Συζητώντας με τη συναρπαστική Μάρω Δούκα λίγο μετά το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων
2020-07-26Η Μάρω Δούκα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, ενώ πριν λίγο καιρό της απονεμήθηκε το "Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων" για τη συνολική της προσφορά.
Έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Κρήτη και στη συνέχεια ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Ιστορία. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1974 με τις νουβέλες «η Πηγάδα» και «Κάτι άνθρωποι». Έκτοτε έχει εκδώσει μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, δοκίμια. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει λάβει σημαντικές διακρίσεις. Σημαντικοί της τίτλοι αποτελούν οι «Η Αρχαία Σκουριά» (1979), «Η Πλωτή Πόλη» (1983), «Οι λεύκες ασάλευτες» (1987), «Ένας σκούφος από πορφύρα» (1995), «Ουράνια μηχανική» (1999), «Αθώοι και φταίχτες» (2004), «Τα μαύρα λουστρίνια» (2005), «Έλα να πούμε ψέματα» (2014), «Τίποτα δεν χαρίζεται» (2016), ενώ τελευταίο της έργο είναι το «Πύλη εισόδου» (2019).
Αφού ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή μας, είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη λογοτεχνία ασφαλώς, τα best sellers, τα βραβεία, τα social media, αλλά και για κάποιες δικές της στιγμές, την επικαιρότητα. Νιώθουμε ιδιαίτερη χαρά και την ευχαριστούμε θερμά για την ξεχωριστή τιμή.
Δε γίνεται παρά να ξεκινήσουμε με τη νέα πραγματικότητα. Ποια ήταν η επιρροή του lockdown σε σας, ως δημιουργό αλλά και γενικότερα;
Άλλο να μένεις στο σπίτι λόγω δουλειάς κι επειδή δεν αντέχεις το πολύ έξω και άλλο το «μέσα» να σου επιβάλλεται, επειδή κινδυνεύει η υγεία σου, επειδή οφείλεις να προστατεύσεις τους δικούς σου και τους άλλους ή επειδή ανήκεις σε ομάδα υψηλού κινδύνου! Δεν μπορώ να πω ότι τον πρώτο καιρό δεν ήμουν εκνευρισμένη και κάπως φοβισμένη. Έπειτα συνήθισα. Κι αυτό πιστεύω είναι το σωτήριο στον άνθρωπο: η ικανότητά του να συνηθίζει και να προσαρμόζεται. Ως συγγραφέας, τι να πω; Θα επαναλάβω τις γνωστές αμπελοφιλοσοφίες: Αναρωτήθηκα, διάβασα, είδα ταινίες, χάζεψα… όσα έκανα δηλαδή και πριν από τον Covid…
Σας φοβίζει το μέλλον στη -μετά- Covid εποχή;
Όταν είσαι στα 73 σου χρόνια δεν σε φοβίζει τόσο το μέλλον, όσο σε προβληματίζει, σε θλίβει, σε ανησυχεί η επερχόμενη βιολογική ανημπόρια σου. Πέρα απ’ αυτό όμως το άκρως προσωπικό συναίσθημα, αίσθησή μου είναι, και όχι χωρίς αγωνία, ότι στη μετά-Covid εποχή θα συντελεστεί αθόρυβα, όπως συνήθως συμβαίνει με όλες τις αλλαγές, το ουσιαστικό πέρασμά μας από τον αιματοβαμμένο αλλά και ελπιδοφόρο εικοστό αιώνα στο θελκτικό σύμπαν του ψηφιακού ολοκληρωτισμού που έχει ήδη αρχίσει να εναγκαλίζει φαρμακερά τον εικοστό πρώτο της μιας άποψης…
Πού θα τοποθετούσατε ιεραρχικά τη συγγραφή στη ζωή σας;
Η συγγραφή άρχισε από τα νεανικά μου χρόνια και όσο περνούσε ο καιρός γινόταν τρόπος ζωής. Είτε έγραφα, είτε δεν έγραφα, ζούσα πάντα με την ιδέα του βιβλίου που θα αξιωνόμουν να γράψω. Σκεφτόμουν, έψαχνα, αναζητούσα, φανταζόμουν, από το βιώνω στο θυμάμαι και στο επινοώ, διαρκώς πάνω κάτω στη ρηματική μου κλίμακα… Επομένως, αν και πάντα πρώτη έγνοια μου ήταν η οικογένειά μου και οι άνθρωποι γύρω μου, ιεραρχικά, αυτό που με όριζε και με καθοδηγούσε ήταν το γράψιμο.
