Λίνα Πάτσιου και Νίκος Κουκάς μιλάνε για τα «Λεμόνια» του Σαμ Στάινερ
2024-03-21Το deΒop.gr μίλησε με τους πρωταγωνιστές του θεατρικού έργου του Σαμ Στάινερ «Λεμόνια, Λεμόνια, Λεμόνια» που παίζεται στο Θέατρο 104 για τον έρωτα στα χρόνια της ψηφιακής δυασύνδεσης και της δυστοπίας του νομοθετικού αυταρχισμού.
Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με το έργο του Στάινερ;
Νίκος Κουκάς: Η συνεργασία με τη Λίνα σε πρώτο επίπεδο. Είχαμε συναντηθεί σε ένα σεμινάριο στη Θεσσαλονίκη και συνειδητοποιήσαμε ότι έχουμε πολλά κοινά, μας ένωσε μια κοινή αντίληψη για τα πράγματα. Όταν ύστερα μου πρότεινε το έργο με κέντρισε ιδιαίτερα το θέμα του, μου άρεσε πάρα πολύ η σχέση των δύο ανθρώπων σε αυτό και το πως διατυπώνεται μέσα στον κόσμο που δημιουργείται στη σκηνή. Το βρήκα επίκαιρο και πολύ αληθινό, κάθε σκηνή κάνει μια προβολή στη ζωή όλων μας θεωρώ.
Λίνα Πάτσιου: Η ιδέα ξεκίνησε εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού. Ήρθα σε επαφή με το έργο στο πλαίσιο μιας ακρόασης για ένα μεταπτυχιακό στο Λονδίνο εκείνη την περίοδο και μου άρεσε πολύ ο σύγχρονος λόγος του, δεν υπάρχει το λυρικό κομμάτι που συναντάμε στα κλασικά κείμενα, ήταν κάτι εντελώς φρέσκο και διαφορετικό. Μπήκα στη διαδικασία να το ψάξω και μου άρεσε πολύ το κομμάτι της συνύπαρξης μιας ερωτικής σχέσης με το πολύ πραγματικό εμπόδιο του περιορισμού των 140 λέξεων, με τον περιβάλλοντα αυταρχισμό. Και είναι κάτι που με ιντριγκάρει πως μια ερωτική σχέση σαν αυτή των πρωταγωνιστών «κολλάει» σε ένα πολιτικό φόντο. Το κείμενο δεν είναι μανισφέστο, την ίδια στιγμή όμως βάζει το ερωτικό στο κάδρο της πολιτικής συνθήκης.
Ποιο ήταν το πιο δύσβατο σκέλος του έργου για καθέναν από εσάς;
Λ.Π.:Με δυσκόλεψε η ροή του έργου, μετά από μια συγκεκριμένη σκηνή ποια σκηνή ακολουθεί. Κι αυτό γιατί αν και υπάρχει αρχή, μέση και τέλος έχει κάθε σκηνή μια αυτονομία, στέκεται από μόνη της και αυτό μπορεί να σε μπερδέψει, ειδικά στην αρχή της επαφής με το κείμενο. Τώρα πια βέβαια οι κινήσεις είναι αυτοματοποιημένες, δεν μας πετάει έξω κανενός είδους μετάβαση.
Ν.Κ:Το process των σκηνών είναι μικρό, υπάρχουν πολύ γρήγορες εναλλαγές και εκεί που φτάνεις σε μια συγκεκριμένη θερμοκρασία και έχεις χτίσει κάτι αυτό αλλάζει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Επομένως το πως βγαίνεις από μια σκηνή και μπαίνεις στην επόμενη , που αντιπροσωπεύει μια διαφορετική μέρα και συνθήκη είναι μια δυνατή πρόκληση.
Πρόκειται για ένα έργο με μεγάλη ταχύτητα. Η αντίδραση του κόσμου σε αυτή τη διαρκή κίνηση επηρεάζει και σε τι βαθμό τη σκηνική παρουσία σας;
Ν.Κ: Παίζει μεγάλο ρόλο η σύνδεση με το κοινό. Όταν γελάει ο κόσμος αυτό επιστρέφεται, περνάμε κι εμείς καλύτερα στη σκηνή. Προς το παρόν υπάρχει μια πολύ καλή χημεία, οι θεατές τις περισσότερες φορές μας ανατροφοδοτούν με ενέργεια.
Λ.Π.: Υπάρχουν μεταβάσεις και flash-back στο έργο και υπήρχε η ανησυχία ότι μεγάλο μέρος του κοινού θα δυσκολευτεί να παρακολουθήσει τις σκηνικές εξελίξεις. Όμως παρατηρήσαμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία, ακόμη και μεγαλύτερες ηλικίες και περνάνε καλά και δεν μπερδεύονται με τη ροή της πλοκής. Και είναι και σε εμάς πιο καθαρό σε σχέση με την πρώτη χρονιά ότι επικοινωνείται αυτό που θέλουμε. Από εκεί και πέρα όταν παίζεις επί μακρόν υπάρχει ενδεχομένως ένα κομμάτι του κοινού που δεν ταυτίστηκε και αυτό μας επηρεάζει όταν πρόκειται για έναν μικρό χώρο, που νιώθεις την ανάσα του άλλου.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας καλλιτεχνικά;
Λ.Π.:Αμέσως μετά το Πάσχα πρόκειται να συμμετάσχω μαζί με τον Νίκο και τους συναδέλφους Γιάννης Κόραβο και Παναγιώτα Παπαδοπούλου σε μια θεατρική παράσταση στο θέατρο «Φούρνος», με αντικείμενο τις πολλαπλές εκδοχές του μύθου της Ορφέας και της Ευρυδίκης και με τίτλο «Παλινωδία». Είναι μια σύνθεση πραγμάτων που γράφτηκαν για τον συγκεκριμένο μύθο ανά τους αιώνες άμεσα ή έμμεσα. Η ιδέα ανήκει σκηνοθετικά και δραματουργικά ανήκει στη Βαρβάρα Νταλιάνη και προέκυψε από τις πολλαπλές διαστάσεις που έχει ο μύθος και πόσο αυτός μπορεί να είναι επίκαιρος με διαφορετικό τρόπο σε κάθε εποχή.
Επίσης σκηνοθετώ ένα ντοκιμαντέρ σε σενάριο Ζέτης Φίτσιου και διεύθυνση φωτογραφίας Διονύση Κούτση. Αφορά το Πήλιο και ιστορίες ανθρώπων που έζησαν μεταξύ ΄30 και ’50 και τι μένει σαν μνήμη από τα σπίτια τους, που σήμερα είναι μισογκρεμισμένα και εγκαταλελειμμένα. Η ιδέα ξεκίνησε από την ιστορική έρευνα του δάσκαλου Γιάννη Κονιόρδου, που ζει στην περιοχή και του οποίου το πάθος για την καταγραφή των ιστοριών των ανθρώπων του τόπου του, τροφοδότησε μια κουβέντα που οδήγησε στο ντοκιμαντέρ.
Ν.Κ.: Εκτός από τη συμμετοχή μου στην «Παλινωδία» θα συμμετάσχω στα γυρίσματα της βιογραφίας του Καποδίστρια σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σμαραγδή. Συμμετέχω επίσης στην ταινία «Άκουσε με» σε σκηνοθεσία Μαρίας Ντούζα, η οποία παίζεται αυτή την περίοδο στα σινεμά και πάει πολύ καλά στο εξωτερικό, πήρε διανομή στη Βρετανία και στη Λατινική Αμερική.