Η σοπράνο, Μάιρα Μηλολιδάκη, μιλά στο deBόp!
2020-08-04Απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών, υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση, με σπουδές σε Μιλάνο και Ρώμη (Στούντιο Όπερας, Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας) και συνεργασίες με τους περισσότερους μουσικούς φορείς στη χώρα μας, η σοπράνο Μάιρα Μηλολιδάκη αποτελεί ένα πολυτάλαντο πλάσμα.
Σε λίγες μέρες θα ανέβει ξανά στη θεατρική σκηνή με την παράσταση Pietà (για μία και μοναδική φορά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ρεματιάς στις 07/08, όλες οι λεπτομέρειες εδώ) κι εμείς ξεκλέψαμε λίγο από το χρόνο της για να μιλήσουμε για το τραγούδι, το θέατρο, αλλά και την παρηγορητική δύναμη της τέχνης. Κι ίσως αυτή η δύναμη να είναι κινητήριος για τα όνειρα των καλλιτεχνών εν καιρώ αντιξοοτήτων.
Διαβάζοντας το βιογραφικό σας αντιλαμβάνεται κανείς πως το τραγούδι (όπερα & μεσαιωνικό τραγούδι) είναι για εσάς τρόπος έκφρασης. Αλήθεια πώς προέκυψε η μεγάλη σας αγάπη για αυτά τα είδη τραγουδιού;
Οι περισσότεροι μουσικοί για να απαντήσουν σε μια τέτοια ερώτηση, ανατρέχουν στην παιδική τους ηλικία και τις πρώτες τους εμπειρίες από την εκμάθηση ενός οργάνου ή τη συμμετοχή τους σε κάποια παιδική χορωδία. Πράγματι, αυτή η περίοδος της ζωής είναι και η πλέον καθοριστική για τις αγάπες που μένουν μαζί σου για καιρό και σε συντροφεύουν, σε ενθουσιάζουν ή σε βασανίζουν. Η δική μου ιστορία δεν διαφέρει. Ένα… μουσικό κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται όταν σε ηλικία 6 ετών ξεκίνησα μαθήματα πιάνου στο Ωδείο Αθηνών. Μέσα σ’ ένα εύφορο περιβάλλον, η έκθεση σε διαφορετικά ερεθίσματα και οι συναντήσεις με σπουδαίους δασκάλους με οδήγησαν σταδιακά σε μια διαρκή, βιωμένη και βιωματική σχέση με τη μουσική. Έτσι και το τραγούδι, που ήρθε στη συνέχεια να μονοπωλήσει τις σπουδές μου, ζυμώθηκε ως κομμάτι μιας ευρύτερης σχέσης με το θέατρο και τη μουσική, προσφέροντάς μου πάνω απ’ όλα έναν τρόπο να αντιλαμβάνομαι τόσο τον εαυτό σου, όσο και τον κόσμο γύρω μου. Εδώ και είκοσι χρόνια πλέον τα ακούσματα, οι συνεργασίες και η πάντοτε παρούσα ανάγκη για νέες ανακαλύψεις βάθυναν και εμπλούτισαν τη μέχρι τώρα πορεία μου μέσα από διαφορετικά μουσικά είδη: η ρομαντική όπερα, οι κύκλοι τραγουδιών, το ρεπερτόριο του 20ου αιώνα και η παλαιά μουσική, είναι είδη με ξεχωριστές ταυτότητες αλλά με κοινές καταβολές στη φωνητική τεχνική και δυναμική συγγένεια στα εκφραστικά μέσα.
Εκτός όμως από τραγουδίστρια είστε και δασκάλα όπερας. Πώς είναι η διδασκαλία ενός αντικειμένου που αγαπάς;
Διδάσκω περίπου μια δεκαετία, τα τελευταία πέντε χρόνια στο μουσικό και θεατρικό τμήμα του Αμερικάνικου Κολλεγίου Ελλάδας (Deree). Είναι τεράστια ευθύνη να σμιλεύεις ένα τόσο συναρπαστικό και κυριολεκτικά μοναδικό όργανο όπως είναι η ανθρώπινη φωνή. Ως μαθητές είμαστε εξαιρετικά ευάλωτοι μπαίνοντας σε μια τέτοια δημιουργική διαδικασία, καθώς δοκιμάζονται όχι μόνο οι τεχνικές ικανότητες, η σωματική αντοχή και η μουσική μας αντίληψη, αλλά και η ψυχική μας δύναμη, τα τραύματα που μας καθορίζουν, οι βαθύτερες επιθυμίες μας, ο εαυτός μας στην πιο ακέραια εκδοχή του. Σε αυτήν τη συνθήκη ο δάσκαλος οφείλει να λειτουργεί ως συνοδοιπόρος, μεταφέροντας τις γνώσεις του με υπομονή και σεβασμό στην προσωπικότητα του κάθε μαθητή. Οφείλει να εμπνέει και να αφουγκράζεται. Συνεχίζει και ο ίδιος να είναι μαθητής. Αυτή η ιδιότητα δεν μας εγκαταλείπει ποτέ, ιδίως όταν διδάσκουμε.
