Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο deBόp
2019-11-16Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι από τις ηθοποιούς που δεν χρειάζονται συστάσεις. Γνωρίζοντάς την κάποιος από κοντά διακρίνει αμέσως την ευγένεια και την οικειότητα που εκπέμπουν η παρουσία και ο λόγος της. Στη συνάντηση που είχαμε μαζί της μιλήσαμε για την παράσταση «Lulu» που παίζεται αυτή την περίοδο στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, το ρόλο της Κόμισσας Γκέσβιτς που ερμηνεύει, αλλά και αυτόν της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου στην ταινία «Ευτυχία» που αναμένεται τον Δεκέμβρη στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Φέτος, μετά από 30 χρόνια, παίζω το ίδιο έργο αλλά διαφορετικό ρόλο. Τότε έπαιζα τη Λούλου, ενώ τώρα παίζω την Κόμισσα Γκέσβιτς, τη γυναίκα που ερωτεύεται τη Λούλου και καταστρέφεται από αυτόν τον έρωτα - όπως άλλωστε και όλοι οι άντρες που είναι στον περίγυρό της.
Η Γκέσβιτς είναι αιχμηρή στην εικόνα της, επιθετική στη συμπεριφορά της και φαίνεται να βιώνει μια τεράστια αγάπη προς τη Λούλου, πέρα από τη σαρκική επιθυμία. Η αγάπη της γίνεται εμμονική, γιατί προσκρούει σε μια συνεχόμενη άρνηση από τη μεριά της Λούλου, όμως η στάση της δεν είναι παθητική, διεκδικεί την επιθυμία της με έντονο τρόπο. Αν και η Λούλου απωθεί την Γκέσβιτς εκείνη ζει στη σκιά της, υπομένοντας με έναν τρόπο πολύ εντυπωσιακό, καθώς είναι εγκωβισμένη σε αυτό το πάθος, το οποίο τελικά γίνεται μπούμερανγκ. Όσο περνάει ο καιρός και η Λούλου από το απόγειο της κοινωνικής τάξης στο οποίο βρίσκεται, εκπίπτει, χάνει τα πάντα, την κυνηγά η αστυνομία και φτάνει στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσης, μια πόρνη του πεζοδρομίου, η Κόμισσα Γκέσβιτς την ακολουθεί και στο τέλος θυσιάζει και την ίδια της τη ζωή για εκείνη.
Η Γκέσβιτς είναι ένα πλάσμα στα όρια των φύλων, ένας άνθρωπος που έχει γεννηθεί σε λάθος σώμα κι ενώ έχει γυναικεία χαρακτηριστικά, εκείνη αισθάνεται ως άντρας. Ο Γιάννης Χουβαρδάς στην παράσταση δεν ήθελε να την παρουσιάσει απλώς ως μια γοητευτική γυναίκα που ερωτεύεται μια άλλη γυναίκα, αλλά ως ένα πλάσμα δυστυχισμένο με ένα σώμα στο οποίο εκδηλώνεται άμα τη εμφανίσει η έντονη καταπίεση που έχει υποστεί. Η ίδια η Γκέσβιτς λέει, χαρακτηριστικά, για τον εαυτό της ότι δεν είναι καν άνθρωπος, ότι το σώμα της δεν έχει τίποτε κοινό με τα ανθρώπινα σώματα κι ότι είναι ένα ακρωτηριασμένο σώμα. Δεν νιώθει άνετα με τα φυλετικά της χαρακτηριστικά - λεκάνη, στήθος - και ο τρόπος που μιλάει - η χαμηλή φωνή -, όλα έχουν κάπως μια περίεργη στρέβλωση. Ζει μια αβάσταχτη μοναξιά και την κοινωνική αποξένωση, είναι όμως συγκινητική η στάση της μέσα σε όλους αυτούς τους άντρες που περιβάλλουν τη Λούλου.
Η κοινωνία αρνείται στην Γκέσβιτς το δικαίωμα να βιώσει τη σεξουαλική της ταυτότητα έτσι όπως εκείνη θα ήθελε. Μέσα στο έργο συνεχώς δέχεται ύβρεις από τα άλλα πρόσωπα που την αποκαλούν «τέρας», «κτήνος», «περιφερόμενη δυστυχία». Είναι κάτι το οποίο βλέπουμε να συμβαίνει και στη σημερινή κοινωνία, ειδικά στους ανθρώπους οι οποίοι είναι στα όρια των φύλων - οι πολύ θηλυπρεπείς άντρες ή οι πολύ αρρενωπές γυναίκες. Το μπούλινγκ σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ πιο έντονο.
