Η Λένα Παπαληγούρα μας ξεναγεί στον κόσμο της Μαρίας Μπράουν!
2017-11-24Η Λένα Παπαληγούρα πρωταγωνιστεί φέτος στην παράσταση Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν, το γνωστό κινηματογραφικό έργο του Φασμπίντερ, που ανεβαίνει σε διασκευή και σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα, στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής». Μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά που κάνει πρεμιέρα στις 22 Νοεμβρίου και εμείς συναντήσαμε το «χείμαρρο» Λένα και μας έβαλε στον μυστήριο κόσμο της Μαρίας Μπράουν! Χωρίς ερωτήσεις, μόνο απαντήσεις... Απολαύστε την.
Είχα δει την ταινία παλιά, θυμόμουν κάποια πράγματα και μου έκανε εντύπωση ότι θυμόμουν κάποιες σκηνές πολύ έντονα και άλλες όχι. Όταν κάναμε την πρώτη συνάντηση με το Γιώργο Σκεύα, μου είπε «δες την ταινία και θα ξαναμιλήσουμε». Οπότε την είδα εκ νέου και με άλλο μάτι, γιατί όταν βλέπεις κάτι που σε αφορά το βλέπεις διαφορετικά.
Είναι ένα αριστούργημα η ταινία. Ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς το πόσα πράγματα θίγει ο σκηνοθέτης. Τα θέματα που θέτει είναι τόσο μεγάλα, ανοιχτά και τόσο κοντά μας σήμερα, πέρα από το προφανές ότι η ταινία αναφέρεται στη μεταπολεμική Γερμανία.
Με εντυπωσίασε κυρίως το πώς παίρνει τη ζωή ενός ήρωα και καταφέρνει να μιλήσει για μια ολόκληρη εποχή. Το δεύτερο πιο εντυπωσιακό για μένα είναι το γεγονός ότι αυτός ο ήρωας μπορεί να είναι πάρα πολλά πράγματα μπορεί να μην είναι και τίποτα. Είναι δηλαδή τόσο υπαινικτικά γραμμένο που πολλές φορές ο θεατής δεν ξέρει τι σκέφτεται ο πρωταγωνιστής και δεν πρέπει να ξέρει κιόλας. Η Μαρία Μπράουν είναι ένας πολύ μυστικός ήρωας και για αυτό είναι τόσο γοητευτική.
Στο έργο, όπως προχωράει η πλοκή βλέπεις περισσότερο τί συμβαίνει γύρω της και τί προκαλούν οι πράξεις παρά το τί σκέφτεται ή αισθάνεται η ίδια σε σχέση με αυτά που κάνει. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτό ήταν ίδιον της εποχής όπως και της σημερινής εποχής: άνθρωποι που πράττουν, που αναγκάζονται να τρέχουν με τρομερή ταχύτητα για να μπορέσουν να επιβιώσουν, σε σχέση με ένα πολύ βαρύ παρελθόν όπως είναι αυτό μιας χώρας ας πούμε και αναγκάζονται να κοιτάνε ταυτόχρονα το μέλλον τους. Οπότε ο άνθρωπος μόνο πράττει και οι συνέπειες των πράξεων θα φανούν πολύ αργότερα πάνω στο σώμα το οποίο κινείται.
Το άλλο που είναι ενδιαφέρον είναι ότι δεν υπάρχει καθόλου το ηθικό κομμάτι. Θα μπορούσες να πεις πολύ εύκολα ότι αυτή είναι μια φιλόδοξη γυναίκα, που πατάει επί πτωμάτων και επειδή είναι πολύ έξυπνη τα καταφέρνει κιόλας. Ταυτόχρονα όμως βλέπεις ότι μέσα σε αυτήν την κατάσταση εκείνη έχει μια ιδιαίτερη αθωότητα, μια ιδιαίτερη ειλικρίνεια –γιατί δεν κοροϊδεύει-. Με ένα τρόπο είναι αυτό που είναι. Είναι μια πολύ σύγχρονη γυναίκα για την εποχή της, για την οποία θα μπορούσες να πεις πολλά αρνητικά, όμως ο τρόπος που το έχει γράψει και το χειρίζεται ο Φασμπίντερ, δεν σου επιτρέπει να μπεις στην περιοχή αυτή της κριτικής.
Οι γυναίκες αυτές των ερειπίων, που οι άντρες είτε ήταν στον πόλεμο είτε είχαν σκοτωθεί, έφεραν το βάρος της ανοικοδόμησης μιας χώρας. Μιλάμε ουσιαστικά για την ανασυγκρότηση ενός κράτους που βγαίνει από πόλεμο.
Αναγκάστηκα να ξεχάσω την ταινία και να πλάσω έναν χαρακτήρα από την αρχή. Ο ρόλος αυτός είναι ταυτισμένος με την Χάνα Σιγκούλα που τον έπαιξε, οριακά γράφτηκε και πάνω της. Ο Γιώργος Σκεύας που σκηνοθέτησε και έκανε τη διασκευή έψαξε σαν «ντετέκτιβ» τον τρόπο που ο Φασμπίντερ έγραψε το σενάριο, τις πηγές του, την εποχή, οπότε δημιούργησε ένα νέο κείμενο, που είναι θεατρικό έργο και πιστό στην ταινία, αλλά ταυτόχρονα παίρνει και τις ελευθερίες του. Έτσι κι εγώ κλήθηκα να το αντιμετωπίσω ως ένα νέο θεατρικό έργο και να πλάσω την ηρωίδα εξαρχής. Ήταν ο μόνος τρόπος να το αντιμετωπίσω και θέλω και οι θεατές έτσι να το αντιμετωπίσουν ερχόμενοι στο θέατρο.
Η σύνδεση των απεγνωσμένων ανθρώπων.
Αυτό βλέπω σαν πρώτη σύνδεση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Οι άνθρωποι που ζουν και
μεγαλώνουν μέσα σε ένα κλίμα αστάθειας και αναγκάζονται να επιβιώσουν μέσα σε αυτό. Αυτό για εμένα είναι το φλέγον κυρίως επειδή πάντα επιλέγω να κοιτάζω τα πράγματα από την πλευρά του ανθρώπου που καλούμαι να ερμηνεύσω και για τον άνθρωπο.
Βέβαια στη βάση αυτής της ιστορίας υπάρχει και η ερωτική σχέση του Έρμαν με τη Μαρία. Η γυναίκα αυτή βασίζει όλη της την ύπαρξη και τον τρόπο που επιλέγει να πορευτεί στη ζωή της σε έναν ιδανικό έρωτα. Γνωρίζει τον άντρα της μια μέρα και μια νύχτα ολόκληρη όπως λέει και η ίδια και αυτός φεύγει για τον πόλεμο. Έπειτα θεωρείται νεκρός…
Η Μαρία στο τέλος προδίδεται από αυτό το ιδανικό αίσθημα, δε θα έλεγα από τον άνθρωπο όσο το συναίσθημα αυτού του ιδεατού έρωτα. Νομίζω όμως ότι αυτό την εξαγνίζει γιατί δείχνει την τεράστια ανάγκη της να πιστέψει σε κάτι ιδανικό και ανώτερο. Και στο τέλος μπορείς να το δεις και μεταφυσικά, ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι σε ένα άλλο κόσμο ενώνονται.
Από την άλλη ο Έρμαν Μπράουν είναι ένα αρκετά πολύπλοκο πρόσωπο. Καταρχάς αυτός είναι ένα θύμα του πολέμου και βλέπουμε τις συνέπειες του ότι είναι μακριά στον πόλεμο και στο σώμα και στην ψυχή του. Επίσης, αναλαμβάνει για τη Μαρία να πάρει την ευθύνη του εγκλήματός της. Αυτό το γεγονός τον φέρνει σε μια περίεργη θέση σε σχέση με τη Μαρία. Αυτόματα αυτό είναι που κάνει τη σχέση τους πολύ ιδιαίτερη και εξηγεί και γιατί εξαρτάται ο ένας από τον άλλο απόλυτα.
Είναι ένα δίπολο αυτοί οι δυο χαρακτήρες. Επίσης, ο Έρμαν είναι ένα μυστικό πρόσωπο όπως και η Μαρία πιστεύω. Βιώνοντας αυτήν την κατάσταση μπορεί κανείς να καταλάβει και πως οδηγείται εκείνος στο τέλος να κάνει αυτήν την επιλογή.