«Pietà», μια παράσταση σε σκηνοθεσία Γιώργου Στεφανακίδη, η οποία είναι εμπνευσμένη από τη γνωστή σύνθεση του Michelangelo. Τι σημαίνει για εσάς Pietà;
Η Pietà είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική περφόρμανς που πραγματεύεται την πορεία του ανθρώπου προς την ελευθερία, μετουσιώνοντας την πάλη, την άβυσσο και την απώλεια σε φως, συγχώρεση και έλεος. Η δυναμική του κειμένου της είναι συναρπαστική. Τρεις βιβλικές γυναικείες μορφές, η Εύα, η Ρεββέκα και η Μαρία Μαγδαληνή αρθρώνουν έναν πρωτότυπο ποιητικό λόγο, άλλοτε σπαρακτικό και άλλοτε προκλητικό, τηρώντας επί σκηνής μια καθηλωτική – αν και φαινομενική – ακινησία. Η μουσική της παράστασης είναι ένα σύμπαν διάστικτο από ηχητικούς παλμούς, καθαρές λυρικές μελωδίες και αυτοσχεδιαστικά φωνητικά σπαράγματα που δομούνται σε χρόνο παρόντα, άλλα κάθε φορά, ξεπηδώντας μέσα από έναν υποβλητικό ηλεκτρονικό ιστό. Χωρίς αναγκαία να εκμεταλλεύεται τις δεξιοτεχνικές δυνατότητες της λυρικής φωνής, η ηχητική παλέτα της επιβάλλει την δημιουργική ετοιμότητα και πηγάζει από μια πρόθεση έρευνας πάνω στον «σημαίνοντα» ήχο, πάνω σε μια τελειότητα γεμάτη ρωγμές, ανάσες, σκόρπιες συλλαβές.
Η Pietà αποτυπώνει την αποκαθήλωση του Ιησού με την Παναγία να τον κρατά στα χέρια της. Μια εικόνα για τον ανείπωτο πόνο της απώλειας. Αλήθεια, η τέχνη λειτουργεί παρηγορητικά για το θεατή σε στιγμές μεγάλου πόνου; Ισχύει το ίδιο και για τον ηθοποιό, μπορεί δηλαδή η τέχνη να τον βοηθήσει σε τέτοιες στιγμές;
Ο ψυχίατρος και συγγραφέας Iain Mcgilchrist στο εμβληματικό βιβλίο του με τίτλο The Master and his Emissary, αναφέρει ότι η τέχνη, η πίστη και ο έρωτας είναι έννοιες που γίνονται αντιληπτές από το δεξί μας ημισφαίριο. Δεν είναι τυχαίο που οι τρεις βασικοί δρόμοι του ανθρώπου για να ξεπεράσει τον θάνατο και να αντιμετωπίσει τις υπαρξιακές προκλήσεις μοιράζονται τις ίδιες εγκεφαλικές συνάψεις. Η κάθαρση, η λυτρωτική και επομένως παρηγορητική λειτουργία της τέχνης είναι και ο βαθύτερος, ο ευγενέστερος σκοπός της. Και ασφαλώς, μόνο αμφίδρομα μπορεί να λειτουργήσει: θεωρώ εξαιρετικά σπάνιο, αν όχι απίθανο, ο ηθοποιός να βιώσει τη λύτρωση μπροστά σε ένα αμέτοχο κοινό, ή το αντίστροφο.