Θεωρείτε ότι η συγγραφή είναι έμφυτο ταλέντο, κάτι που “μαθαίνεται”, βλέπουμε λόγου χάρη σήμερα να οργανώνονται σεμινάρια δημιουργικής γραφής σχεδόν από παντού.
Σίγουρα κάποια προδιάθεση θα πρέπει να υπάρχει, κάποια βαθύτερη ανάγκη, κάτι σαν πείσμα, σαν επιμονή να πεις κι εσύ με τα δικά σου λόγια μιαν ιστορία, να μιμηθείς τους συγγραφείς που αγάπησες. Δεν είμαι σίγουρη αν όλο αυτό είναι έμφυτο ταλέντο ή αν είναι κάτι που μαθαίνεται. Όταν με χαρακτήρισαν κάποτε «αυτοδίδακτη» συγγραφέα απόρησα. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να υπάρξει ένας συγγραφέας; Αν δεν μάθει από μόνος του; Αν δεν αναζητήσει; Αν δεν περιπλανηθεί; Δεν «ακυρώνω» πάντως τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, θα τα μετονόμαζα απλώς σε σεμινάρια δημιουργικής ανάγνωσης. Διότι αυτό είναι το ζητούμενο: η ανάγνωση. Από την ανάγνωση ξεκινούν όλα. Μαθαίνεις να παρατηρείς, να προσέχεις, να μαντεύεις…να σκέπτεσαι και να ξανασκέπτεσαι, να ανακαλύπτεις με τον τρόπο σου την τεχνική, τον τρόπο του συγγραφέα. Τη σύνδεση της μορφής με το περιεχόμενο…
Προεκτείνοντας την προηγούμενη ερώτηση, πιστεύετε ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την παραλογοτεχνία; Υπάρχουν κάποια κριτήρια που τοποθετούν ένα έργο στον έναν ή τον άλλο χώρο;
Τα κριτήρια, αν και σχετικά, αν και υποκειμενικά, πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν, έστω και αν επικρατεί στις ημέρες μας η τάση όλα να «αλέθονται» στους πάγκους των βιβλιοπωλείων και στις λογής λίστες. Μας αρέσει ή όχι, πέρα από τα αναγνωστικά γούστα του καθενός μας, αδιαμφισβήτητη προϋπόθεση για τη λογοτεχνία είναι η γλώσσα που καλείται να υπηρετήσει το όποιο θέμα μας, είναι το ίδιο το θέμα μας καθώς αναζητάει τη μορφή του, τους τρόπους και τις τεχνικές αφήγησης…
Ποιο ήταν το έναυσμα που σας ώθησε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με τη λογοτεχνία;
Ποτέ δεν αποφάσισα να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη λογοτεχνία. Αποφάσισα μόνο, ενθαρρυμένη από τον Στρατή Τσίρκα και τον Γιάννη Ρίτσο, που διάβασαν τα πρώτα μου κείμενα, να προσπαθήσω. Και η αυτή προσπάθειά μου είχε να κάνει με την ανάγκη μου να υπάρξω, όπως ανέφερα και πριν, μέσα από το γράψιμο…Ο όποιος επαγγελματισμός, με την έννοια της συνέπειας, ήρθε πολύ αργότερα, παραμένοντας όμως πάντα με τον ενθουσιασμό και το πάθος του ερασιτέχνη.
