μια βαθιά διαστρεβλωμένη όψη της πραγματικότητας, όπου όλα προβάλλονται στο αρνητικό είδωλό τους. Ωστόσο, πίσω από την ακραία γραφή του Μπιρς, το μαύρο χιούμορ και τους συμβολισμούς του φανερώνεται η αγωνία του για τη στηλίτευση της ανηθικότητας και της ύβρεως και η προσπάθεια του για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς. Ούτε και σε αυτόν τον κόσμο η γονεοκτονία δεν είναι αποδεκτή. Είναι μόνον συμβολική. Και κατακριτέα (μέσα από την παρωδία).
Ποιο το μερίδιο ευθύνης του οικογενειακού περιβάλλοντος και της κοινωνίας στην ανάπτυξη της εγκληματικής φύσης των δραστών;
Πάντα επίκαιρο το έργο του Αμβρόσιου Μπιρς, επιβεβαιώνει επιδέξια την αδιάψευστη συνθήκη πώς οι ανθρώπινες συνειδήσεις διαφθείρονται από τις κακές κοινωνικές συνθήκες και το συγχυτικό περιβάλλον, θέτοντας το ερώτημα, «ποιος κάνει την αρχή;» Αλλά και τι διαφθείρεται τελικά πρώτα, η ατομική ή η συλλογική συνείδηση; Το οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο έχουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μιας προσωπικότητας. Σε έναν χώρο κενό, από την απουσία συναισθημάτων και αξιών, πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας, καθώς και το κανονιστικό σύστημα, σε ένα τοπίο παντελούς έλλειψης σεβασμού προς την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και της ζωής, όπου συνεπακόλουθα υπάρχει ένα έλλειμμα, δημιουργείται το κενό – αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το «κακό». Οι ήρωες της «Λέσχης Γονεοκτόνων» εκφράζουν αυτή την ωμότητα, καταγγέλλοντας πως, όταν η δομή της κοινωνίας καταρρέει, επικρατεί το απρόβλεπτο χάος. Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας δεν είναι παρά το αποτέλεσμα αυτού που έχει ήδη καλλιεργηθεί, αυτού που η κοινωνία και η οικογένεια (ως συνεκτικός ιστός της) έχει επιτρέψει να δημιουργηθεί. Οι ίδιες οι κοινωνίες κυοφορούν και γεννούν αυτού του είδους τις συμπεριφορές. Είναι φοβερό να αντιληφθούµε τι πλάσματα γεννούν οι κοινωνίες και οι οικογένειες, και τι κοινωνίες διαμορφώνουν οι άνθρωποι. Στη «Λέσχη Γονεοκτόνων» παρακολουθούμε τους ήρωες να διαβρώνονται σταδιακά και σε συνάρτηση με την ψυχοσύνθεση του καθενός. Στην πρώτη ιστορία, η βία και η εγκληματικότητα είναι η καθημερινότητα του ήρωα, από την οποία ο ίδιος δε μπορεί να διαφοροποιηθεί. Καθορίζεται από το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον και τον σαθρό κοινωνικό του περίγυρο. Στη δεύτερη ιστορία, ο ήρωας δοκιμάζει το έγκλημα και γεύεται τους καρπούς της αμαρτίας. Στερημένος από τροφή και αγάπη, ματαιωμένος, διεκδικεί να καλύψει το κενό με τη σκληρότητα που έχει μάθει. Αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να επωφεληθεί από τη βία και εγκληματεί προκειμένου να αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου του. Στην τρίτη ιστορία, ο ήρωας εγκληματεί συνειδητά και απροκάλυπτα, με τη συγκάλυψη της κοινωνίας. Το έγκλημα είναι ένα μέσο διευθέτησης και απόδοσης δικαιοσύνης. Στην τελευταία ιστορία, το έγκλημα και η βία είναι τρόπος ζωής, καταδεικνύοντας τον παραλογισμό και τη γελοιότητα της εξουσίας.
Ποια είναι τα χειρότερα εγκλήματα, αυτά που αφαιρούν μια ανθρώπινη ζωή ή αυτά που την καταστρέφουν, σωματικά και ψυχικά;
Νομίζω ότι πρόκειται για δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα, ίσης ωστόσο αξίας και ανυπολόγιστης σπουδαιότητας, που έχουν τον ίδιο τρομακτικό αντίκτυπο. Και τα δύο έχουν την αίσθηση της μονιμότητας, τόσο η καταστροφή, όσο και ο θάνατος. Για μένα και στις δυο περιπτώσεις φανερώνεται το αποτρόπαιο πρόσωπο της εξουσίας (πάνω στη ζωή) και η αποκρουστική όψη μιας δύσμορφης, νοσηρής ιδιοσυγκρασίας - είτε ατομικής, είτε συλλογικής, είτε θεσμικής. Κανένας άνθρωπος και κανένα έμβιο ον δεν αξίζει αυτή τη μεταχείριση και αυτόν τον τρόπο θανάτου, είτε με την έννοια του τέλους της ίδιας της ζωής, είτε με τον αφανισμό της ταυτότητας αυτού που κάποτε ο άνθρωπος ήταν. Ονειρεύομαι έναν κόσμο χωρίς βία, με σεβασμό στον άνθρωπο και τη ζωή, με όραμα και απαλλαγμένο από θύματα και θύτες.