Pietà σημαίνει έλεος. Κι όμως υπάρχουν περιπτώσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας ανηλεούς συμπεριφοράς όπως στο Άουσβιτς, την Αμμόχωστο, τη Νανκίνγκ, όπου άνθρωποι βίωσαν τον απόλυτο εξευτελισμό και πόνο. Τελικά μήπως οι άνθρωποι δεν είμαστε τόσο ελεήμονες; Ή είναι κάτι άλλο που πυροδοτεί τέτοιες συμπεριφορές;
Οι συγκινητικές μαρτυρίες των γυναικών από έσχατες, τραγικές στιγμές του 20ου αιώνα που ακούγονται στην παράσταση, κείμενα εμπνευσμένα από πραγματικές καταγραφές πρωτότυπα γραμμένα από τον Γιώργο Στεφανακίδη, ταράζουν με αναφορά σε μνήμες που αλλοιώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο του κόσμου. Μας θυμίζουν ότι το να είσαι κατ’ ουσίαν άνθρωπος δεν είναι ένα απλό βιολογικό φαινόμενο: είναι μια διαρκής επιλογή, ένα επισφαλές ζητούμενο, όχι ένα ασφαλές δεδομένο. Υπάρχει στο κείμενο μια καταλυτική φράση για την ανθρώπινη φύση που σε κάθε παράσταση την ακούω σχεδόν με ευλάβεια: «Η αγάπη σάς διαλέγει πάντα. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Δεν υπάρχουν άλλα υλικά στο σύμπαν».
Ξανά στον τόπο του εγκλήματος, στη θεατρική σκηνή δηλαδή, με μια παράσταση που έχει βραβευτεί. Πώς νιώθετε που μετά από καιρό επανέρχεστε στην ίδια παράσταση;
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Pietà έχει διαγράψει μια ιδιαίτερη πορεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αποσπώντας διακρίσεις και απολαμβάνοντας τη θερμή αποδοχή θεατών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους. Αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που σχεδιάζουμε να ολοκληρωθεί μέσα στο επόμενο διάστημα (Pietà / Verità / Libertà), οπότε το υλικό της συνεχίζει να μας απασχολεί. Επίσης σηματοδότησε την αρχή της συνεργασίας μου με την ομάδα μουσικού θεάτρου Chromatic Sequence και μια ουσιαστική καλλιτεχνική και φιλική σχέση με τον δημιουργό Γιώργο Στεφανακίδη και την ηθοποιό Εβελίνα Αραπίδη. Η παράσταση αυτή λοιπόν έχει για μένα προσωπική αξία που έρχεται να ενισχύσει την αδιαμφισβήτητη, κατά τη γνώμη μου, δυναμική της διάσταση: η Pietà είναι ένας αστερισμός που κάθε νύχτα – σε κάθε παράσταση – μετατοπίζεται αργά πάνω στον ουράνιο θόλο για να φωτίσει μια ακόμη πλευρά του κόσμου: αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση και η ομορφιά μιας παρτιτούρας που είναι ταυτόχρονα συγκεκριμένη και ρευστή: μια ουσιαστική ερμηνευτική ελευθερία, η ερμηνεία ως ένστικτο και όχι ως δεδομένο. Η κάθε επανάληψη ως μοναδικότητα. Σε αυτό συντελεί και η σπάνια επικοινωνία που αναπτύσσεται με την Εβελίνα πάνω στη σκηνή. Χωρίς αυτήν η Pietà θα ήταν για μένα… ανελέητη.
Η υγειονομική κρίση θεωρείτε πως λειτούργησε ως τώρα ως μια πρόκληση ή ως ένα εμπόδιο; Εσείς ονειρεύεστε για νέες δουλειές και συνεργασίες δεδομένων των συνθηκών;
Θα έλεγα ότι η κρίση αυτή λειτούργησε και με τους δύο τρόπους. Από τη μία, οι ακυρώσεις της περιόδου που διανύουμε οπωσδήποτε ανέτρεψαν σχέδια, δημιουργήσαν σοβαρά προβλήματα στο χώρο του θεάματος και είχαν πρακτικό κόστος. Από την άλλη, οι καλλιτέχνες είναι μαθημένοι στην αβεβαιότητα και η δημιουργική τους δουλειά δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη δημόσια παρουσίασή της. Το στοίχημα είναι η επιστροφή στην όποια.. κανονικότητα να αναδείξει ως επιβεβλημένη τη φυσική, ανθρώπινη παρουσία επί σκηνής. Κανένα ψηφιακό σύμπαν δεν μπορεί να υποκαταστήσει το παλλόμενο ανθρώπινο σώμα. Παράλληλα, οι εξελιγμένες πλατφόρμες τηλεκπαίδευσης στη διδασκαλία της μουσικής και του θεάτρου οφείλουν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία, που όσο ανεκτίμητα και αν είναι σε κάποιες περιπτώσεις, δεν μπορούν να ακυρώσουν την ανάγκη της ανθρώπινης εγγύτητας.
Ευχαριστούμε πολύ τη Μάιρα Μηλολιδάκη για το χρόνο της και της ευχόμαστε καλή συνέχεια στο μαγικό ταξίδι του τραγουδιού!
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να δείτε εδώ.