Πολλά από τα έργα σας βρίσκονται σε απευθείας σύνδεση με την ιστορική μνήμη, κάποια μάλιστα εστιάζουν και στην αυτοβιογραφική, είναι μια δική σας ανάγκη, κάτι που το επιδιώκετε εξαρχής ή προκύπτει κατά τη διαδικασία της συγγραφής;
Μάλλον προκύπτει κατά τη διαδικασία της συγγραφής. Δεν είναι όμως και απολύτως ξεκάθαρο. Θα έλεγα ότι εξαρχής επιλέγω το θέμα μου. Και όσο προχωρώ στην επεξεργασία του, το ίδιο το θέμα, οι ανάγκες του με καθορίζουν. Το γιατί επιλέγω το ένα ή το άλλο θέμα, έχει να κάνει, πιστεύω, με τις καταβολές, με το μνημονικό και βιωματικό φορτίο μου, με τα αποθέματα της φαντασίας, την ιδιοσυγκρασία μου, τις βασικές επιλογές μου, την ανάγκη να συνομιλήσω με την ιστορία και τις σκοτεινιές της, να «συναναστραφώ» το σήμερα σε σχέση με το παρελθόν που το ορίζει και με τη δυναμική του προς το μέλλον….
Από πού προκύπτει η έμπνευση των ηρώων σας;
Να πω πρώτα ότι οι ήρωές μου αρχίζουν σιγά σιγά να ζωντανεύουν μέσα μου… Ποτέ δεν ξεκίνησα να γράψω χωρίς να υπάρχει το θέμα που θα κληθούν οι ήρωές μου, ως χαρακτήρες, να υπηρετήσουν. Και το θαυμαστό είναι ότι πολύ γρήγορα, μέσα από αυτοφυείς και αυτόματους μηχανισμούς της συγγραφής, αναλαμβάνουν οι υπηρέτες-ήρωες, σαν «αφέντες», την εξέλιξη της πλοκής, τη διαχείριση της μυθοπλασίας.
Σε ένα από τα πιο γνωστά σας έργα, το «Ένας σκούφος από πορφύρα», μεταφερόμαστε στην εποχή του Βυζαντίου. Όπως σημειώνεται πρόκειται για ένα βιβλίο που αναφέρεται σε “ανθρώπους και γεγονότα, δάκρυα και καημούς, ελπίδες και οράματα που έσβησαν, χαρές που εξανεμίστηκαν, μικρότητες και πάθη”, συλλογισμοί που αποδεικνύονται άκρως επίκαιροι ένεκα της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Θα θέλατε να κάνετε ένα σχόλιο για αυτό το γεγονός;
Το έχω πει πολλές φορές, θα το επαναλάβω. Με το βλέμμα μετωπικά πάντα στο παρόν, αλλά και με τον Θουκυδίδη επίμονο απέναντί μου, εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή, εν μέρει και την ώρα να περάσω είχα βρεθεί εκεί γύρω στο 1990, εντελώς τυχαία, αλλά όχι αναίτια, να αναζητώ σε βυζαντινούς χρονογράφους όλα τα σχετικά με τη δυναστεία των Κομνηνών, την τελευταία αναλαμπή του Βυζαντίου. Ιδού, σκεφτόμουν, οι απαρχές της οικονομικής εξάρτησης της Ανατολής από τη Δύση. Η παραχώρηση των λιμανιών της αυτοκρατορίας στους Βενετούς. Ιδού, οι Νορμανδοί. Ιδού οι σταυροφόροι ελευθερωτές-σφαγείς-καταπατητές. Νά και οι Σελτζούκοι! Νά και ο διχασμός ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς. Ο φανατισμός, η διαφθορά, η ευτέλεια. Οι αποστάτες. Οι αιρετικοί. Οι ψεύτες, οι κλέφτες, οι απατεώνες. Μακρύς και επώδυνος ο δρόμος ως την πρώτη άλωση της Πόλης το 1204 από τους Φράγκους. Και θα αρχίσει έκτοτε η κατρακύλα. Η άλωση του 1453 ήταν προδιαγεγραμμένη… Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε; 567; Για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί τώρα τι να πω; Ότι λυπήθηκα πολύ; Λυπήθηκα. Δεν μπορώ όμως να δω την Παναγία να κλαίει, ακριβώς επειδή την έχω φανταστεί να κλαίει και να κλαίει εδώ και εκατοντάδες χρόνια, πικραμένη πιο πολύ από τα καμώματα των χριστιανών. Και για να καταλήγω. Για μένα η Αγιά Σοφιά είναι ένα μνημειώδες, μοναδικό, εμπνευσμένο αρχιτεκτόνημα, παγκόσμια κληρονομιά, κι έτσι ως δημιούργημα του Ανθέμιου από τις Τράλλεις και του Ισίδωρου από τη Μίλητο και με απόφαση του Βαλκάνιου αυτοκράτορα Ιουστινιανού οφείλει η ανθρωπότητα να τη σεβαστεί και να τη διαφυλάξει.