Το έργο πραγματεύεται τη σύγκρουση της σεξουαλικότητας ως μιας φυσικής δύναμης από τη μία και των κοινωνικών δομών από την άλλη μεριά. Την εποχή που γράφτηκε (τέλη 19ου αιώνα) η αστική κοινωνία ήταν πολύ πιο περιχαρακωμένη και τα ταμπού ακόμα μεγαλύτερα. Οι κοινωνικές βάσεις - οικονομικές, θρησκευτικές, ηθικές - και ο τρόπος θεσμοποίησής τους έφερναν τον άνθρωπο σε σύγκρουση με τα ένστικτά του, τις φαντασιώσεις του, τον ερωτισμό του, τον αισθησιασμό του, με τα πάθη του γενικότερα. Γι’ αυτό και όλα τα πρόσωπα του έργου τελικά είναι και θύτες και θύματα. Η Λούλου περισσότερο από όλους, βέβαια. Σήμερα, υπάρχει μεγαλύτερη ελαστικότητα σε αυτά τα θέματα παρόλο που η κοινωνία εξακολουθεί στην πλειονότητά της να είναι ρατσιστική, ειδικά σε ό,τι αντίκειται στην κατεστημένη κοινωνική ηθική.
Το έργο δεν προσδιορίζεται με συγκεκριμένο τρόπο, ως προς το ύφος ή το θεατρικό είδος. Έχει στοιχεία σάτιρας, μαύρης κωμωδίας, τραγωδίας, μελοδράματος, μπουλβάρ, γκροτέσκου, μπουρλέσκ. Aυτές οι εναλλαγές είναι πρόκληση για έναν ηθοποιό. Πρέπει να έχεις απίστευτη ακρίβεια και να περνάς με ευκολία από το ένα είδος στο άλλο, ενώ την ίδια στιγμή οφείλεις να διατηρείς στο ακέραιο την αλήθεια του πράγματος. Μπορεί τα πρόσωπα να είναι φανταστικά, αλλά απεικονίζουν μια πραγματικότητα. Ο συγγραφέας εμπνέεται από κάποια γεγονότα και γράφει αυτό το έργο, συμπυκνώνοντας όλα αυτά που θέλει να πει μέσα σε μια παράσταση.
Η παράσταση διατηρεί εσκεμμένα την αισθητική του τσίρκου. Με αφορμή τον πρόλογο υπάρχει ένας θηριοδαμαστής που απευθύνεται στο κοινό, παρουσιάζει τα πρόσωπα του έργου και μιλά για την αντίφαση ανάμεσα στο ένστικτο και στην άγρια εσωτερική φύση του ανθρώπου, η οποία κρύβεται κάτω από τον μανδύα της αστικής ηθικής κι έρχεται σε σύγκρουση μαζί της. Στη σκηνή δεν υπάρχουν έπιπλα, αλλά όργανα γυμναστικής - στρώμα γυμναστικής, μονόζυγο, δοκοί ισορροπίας, εφαλτήρια, κρίκοι και ο τρόπος που χρησιμοποιούμε αυτά τα όργανα, ενώ ταυτόχρονα παίζουμε τους ρόλους μας δίνει την αίσθηση ότι κάθε φορά εκτελείται ένα νούμερο.
Ο κόσμος του Βέντεκιντ είναι ένας κόσμος σκοτεινός, γιατί μιλάει για τα κρυφά μας ένστικτα, πλημμυρισμένος από αίμα και μια πληθώρα θανάτων. Ο πρώτος σύζυγος της Λούλου πεθαίνει από καρδιακή προσβολή, ο δεύτερος αυτοκτονεί όταν καταλαβαίνει ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι η γυναίκα των ονείρων του και ο τρίτος δολοφονείται από την ίδια τη Λούλου. Όσο προχωράει η πλοκή τόσο περισσότερο σκοτεινιάζει. Στην αρχή έχουμε τη λάμψη της ομορφιάς, του χρήματος, της υψηλής αριστοκρατικής κοινωνίας, ενώ μετά κατρακυλώντας τα σκαλιά της οικονομίας και των κοινωνικών τάξεων, βλέπουμε να τινάζονται στον αέρα περιουσίες και να φτάνουν στο σημείο οι πελάτες της Λούλου να βγαίνουν μέσα από τα έγκατα της γης σαν τα φαντάσματα των προηγούμενων νεκρών αντρών, συζύγων και εραστών, που επιστρέφουν. Στο τέλος, παρουσιάζεται στη σκηνή ένα από τα μεγαλύτερα τέρατα όλων των εποχών κι ένας από τους πιο σκοτεινούς γρίφους στην ιστορία του εγκλήματος, ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, ο οποίος δρούσε εκείνη την εποχή που είχε γραφτεί το έργο. Αυτή είναι μια σπουδαία καινοτομία του Βέντεκιντ, να βάλει στο έργο του ένα υπαρκτό πρόσωπο που όμως δεν ξέρουμε την ταυτότητά του και ζει στα όρια του θρύλου. Μέσα από το πρόσωπο του Τζακ, όπως τον αναφέρει στο έργο, πραγματικά μιλάμε για την πιο σκοτεινή περιοχή της ανθρώπινης ψυχής, του μυαλού και της κοινωνίας.