Η παρουσίαση της βίας στο θέατρο μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση του κοινού, ενώ την ίδια στιγμή στον πραγματικό κόσμο οι βίαιες συμπεριφορές αντιμετωπίζονται τις περισσότερες φορές με αδιαφορία. Γιατί πιστεύετε συμβαίνει αυτό;
Προσωπικά, προτιμώ ένα κοινό που αντιδρά στη θέαση της βίας από κάποιο που ρουφά τις σκηνές ηδονοβλεπτικά ή ακόμα χειρότερα, μένει απαθές. Στην παράσταση επιλέξαμε να μη δείξουμε καμία σκηνή βίας. Όλα αποδίδονται σε ένα συμβολικό, παραβολικό πλαίσιο και ως υπόρρητα σχόλια. Εμένα ουδέποτε με ενδιέφερε η αναπαράσταση της ωμής πραγματικότητας στην τέχνη. Μου φτάνει που το βλέπω στη ζωή, δε χρειάζεται να το δω και στο θέατρο. Η τέχνη, και αυτή είναι η στέρεη πεποίθηση μου, οφείλει να είναι κοινωνός μηνυμάτων. Και ν' ανοίγει φωτεινά παράθυρα στον κόσμο. Φτάνει πια με την ασχήμια και τα κακώς κείμενα. Πρόταση υπάρχει; Γιατί βρίσκεται εκεί έξω και μια θετική, ελπιδοφόρα πλευρά του κόσμου - ας επικεντρωθούμε σε αυτήν. Και ας φτιάξουμε εμείς τον κόσμο που επιθυμούμε. Δανείζομαι τη φράση του ποιητή: «με χάδια μπαίνουν σε μια καρδιά που πυρπολείται».
Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να λάβει ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση;
Οι ήρωες της «Λέσχης Γονεοκτόνων» εκφράζουν τον προβληματισμό, όχι του γιατί ο Bierce έγραψε ένα τέτοιο έργο, αλλά με ποιο τρόπο οι άνθρωποι εξακολουθούν να συνδέονται με αυτό. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση, είτε ως θύμα είτε ως θύτης, σε δεδομένες συνθήκες. Το κακό κρύβεται μέσα μας κι ο κύκλος της βίας μας ακολουθεί από την αρχή της ιστορίας, περνώντας από γενιά σε γενιά και από χέρι σε χέρι. Το αμείλικτο ερώτημα είναι, εμείς πώς στεκόμαστε απέναντι στη βία, πώς επιλέγουμε να σπάσουμε τον κύκλο και αν επιθυμούμε να παραμείνουμε συνδεμένοι με τις πρωταρχικές έννοιες της αγάπης και της αρετής. Εμπνευσμένη από την τρέχουσα πραγματικότητα, και με τον απόηχο της φράσης «Αυτή είναι η πρακτική. Σε όποιον αρέσει!», το μήνυμα αυτό διατρέχει όλο το έργο σαν ένα υπόρρητο σχόλιο με πολλαπλές αναγνώσεις. Η πρακτική μας, από εμένα σε σένα, το θύτη στο θύμα, τον πολίτη στην εξουσία, την τέχνη στο κοινό, τον καλλιτέχνη στο σύστημα, το κακό στο αγαθό και το αντίστροφο, και ούτω καθ’ εξής (είτε για το θετικό είτε για το αρνητικό). Ζούμε ιστορικά επικίνδυνες στιγμές και τα πράγματα χρειάζονται μεγάλη προσοχή και φροντίδα. Είναι η στιγμή που πρέπει όλοι να πάρουμε θέση και να αρθρώσουμε λόγο, με συνείδηση και συναίσθηση.
Υπερβαίνοντας το σοκ της βίας και της μωρίας, το έργο φέρει ένα δυνατό πολιτικό σχόλιο για την άνοδο και την καλλιέργεια ακραίων θέσεων και δυνάμεων. Μόνον αν επαναπροσδιορίσουμε την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, υπάρχει ελπίδα. Η παράσταση είναι σαφώς μια κραυγή για αφύπνιση, για πνευματική ανάταση, για την αναζήτηση της ουσίας τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και των ηθικών και κοινωνικών αξιών.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Βρίσκομαι στο στάδιο προετοιμασίας των επόμενων δύο μερών της τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία με δεύτερο στη σειρά, ένα εξαιρετικό κείμενο, το πρωτόλειο του Βάρναλη, «Ο Λαός των Μουνούχων» που πρόκειται να παρασταθεί μέσα στο 2019, σε κεντρική σκηνή της Αθήνας.
Ευχαριστούμε πολύ τη Γεωργία Ανδρέου για την όμορφη συνέντευξη που μας παραχώρησε και της ευχόμαστε κάθε επιτυχία σε ό,τι κάνει!
*Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις συντάκτριες Όλγα Μπιάγκη και Μαντώ Χαντζή.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ.