Η Μαρία Παπαφωτίου και ο Σταύρος Λιλικάκης στο deBόp
2018-03-26Η Μαρία Παπαφωτίου και ο Σταύρος Λιλικάκης πρωταγωνιστούν στη Νορβηγία, μια παράσταση που πραγματεύεται ένα ιδιαίτερο θέμα, όπως αυτό της αυτοχειρίας. Οι δύο ηθοποιοί μας μιλάνε για την παράσταση και έχουν πολύ ενδιαφέρον αυτά που ανακαλύψαμε για εκείνους και το διαφορετικό αυτό έργο! Απολαύστε τους.
Μαρία Παπαφωτίου: H Τζούλι είναι ένας αρνητικός ρόλος σε πρώτη ανάγνωση. Ένα κορίτσι άσκεφτο, αφελές, χειριστικό. Στην πορεία του έργου αυτή η εικόνα ανατρέπεται απόλυτα. Βλέπουμε τις μεγάλες αντιθέσεις του χαρακτήρα, τα μεγάλα του εσωτερικά ρήγματα, τη σπασμωδική του ευαισθησία. Κρύβει τη μεγάλη αλήθεια ότι τα φαινόμενα απατούν. Αφήνεται, αποκαλύπτεται και γίνεται ανθρώπινη, ακαταμάχητη. Άθελά της!
Σταύρος Λιλικάκης: O Oγκάστ μου είναι ένα χαομένο και αποπροσανοτολισμένο νιάτο.Είναι ακόμα στην αρχή. Έχει θέαση πολλών περισσότερων από την εφηβεία του, αλλά ακόμα ειναι ημιμαθής. Πιστεύει ότι τίποτα δεν μπορει να τον συγκινήσει,τίποτα δεν μπορεί να τον περιέχει, τιποτα δεν αξίζει. Ζει με τόση αμφισβήτηση, που καταλήγει κοινωνικά απροσάρμοστος. Ένας ξεχασμένος νέος άνθρωπος. Στο έργο τον βλέπουμε από τη στιγμή που επιτέλους συνδέεται με κάποιον έστω κάτω από την αιγίδα της αυτοκτονίας. Σαν την πιο ακραία μορφή διαμαρτυρίας. Οπότε παρά το φόβο του θανάτου που τον κατακλύζει, θα υπερασπιστεί την επιλογή του. Μία από τις λίγες επιλογές της ζωής του.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο έργο με αρκετά δύσκολο θέμα. Πώς μπορεί να διαχειριστεί κανείς την αυτοχειρία;
Μ.Π.: Μπορεί κανείς να χειριστεί τα πάντα κάτω από την ομπρέλα της θεατρικής σύμβασης. Αρκεί η προσπάθεια να έχει αλήθεια και τίμιους όρους. Το συγκεκριμένο θέμα είναι λεπτό και επικίνδυνο στην προσέγγισή του. Δεν ξέρω αν τα καταφέραμε, αλλά σίγουρα προσανατολιστήκαμε στην καθαρότητα, στην ομαδικότητα και στην αγάπη.
Σ.Λ.: Πολλά έργα διαπραγματεύονται τις ακρότατες μορφές της ανθρώπινης διάνοιας και έκφρασης. Το προσεγγίζεις με αγάπη και κατανόηση, χωρίς να το θεωρείς αρρώστια ή τρέλα, αλλά μία φυσιολογική έκφανση του ανθρώπου, μία απόφαση που είναι επακόλουθο των βιωμάτων. Μία πραγματική δήλωση, μία κραυγή απέχθειας. Όλοι είμαστε εν δυνάμει αυτόχειρες.
Πώς δύο νέοι άνθρωποι αποφασίζουν να φτάσουν στον θάνατο;
Μ.Π.: Νομίζω ότι είναι η συνέπεια μίας γενικότερης αντίδρασης, στην πραγματικότητα, που καθορίζεται ερήμην τους. Η ασφυξία και η έλλειψη ποιητικότητας που κάθενας τους αντιλαμβάνεται για διαφορετικούς λόγους, είναι οι κινητήριες δυνάμεις γι' αυτή τους την απόφαση.
Σ.Λ.: Όταν δεν φορούν το σώμα τους, όταν δεν εξυπηρετούν τις βαθιές τους επιθυμίες, όταν δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που οραματίστηκαν για αυτούς, όσο απομακρύνονται από τα όνειρά τους, η οδύνη μεγαλώνει και μία φωνή μέσα τους φωνάζει φτάνει! Η έξοδος είναι λύτρωση.
Πόσο κοντά είναι η θέληση για ζωή στη θέληση για θάνατο;
Μ.Π.: Στην πραγματικότητα, καθόλου κοντά. Κάποιες φορές όμως, μία διαστρεβλωμένη ερμηνεία της ύπαρξης μπορεί να τα κάνει να μοιάζουν. Ο θάνατος είναι ναι μεν ένα μυστήριο, αλλά και η πλέον απόλυτη βεβαιότητα για όλους μας. Η θέληση όμως για θάνατο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Αναγνωρίζω τις βαθιές μελέτες των φιλοσόφων πάνω στο θέμα, αλλά προσωπική μου άποψη είναι πως το φλερτ με την ιδέα της αυτοχειρίας πρέπει να αντιμετωπίζεται ως παθογένεια και το άτομο που πάσχει να περιβάλλεται με αγάπη και ειδική αγωγή.