Υπάρχουν πολλές εκδοχές για το ποια είναι η Λούλου. Άλλοι την ερμηνεύουν σαν ένα αθώο παιδί, άλλοι σαν μια femme fatale, σαν μια δύναμη της φύσης, σαν την προσωποποίηση του ερωτικού ενστίκτου, άγγελο και δαίμονα ταυτόχρονα. Όλοι προβάλλουν πάνω της τη δική τους επιθυμία, τη δική τους φαντασίωση, πώς θα ήθελαν να είναι γι’ αυτούς η ιδανική γυναίκα και της αποδίδουν διαφορετικά ονόματα κάθε φορά.
Πρόσωπα σαν τη Λούλου θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχουν σήμερα, όχι όμως με την ακραία μορφή που παρουσιάζει ο Βέντεκιντ. Στο έργο η Λούλου είναι ένα σύμβολο, δεν είναι μια πραγματική γυναίκα. Υπάρχουν όμως κορίτσια τα οποία οι άντρες δεν βλέπουν ως ανθρώπους, αλλά ως σώματα που τα χρησιμοποιούν για τις δικές τους ερωτικές ανάγκες και πάνω τους προβάλλουν τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις του.
Παρόλους τους αγώνες που έχει κάνει η γυναίκα διεκδικώντας την ισοτιμία της απέναντι στον άντρα, εξακολουθούμε να μιλάμε για μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Διαφορετικά αντιμετωπίζεται η σεξουαλικότητα του άντρα και διαφορετικά της γυναίκας. Για τον άντρα το να έχει πολλές γυναίκες θεωρείται παράσημο, ενώ για τη γυναίκα μια αντίστοιχη κατάσταση θεωρείται ισοδύναμη της πορνείας, γίνεται κατάπτυστη κοινωνικά και σχολιάζεται ποικιλοτρόπως. Επίσης, οι γυναίκες δεν έχουν τις ίδιες επαγγελματικές ευκαιρίες και οικονομικές απολαβές με τους άντρες. Ακόμα και σε χώρους που θα περίμενε κανείς να υπάρχουν ισότιμα οι γυναίκες βλέπουμε ότι δεν υπάρχουν. Σπουδαίες ηθοποιοί, όπως η Meryl Streep, έχουν αναφερθεί στο γεγονός ότι και αυτή και άλλες εξαιρετικές γυναίκες ηθοποιοί του Χόλιγουντ, αμείβονται με πολύ λιγότερα χρήματα σε σχέση με τους άντρες συναδέλφους τους. Μέχρι και γάμοι από συμφέρον εξακολουθούν να γίνονται, τόσο στις υψηλές εισοδηματικά τάξεις, πόσο μάλλον στα χαμηλότερα στρώματα που η αναγκαστική λόγω οικονομικών δυνατοτήτων έλλειψη παιδείας θα αναγκάσει το κορίτσι να παντρευτεί για να έχει την προστασία του συζύγου. Σαφώς παλαιότερα τα πράγματα ήταν χειρότερα, αλλά ακόμα και σήμερα το πρόβλημα δεν έχει λυθεί εντελώς.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν κι αυτή μια γυναίκα που έζησε και δημιούργησε μέσα σε ένα αυστηρά ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Παρόλο που στην αρχή την κοίταζαν αφ’ υψηλού, στο τέλος κατάφερε να έχει την αποδοχή και τον θαυμασμό όλων, ενώ τσακώνονταν οι μεγάλοι δημιουργοί για το ποιος θα πάρει τους καλύτερους στίχους της. Έγινε η πρώτη μεγάλη Ελληνίδα στιχουργός, της οποίας τα τραγούδια σφράγισαν την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, μετά από τόσες δεκαετίες εξακολουθούν να ακούγονται από τις νεότερες γενιές και είναι συνδεδεμένα άρρηκτα μέσα μας και με προσωπικές μας στιγμές.