Αν η Μαρία ήταν σύμβολο…
Έχει γραφτεί ότι είναι από την ίδια τη Γερμανία μέχρι η μητέρα του Φασμπίντερ, ο ίδιος τα έχει πει και τα δύο. Και δεν είμαι μακριά το ένα από το άλλο. Προφανώς όταν λέει η μητέρα του εννοεί μια ολόκληρη γενιά γυναικών. Θα μπορούσε να είναι μια ολόκληρη χώρα, θα μπορούσε να είναι μια γυναίκα που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στα ερείπια και ταυτόχρονα μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων –γυναικών συγκεκριμένα-. Μπορεί βέβαια να εκπροσωπεί όλες αυτές τις γυναίκες αλλά ταυτόχρονα έχει και μια πολύ δική της ιδιοσυγκρασία. Είναι πολύ ιδιαίτερη.
Αισθάνομαι ότι η ηρωίδα μέσα από αυτό το μεγάλο ταξίδι ταχύτητας που κάνει, αναγκάζεται να την αφήσει πίσω την ψυχή της. Όσο περνάει από τη φτώχεια και το προσωπικό της περιβάλλον σε κάτι πιο ανοιχτό -κερδίζει χρήματα φτιάχνει το δικό της σπίτι όπως το θέλει κ.λπ.- μέσα της, η ψυχή της κλείνει. Είναι αντιστρόφως ανάλογα αυτά τα δύο. Και όλα αυτά δίνονται πολύ υπαινικτικά και συμβολικά και ο θεατής βλέπει τις ρωγμές λίγο λίγο, επειδή και η ίδια δεν θέλει να φανούν. Ακόμα και το τέλος δεν είναι τυχαίο ότι γίνεται εκτός κάδρου. Δεν βλέπουμε ουσιαστικά τη στιγμή που εκείνη αποφασίζει (αν αποφασίζει και τι αποφασίζει) για το τέλος. Με ένα τρόπο είναι ανοιχτό το τέλος επειδή δε μαθαίνουμε ποτέ αν αυτό έχει γίνει συνειδητά ή ασυνείδητα. Είναι ένα πρόσωπο που δεν έχει στρατηγική, κινείται με μια ορμή που τρέχει το σώμα της και ακολουθεί το μυαλό της και μπορεί το τέλος να είναι σε αυτό το πλαίσιο. Το σώμα δεν αντέχει άλλο, προδίδεται και ενεργεί χωρίς να προλάβεις να σκεφτείς.
Η παράσταση σε καλεί να μπεις σε ένα κόσμο κινηματογραφικό που είναι όμως οριακά ονειρικός ή εφιαλτικός. Μπορεί η Μαρία να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα αλλά αυτό που βλέπεις να εκτυλίσσεται σε τρομακτικά αργό ρυθμό. Εκτός από τα λόγια οι κινήσεις, οι παύσεις και τα σώματα των ηθοποιών θα αποκαλύψουν ένα ψυχογράφημα των ηρώων.
Είναι ένας ολόκληρος κόσμος που δημιουργείται από αυτά που δε λέγονται.
Πρόκειται για μια πολύ ομαδική δουλειά και έναν υπέροχο θίασο και τεχνικούς. Τον Έρμαν ερμηνεύει ο Μάξιμος Μουμούρης, το ρόλο του Όσβαλντ ο Γιάννης Νταλιάνης. Και οι δύο παίζουν τρομερό ρόλο στην πρόβα σαν ηθοποιοί αλλά και σαν προσωπικότητες, με τόσα περίπλοκα πράγματα που συμβαίνουν πάνω στη σκηνη. Είναι μια όμορφη στιγμή αυτή η συνεργασία και νιώθω πολύ τυχερή που κάνω αυτή τη δουλειά με αυτούς τους ανθρώπους. Είναι και κάτι που δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα κάνω εγώ και χαίρομαι που ο Σκεύας που έδωσε την ευκαιρία να βουτήξω σε αυτό.
«Προτιμώ να κάνω εγώ τα θαύματα, παρά να περιμένω να γίνουν», αυτή τη φράση θα έλεγα εκτός σκηνής, στη θάλασσα γιατί έχει αυτήν την απεραντοσύνη αλλά και αυτήν την αντίφαση. Ένας μικρός άνθρωπος απέναντι σε μια απέραντη θάλασσα δηλώνει κάτι τέτοιο, που από τη μία είναι πολύ γοητευτικό και από την άλλη πολύ ανατριχιαστικό, γιατί αυτή η αίσθηση της παντοδυναμίας εμένα πάντα με τρομάζει.
Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Σταύρου Χαμπάκη.
Ευχαριστούμε πολύ τη Λένα Παπαληγούρα για την παραχώρηση της συνέντευξης!