Kάθε δημιουργός θεωρεί όλα του τα επιτεύγματα "παιδιά" του. Εσείς από το σύνολο των βιβλίων σας υπάρχει κάποιο που ξεχωρίζετε;
Σίγουρα ξεχωρίζω την τριλογία στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας («Αθώοι και φταίχτες» 2004, «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» 2010, «Έλα να πούμε ψέματα» 2014). Είναι δουλειά, πώς να το πω; Ωριμότητας; Κινητήρια ιδέα μου ήταν να αναδείξω τη γενέτειρά μου τα Χανιά ως πάσχουσα συλλογική περσόνα στο πέρασμα των αιώνων. Επικεντρώνοντας στις αποσιωπημένες, στις συσκοτισμένες, αμφιλεγόμενες πτυχές της ιστορίας πάντα σε διαρκή σχέση με το σήμερα. Ξεχωρίζω όμως, σχεδόν με στοργή, και τη νουβέλα «Πού ‘ναι τα φτερά;» (1975). Είναι το δεύτερο στη σειρά βιβλίο μου, μετά την «Πηγάδα» (1974). Μέσα από τη ματιά μιας δεκάχρονης και τις περιπλανήσεις της σε μια επαρχιακή πόλη που δεν κατονομάζεται, αλλά πρόκειται για τα Χανιά, αποτυπώνεται η κοινωνία και η ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’50.
Τα βιβλία σας εντάσσονται στα best sellers. Οι κριτικές και οι πωλήσεις είναι ζητήματα που σας απασχολούν;
Να πω ότι δεν με απασχολούν, θα είναι ψέμα. Αλλά και ποτέ δεν έγραψα ούτε μια γραμμή έχοντας στη σκέψη μου τις πωλήσεις και τις κριτικές. Πάντα έλεγα ότι και ένας μόνο επί της ουσίας αναγνώστης αρκεί για να με δικαιώσει…
Ποιο κατά την γνώμη σας είναι εκείνο το στοιχείο που κάνει το αναγνωστικό κοινό όχι μόνο να σας εντάσσει στις προτιμήσεις του αλλά και να σας ξεχωρίζει; Η σχέση αυτή με το κοινό έχει διαφοροποιηθεί μέσα στα χρόνια;
Όπως καταλαβαίνετε δεν είμαι σε θέση να απαντήσω με σαφήνεια σ’ αυτή την ερώτηση. Να πω ότι είμαι γέννημα και θρέμμα της εποχής; Ότι εδώ και χρόνια είμαι συνεπής στις βασικές επιλογές μου; Να πω ότι δεν αναπαύομαι ούτε επαναπαύομαι στα κεκτημένα, ότι πάντα αναζητώ, πάντα αγωνιώ, πάντα ψάχνω; Από βιβλίο σε βιβλίο και από θέμα σε θέμα…πάντα αλλιώς αλλά και πάντα με τις αποσκευές της νεότητάς μου. Σίγουρα μέσα από τα χρόνια έχει εδραιωθεί με τους πρώτους αναγνώστες μου μια οικειότητα, για μένα τουλάχιστον είναι ανεκτίμητο να αισθάνομαι ότι μεγαλώνω παρέα με αναγνώστες που εξαρχής με τίμησαν…
Θυμάστε κάποια ιδιαίτερη στιγμή κατά τη συγγραφική σας πορεία;
Πολλές είναι οι στιγμές που θυμάμαι… Καθεμιά με το δικό της εκτόπισμα. Τη δική της συγκίνηση. Να πω μόνο ότι θυμάμαι πάντα με ευγνωμοσύνη τις συμβουλές του Ρίτσου και του Τσίρκα στα πρώτα μου συγγραφικά βήματα…
Αρκετές θεατρικές παραστάσεις που ανεβαίνουν τα τελευταία χρόνια διασκευάζουν λογοτεχνικά έργα. Θεωρείτε “ασφαλή” βάση μια τέτοια επιλογή; Είναι κάτι που θα βλέπατε με ενδιαφέρον και για δικό σας κείμενο;
Άλλος ο θεατρικός λόγος, πιστεύω, και άλλος ο μυθιστορηματικός. Ο θεατρικός λόγος έχει τη δική του πολυεπίπεδη, υπαινικτική αλλά και άμεση προφορικότητα, έχει δράση, σύγκρουση… Ο μυθιστορηματικός λόγος υποστηρίζεται κυρίως από τη σκέψη και το συναίσθημα των ηρώων-χαρακτήρων που άλλα σκέφτονται, συνήθως, και άλλα λένε, άλλα αισθάνονται και άλλα πράττουν… Για μένα, για τα δικά μου κείμενα, επειδή «ακουμπούν» πολύ στη γλώσσα, με τρομάζει η όποια διασκευή… Μια φορά μόνο, το 2000 και επί τούτου, είχα γράψει έναν μονόλογο, το «Σας αρέσει ο Μπραμς;» με θέμα το τράφικινγκ - και τον είχα γράψει ειδικά για τη φίλη μου Κάτια Γέρου.
