Johny Labelle :: Ένας crooner στους δρόμους της Αθήνας
2021-03-20Είναι αλήθεια ότι η εγχώρια μουσική δισκογραφία μας έχει προσφέρει τα τελευταία χρόνια πλείστα παραδείγματα άρτιων δουλειών, που τα υψηλά τους standards δεν υπολείπονται σε τίποτα από αντίστοιχες του εξωτερικού. Παρ'όλα αυτά, επειδή η μουσική δεν έχει να κάνει μόνο με την παραγωγή ή το "περιτύλιγμα", αλλά κυρίως με την έμπνευση, την ατμόσφαιρα, τον λυρισμό και την πρωτοτυπία, η περίπτωση του αθηναίου Johny Labelle μας κίνησε το ενδιαφέρον για όλους αυτούς τους λόγους.
Ο δεύτερος δίσκος του που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2020 με τίτλο "ΧVIII" έχει κάτι από τις ερμηνείες του Scott Walker, την κινηματογραφικά scores του Angelo Badalamenti και την "σκοτεινιά" των γκρουπς της 4AD, ταυτόχρονα, όμως και τη φρέσκια ματιά ενός νέου δημιουργού που του αρέσει να πειραματίζεται, τόσο μουσικά, όσο και στο πεδίο της εικόνας.
Ο νέος σου δίσκος ( “XVIII” – Inner Ear) περιέχει στοιχεία από διάφορα μουσικά είδη και ηχοχρώματα. Εσύ πως θα παρουσίαζες το στυλ αλλά και το συναίσθημα του δίσκου σε έναν
αμύητο στη μουσική σου ακροατή;
Το “XVIII” είναι ένας δίσκος με σκοτεινό και ατμοσφαιρικό κλίμα. Το ηχόχρωμα του αποτελούν στοιχεία από ambient, ηλεκτρονικής pop και darkwave που καταλήγουν σε μια προσπάθεια επανεφεύρεσης των crooner μπαλάντων του προηγούμενου αιώνα.
Πες μας λίγα λόγια για τη διαδικασία ηχογράφησης αυτού του νέου δίσκου και τη συνεργασία σου με τον παραγωγό Βασίλη Ντοκάκη.
Τα κομμάτια ξεκίνησαν ως ντέμο τα οποία στη συνέχεια δουλέψαμε στο στούντιο με τον Βασίλη Ντοκάκη, άλλοτε αναθεωρώντας τα και προσεγγίζοντάς τα από διαφορετική κατεύθυνση και άλλοτε κρατώντας ως βάση την αρχική τους μορφή και δουλεύοντας επιμέρους τμήματα. Μας ενδιέφερε όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία του να ενταχθούν στο τέλος σε μια εννοιά φόρμα.
Τόσο τα βίντεο όσο και το artwork του δίσκου είναι ιδιαίτερα προσεγμένα. Έχω την εντύπωση ότι εκτός από το καθαρά μουσικό κομμάτι, σε ενδιαφέρει να προτείνεις ένα ενιαίο αισθητικό αποτέλεσμα. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Ισχύει. Με ενδιαφέρει οι εικόνες που συνοδεύουν τη μουσική μου να συνομιλούν με αυτή και να λειτουργούν υποστηρικτικά. Σχεδόν όλα τα βίντεο και το artwork για τη μουσική μου δεν γίνονται κατα παραγγελία αλλά έχουν προταθεί καλλιτέχνες και κινηματογραφιστές με τους οποίους έχω συνεργαστεί.
Ο δίσκος ανοίγει με μια διασκευή στο “Dolphins” του Freid Neil. Ποιοι μουσικοί/ συγκροτήματα έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής σου ταυτότητας, όσο και στον τρόπο που ερμηνεύεις τα τραγούδια σου;
Μου είναι δύσκολο να διυλίσω συγκεκριμένες μουσικές επιρροές. Αισθάνομαι πως οτιδήποτε έχω ακούσει ποτέ έχει επηρεάσει τη μουσική μου ταυτότητα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Προσπαθώ να αποφεύγω την ταύτιση με συγκεκριμένα πρόσωπα και να κρατώ τα στοιχεία που με ενδιαφέρουν από κάθε μουσικό είδος, καθώς η μουσική για μένα είναι ένα ενιαίο πεδίο.