Σ.Λ.: Νομίζω είναι αντίρροπες, αλλά αν βρισκόμαστε σε κύκλο, τότε μπορεί να είναι πολύ κοντά ίσως και το ίδιο σημείο. Η συνειδητότητα όμως του θανάτου, η αποδοχή της φθαρτής μας φύσης και το ότι ευθύς ως γεννηθούμε, έχουμε το εξιτήριο στην τσέπη, ίσως σπιθίζει και φουντώνει την κάψα για ζωή.
Ποια είναι τα όρια της εικονικής και της πραγματικότητας που βιώνουμε;
Μ.Π.: Δυσδιάκριτα, αν δεν έχεις το νου σου και την καρδιά σου ανοιχτά στην ουσία των πραγμάτων.
Σ.Λ.: Bλέπετε όρια; Εγώ βλέπω ότι είμαστε σε μία μεταβατική περίοδο, που η εικονική πραγματικότητα δεν θα ξεχωρίζει από την πραγματικότητα σε βάθος χρόνου. Θα ζούμε μέσω των μηχανών λέω εγώ προβοκατόρικα.
Σχολιάστε μου τη φράση του Κ. Παλαμά «Πρέπει να πεθάνει κανείς για να ζήσει και πρέπει να φύγει για να αναζητηθεί».
Μ.Π.: Θα έλεγα πως μέσα μου η φράση αυτή λειτουργεί σαν παρότρυνση. Η ζωή δεν θέλει στασιμότητα. Θέλει κινητικότητα. Απαιτεί αλλαγές. Δεν της ταιριάζει η αδράνεια.
Σ.Λ.: Η ετερότητα ως καθρέφτης της ταυτότητας, Αριστοτέλης.
Ο Καμύ στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ο μύθος του Σισύφου» λέει πως «Υπάρχει ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: η αυτοκτονία. Αν κρίνουμε πως η ζωή αξίζει να τη ζει ή να μην τη ζει κανείς, απαντούμε στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα, αν ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις, αν το πνεύμα διαιρείται σε εννιά ή δώδεκα κατηγορίες, έπονται. Είναι παιχνίδια. Πρέπει πρώτα να απαντήσουμε». Τι απαντάει η παράσταση σε αυτό το ερώτημα;
Μ.Π.: Η παράσταση αλλά και ο κάθε ρόλος χωριστά μέσα από τη δική του πορεία απαντούν ξεκάθαρα στο ερώτημα αυτό. Ναι, για εμάς αξίζει πολύ τον κόπο να αφεθείς στο δώρο της ζωής. Να ξυπνάς κάθε πρωί με υγεία, να κοιτάς γύρω σου την υπόλοιπη πλάση και να είσαι χαρούμενος που ζεις. Η φιλοσοφία, δηλαδή τα σκληρά και αναπάντητα για τον ανθρώπινο εγκέφαλο «γιατί», βρίσκονται ριζωμένα μέσα μας. Κάποιες μέρες κοιμούνται, κάποιες μέρες εξαγριώνονται... Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μόνο σκέψη και νόηση. Αυτό είναι ίσως λίγο τρομακτικό, μη οριοθετημένο αλλά ταυτόχρονα ξελαφρωτικό και υπέροχο.
Σ.Λ.: Απαντάει ότι είμαστε ανάξιοι ειδικά στα 20 και στα 25 να γνωρίζουμε πραγματικά την απάντηση στο ερώτημα «Να ζεις ή να μη ζεις». Προσωπικά, στο κεφάλι μου, δεν ευδοκιμεί η ερώτηση, είναι απίθανη η σύμπτωση που ζουμε, ας το ζήσουμε.
Τελικά, πώς μέσα από τη διαπραγμάτευση του θανάτου φτάνουμε να αναζητούμε τη ζωή;
Μ.Π.: Τη ζωή την αναζητούμε καθημερινά έντονα και αδιαπραγμάτευτα μέσα από μία μεγάλη βουτιά στο μόχθο, στη δημιούργια, στη γέννηση. Έτσι νιώθουμε ζωντανοί. Μέσα από το κυνήγι της επάρκειας. Όχι της υλικής. Ο θάνατος, θέλοντας και μη, είναι συνέχεια δίπλα μας. Ας τον αγνοήσουμε!
Σ.Λ.: Νομίζω ότι καταλήγουμε τελικά, πως αυτό που ζούμε είναι μοναδικό, πεπερασμένο και ανεπανάληπτο, τουλάχιστον με τη μορφή που αντιλαμβανόμαστε. Η συνειδητοποίηση ότι δεν ειμαστε αιώνιοι και ότι το πολυτιμότερο που έχουμε είναι ο χρόνος μας, μας παρακινεί να τον αξιοποιήσουμε στο έπακρο.
Ποιο σημείο του έργου θα λέγατε εκτός σκηνής, σε ποιο σημείο της πόλης και γιατί;
Μ.Π.: Το φινάλε. Στον Πειραιά. Και μετά θα έφευγα για Ικαρία..!
Σ.Λ.: «Και τότε καταλαβαίνεις το πόσο ηλίθιος ήσουν και υποκριτής που για να φέρεις πίσω στο μυαλό σου αυτές τις αναμνήσεις, έπρεπε να πεθάνεις» ( ο Ογκάστ γελάει σαρκαστικά). Τα πρωινά που οι περισσότεροι είναι μουντρούχοι πηγαίνοντας στις δουλειές τους σαν η ζωή να είναι βάρος, σίγουρα θα έχουν πολλά όμορφα να θυμηθούν.
Ευχαριστούμε πολύ τη Μαρία και το Σταύρο και ευχόμαστε κάθε τύχη σε ό,τι κάνουν!
Περισσότερες πληροφορίες εδώ