Παίρνοντας ως αφορμή τον τελευταίο, πολύ πρόσφατο τίτλο σας, («Πύλη Εισόδου», Πατάκης 2019), όπου το πλαίσιο δράσης αφορά συν τοις άλλοις το αχανές του κυβερνοχώρου, πιστεύετε ότι η λογοτεχνία στην εποχή του διαδικτύου βρίσκεται σε έναν αγώνα επιβίωσης ή μπορεί να ταιριάξει μαζί του, λόγου χάρη με τα social media;
Το έχω πει πολλές φορές, στο τελευταίο μου μυθιστόρημα «Πύλη εισόδου» οδηγήθηκα στο «αχανές του κυβερνοχώρου» επειδή το ίδιο το θέμα (μια γυναίκα που μονολογεί απελευθερωμένη, μέσα από επινοημένες περσόνες) είχε ανάγκη ως μέσον και όχημα αφήγησης το facebook… Καθώς από ανάρτηση σε ανάρτηση ανασύρει στην επιφάνεια τα λησμονημένα και τα κρυμμένα και δίνει άλλο νόημα εν τέλει, λυτρωτικό, στη ζωή της αλλά και στην εποχή της. Κατά τα άλλα δεν θα έλεγα ότι η λογοτεχνία βρίσκεται σε αγώνα επιβίωσης με τα social media. Η λογοτεχνία ανέκαθεν, από εποχή σε εποχή, αναζητούσε πάντα τους τρόπους της, ικανή να τολμήσει, να αποδεχτεί το νέο, το άλλο, το διαφορετικό, προκειμένου να το αξιοποιήσει, ή και να το υποτάξει, στην ανάγκη της να αφηγηθεί μιαν ιστορία με τους δικούς της όρους.
Τι σημαίνει για σας το ύψιστο κρατικό βραβείο λογοτεχνίας (Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων) που σας απονεμήθηκε πρόσφατα; Θα μπορούσε να ταυτιστεί με το επιστέγασμα μιας πορείας στον χώρο ή με την “ενθάρρυνση” για περαιτέρω δημιουργία;
Σίγουρα το θεωρώ μεγάλη, ξεχωριστή τιμή. Ούτε επιστέγασμα όμως ούτε και ενθάρρυνση. Έπειτα από σαράντα πέντε χρόνια και δέκα επτά βιβλία, γράφοντας πάντα από δική μου ανάγκη και με τους δικούς μου όρους, έχω εκπαιδευτεί να μην περιμένω ποτέ και από κανέναν τίποτα. Έτσι, αυτό που πραγματικά με συγκίνησε τώρα είναι η αποδοχή του κόσμου, η θετική ενέργεια αναγνωστών και μη, που έφτασε σ’ εμένα ως σημάδι ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν άφησα πίσω του τοξικά…
Γενικότερα θεωρείτε τις βραβεύσεις στον χώρο των γραμμάτων χρήσιμες;
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα βραβεία στον χώρο των γραμμάτων δρουν ευεργετικά, αρκεί να μην είναι αυτοσκοπός από μεριάς του βραβευόμενου και με την απαραίτητη προϋπόθεση οι βραβεύοντες να είναι σε θέση να υποστηρίζουν εποικοδομητικά και με σαφήνεια την ουσία και την αποτελεσματικότητα του βραβείου που απονέμουν…
Στους φιλολογικούς κύκλους, με αφορμή μάλιστα τις τελευταίες διακρίσεις βάσει των Κρατικών Βραβείων, έχει ξεκινήσει μια έντονη συζήτηση για ζητήματα λογοκλοπής στον χώρο της λογοτεχνίας. Επιθυμείτε να κάνετε ένα σύντομο σχόλιο, κυρίως για την “παρουσία” ή μη της έννοιας στον χώρο;