Πώς βιώνεις την κατάσταση της καραντίνας των τελευταίων μηνών, τόσο ως απλός άνθρωπος όσο και ως μουσικός; Επίσης πως βλέπεις το όλο τοπίο που διαμορφώνεται με τις βιντεοσκοπημένες συναυλίες και τα live streams ως υποκατάστατο ζωντανών εμφανίσεων;
Ομολογώ πως η κατάσταση με έχει κουράσει. Βρισκόμαστε εδώ και πέντε μήνες σε καραντίνα. Δεν αμφισβητώ καθόλου την ύπαρξη της πανδημίας και τη σοβαρότητα της κατάστασης, ωστόσο παρακολουθώ μουδιασμένος το πως η πολιτεία το διαχειρίζεται. Όσο για τις συναυλίες μέσω διαδικτύου, απο τη μια είναι μια λύση τόσο για τους μουσικούς, όσο και για τους ακροατές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εύχομαι αυτό να καθιερωθεί. Πιστεύω ότι βασική προϋπόθεση για τη μουσική, αλλά και τις τέχνες γενικότερα, είναι η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση.
Είσαι “παιδί” του κέντρου της Αθήνας. Πόσο και πως σε επηρεάζει η πόλη και το αστικό τοπίο στην καλλιτεχνική σου δημιουργία;
Το τοπίο της Αθήνας με έχει επηρεάσει αρκετά, καθώς είναι μια πόλη που αποτελείται από ετερόκλητα στοιχεία τα οποία όμως συνυπάρχουν μεταξύ τους με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσε να στέκει πουθενα αλλου. Είναι ένας τρόπος καθαρά “Αθηναικός”. Νομίζω ότι αυτός ο παράδοξος τρόπος συσχέτισης ετερόκλητων στοιχείων έχει τελικά αφομοιωθεί και στον τρόπο που γράφω μουσική.
Η ανεξάρτητη μουσική σκηνή στην Ελλάδα μας έχει δώσει διαχρονικά πολύ ωραία πράγματα, τα οποία δύσκολα βέβαια έφταναν σε μεγάλα ακροατήρια. Πώς βλέπεις να διαμορφώνεται η κατάσταση για τους εγχώριους μουσικούς/ μπάντες σήμερα, σε σχέση και με παλιότερες δεκαετίες.
Πιστεύω ότι η ανεξάρτητη σκηνή στην Ελλάδα όσον αφορά στην ποιότητα του υλικού που κυκλοφορεί, έχει εκτοξευτεί την τελευταία δεκαετία και συνεχίζει ακάθεκτα προς μια ανοδική πορεία. Δεν είμαι σε θέση να κάνω κάποια βάσιμη σύγκριση των συνθηκών της εποχής μου με προηγούμενες καθώς πολύ απλά δεν υπάρχει προσωπικό βίωμα. Μπορώ να υποθέσω ότι τα πράγματα είναι καλύτερα εξαιτίας των μέσων που διαθέτουμε, τα οποία εξυπηρετούν τόσο το να φτάσει η μουσική σε περισσότερα αυτιά όσο και το να ηχογραφηθεί και να κυκλοφορήσει ένας δίσκος υπό συνθήκες που είναι ευμενέστερες προς τους μουσικούς. Υπάρχουν βέβαια και το ζήτημα του live stream που αναφέραμε στην προηγούμενη ερώτηση και το βλέπουμε σε αυτή την περίοδο της πανδημίας να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, εκτοπίζοντας την έντυπη μορφή της μουσικής και απεδαφικοποιώντας το μέσο, συσχετίζοντας το περισσότερο με το“content” πάρα με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Τέλος, θα ήθελα, αν είναι εφικτό, να μας αναφέρεις ένα top 5 τραγουδιών που έχουν “λιώσει” τον τελευταίο καιρό στα ακουστικά ή στα ηχεία σου.
Mechanimal – Κοιτάζω τις Σκιές στους Τοίχους
Gonjasufi - Kowboyz&Indians
Mano Negra - Don’t Want You No More
Bjork - Pluto
Matt Eliott - Something About Ghosts