Η Ευτυχία ήταν ένας άνθρωπος πολύ γενναιόδωρος, βοηθούσε άλλους που έβλεπε ότι είχαν περισσότερη ανάγκη από εκείνη, ενώ η ίδια βίωνε πολύ έντονα τη φτώχεια. Βγήκε ως ηθοποιός στα μπουλούκια και εκεί λέγεται ότι γνώρισε τη Μαρίκα Νίνου, η οποία ήδη συνεργαζόταν με τον Τσιτσάνη κι έτσι πέρασε στο χώρο του τραγουδιού. Τόλμησε να εγκαταλείψει το σύζυγό της και να μην έχει κοντά της τα παιδιά της για να ζήσει τη ζωή της με τον τρόπο που η ίδια είχε ανάγκη. Είχε τρομερή αίσθηση του χιούμορ και μια απίστευτη εσωτερική δύναμη. Συνέβησαν πολλά τραγικά γεγονότα στη ζωή της, έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, έχασε τον δεύτερο άντρα της που υπεραγαπούσε, τον Παπαγιαννόπουλο, από τον οποίο πήρε και το όνομά της και φυσικά η μεγαλύτερη τραγωδία της ζωής της ήταν ο θάνατος της μεγάλη της κόρης. Από τότε και ύστερα αφέθηκε στη χαρτοπαιξία που ήταν το καταφύγιό της αλλά και το μεγάλο της πάθος, το οποίο μάλιστα για να μπορεί να το ικανοποιεί πουλούσε τους στίχους της για πολύ λίγα χρήματα, δίχως να τη νοιάζει η υστεροφημία και τα πνευματικά της δικαιώματα. Η Ευτυχία ζούσε στο εδώ και τώρα κι ό,τι είχε ανάγκη αυτό κοίταζε να ικανοποιήσει.
Η ταινία «Ευτυχία» διατρέχει τη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι το 1972 που είναι και ο θάνατός της. Τα γυρίσματα έγιναν το καλοκαίρι μέχρι και τα μέσα Σεπτεμβρίου. Είμαι ευγνώμων που μου έγινε αυτή η πρόταση, ήταν μια συνεργασία με έναν εξαιρετικό σκηνοθέτη, τον Άγγελο Φραντζή και υπέροχους ηθοποιούς σε όλους τους ρόλους. Το ρόλο της Ευτυχίας μοιραζόμαστε με την Κάτια Γκουλιώνη, η οποία ερμηνεύει την ηρωίδα στα νεανικά της χρόνια, ενώ εγώ συνεχίζω από τα 55 της μέχρι και τα 76 της χρόνια που πεθαίνει.
Για το ρόλο της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου προετοιμάστηκα διαβάζοντας ό,τι πληροφορία υπήρχε, κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτή, συνεντεύξεις της, το βιβλίο της εγγονής της Ρέας Μανέλη, ακούγοντας μαρτυρίες του εγγονού της του Αλέξη Πολυζωγόπουλου, ο οποίος είναι εν ζωή και μας είπε πολλά υπέροχα περιστατικά και μέσω της δουλειάς που κάναμε με το σκηνοθέτη μας. Επί ενάμιση μήνα πριν ξεκινήσουμε είχαμε σχεδόν καθημερινές πρόβες και κοινούς αυτοσχεδιασμούς με την Κάτια Γκουλιώνη, όπου μας έδινε ο Άγγελος Φραντζής ένα κοινό θέμα και έπρεπε και οι δύο να το αποδώσουμε μέσα από την προσωπική ματιά της Ευτυχίας. Έτσι, είχαμε τη δυνατότητα να δούμε η μία ηθοποιός τη δουλειά της άλλης και στο τέλος να αποφασίσουμε από κοινού με τον σκηνοθέτη πού θα επικεντρωθούμε, πώς θα είναι η σωματική συμπεριφορά και οι εκφραστικοί τρόποι, ώστε να μπορέσουμε, ενώ ήμασταν δύο τελείως διαφορετικές γυναίκες, να αποδώσουμε το ίδιο πρόσωπο. Τα τραγούδια της επίσης με βοήθησαν πολύ, τα άκουγα συνέχεια κατά την περίοδο της προετοιμασίας για το ρόλο. Το αγαπημένο μου είναι το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», θεωρώ ότι είναι η επιτομή των τραγουδιών της και το πιο αγαπημένο της. Μου αρέσουν ακόμα το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» και ο «Γυάλινος Κόσμος».
Η ταινία θα βγει τον Δεκέμβρη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η «Lulu» θα συνεχίσει μέχρι τον Ιανουάριο του νέου έτους στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, ενώ μετά θα είμαι στην παράσταση «Τρεις αδελφές» που θα ανεβάσει ο Δημήτρης Καρατζάς στο θέατρο Βεάκη, για την οποία έχουμε ήδη ξεκινήσει πρόβες.
Ευχαριστούμε πολύ την κυρία Καραμπέτη για το χρόνο της και της ευχόμαστε να συνεχίσει να υπηρετεί την τέχνη της με την ίδια ταπεινότητα και τον ίδιο σεβασμό που αποπνέει η υπόκλισή της!
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