Θα ήθελα πρωτίστως να επαναλάβω το πασίγνωστο ότι παρθενογένεση σε όλες τις μορφές της τέχνης δεν υπάρχει. Ο ένας παραλαμβάνει από τον άλλο τη σκυτάλη κι έτσι προχωράμε από αιώνα σε αιώνα, από δεκαετία σε δεκαετία. Αμφισβητώντας, αναζητώντας, υιοθετώντας, αντιγράφοντας, επαναλαμβάνοντας, παραθέτοντας, εξηγώντας, επεξηγώντας… Και αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το μεγάλο, το θαυμαστό στην τέχνη, ότι όλοι, ερήμην μας, πάνω και πέρα από τις όποιες προθέσεις μας, γινόμαστε κιβωτοί σκέψεων, λόγων, στίχων, φράσεων, συναισθημάτων. Και να σας πω, η παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας θα μπορούσε να είναι και μια παγκόσμια ιστορία λογοκλοπής…πέρα από σκοπιμότητες και μικροψυχίες. Το θέμα για μένα είναι μπορείς «κλέβοντας» τη σκέψη του άλλου να την πας παραπέρα;
Ποιο βιβλίο άλλου λογοτέχνη θα θέλατε να είχατε γράψει;
Πολλά, πάρα πολλά άλλων λογοτεχνών βιβλία θα ήθελα να έχω γράψει. Αλλά τελικά γράφω όπως μπορώ μόνο αυτά που δικαιούμαι, αυτά που μου αναλογούν…
Ποια είναι τα λογοτεχνικά ή και ευρύτερα σχέδια σας για το μέλλον;
Να γράψω ίσως ένα μυθιστόρημα ακόμη… Αλλά κυρίως θα ευχόμουν να γυρίσω πίσω και να ξαναγράψω με την ωριμότητα και τη συγγραφική εμπειρία του σήμερα το «Κάτι άνθρωποι» ένα μεγάλο διήγημα (νουβέλα;) για τη δύσκολη ζωή στα χρόνια της γιαγιάς μου σ’ ένα μικρό χωριό στη δυτική Κρήτη.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο θεωρείτε ότι είναι σήμερα να ασχολείται κανείς με τη συγγραφή; Τι θα συμβουλεύατε κάποιον που θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή;
Το να ασχοληθεί κανείς επαγγελματικά με τη συγγραφή σε μια γλώσσα που μιλιέται από λίγα εκατομμύρια και σε μια κοινωνία που δεν φημίζεται για την αναγνωστική της επιμέλεια, μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο, εξωπραγματικό. Ακόμη και αν είναι αποφασισμένος να γράφει κάθε δυο χρόνια ένα βιβλίο, αν σέβεται τον εαυτό του και την τέχνη της συγγραφής, θα πρέπει να έχει βρει άλλον τρόπο βιοπορισμού. Αυτό που λέω στους μαθητές στα σχολεία που πηγαίνω, όταν με ρωτούν πότε και πώς γίνεται κανείς συγγραφέας και πόσα χρήματα κερδίζει, είναι ότι τότε μόνο γίνεσαι συγγραφέας, όταν δεν μπορείς να ζήσεις αλλιώς παρά μόνο γράφοντας. Η επαγγελματική σχέση με την έννοια της συνέπειας και της ευθύνης έρχεται με τα χρόνια από μόνη της. Και μόνο τότε σου δίνει αληθινή χαρά, όταν γράφεις χωρίς να αποβλέπεις στο οικονομικό όφελος, όταν αυτό το όφελος έρχεται όταν εσύ δεν το περιμένεις ως ανταμοιβή της αφοσίωσής σου στο γράψιμο.