Ο Αχιλλέας ΙΙΙ των Bog art στο deBόp, λίγο μετά την κυκλοφορία του Thornbush
2020-10-26Οι Βοg art είναι ένα συγκρότημα που κινείται στα όρια της ροκ μουσικής με την πολύ ευρεία έννοια του όρου, επιρροές από blues, jazz και άλλα μουσικά είδη, σε μια διαρκή προσπάθεια πειραματισμού και εξέλιξης. Μετρούν ήδη σχεδόν δύο δεκαετίες ζωής και πρόσφατα κυκλοφόρησαν το τρίτο τους album με τίτλο “Thornbush” σε παραγωγή του γνωστού μας Lolek.
To deΒόp.gr μίλησε με τον μπασίστα, τραγουδιστή και στιχουργό του group Αχιλλέα (aka Aχιλλέα ΙΙΙ) για τον νέο δίσκο, αλλά και γενικότερα την πορεία των Bog art μέσα στα χρόνια.
Kατ'αρχήν και σαν μια μίνι αυτό - παρουσίαση, θα θέλαμε να μας πείτε δυο λόγια για το πως δημιουργήθηκαν οι Bog art πίσω στις αρχές των ΄00s.
Οι Bog art δημιουργήθηκαν όταν συναντηθήκαμε με τον Ντίνο Νικολάου και τον Μάριο Γαμπιεράκη και συνειδητοποιήσαμε ότι μοιραζόμασταν την ίδια έντονη ανάγκη να φτιάξουμε τη δική μας μουσική και, μέσα από αυτή να εκφραστούμε δημιουργικά ως σύνολο, με τρόπους που θα ήταν αδύνατο να πετύχουμε ως μεμονωμένα άτομα. Από τεχνικής απόψεως, λοιπόν, ας πούμε ότι οι Bog art δημιουργήθηκαν το 2003 σε ένα προβάδικο στους Άγιους Ανάργυρους, ακριβώς τη στιγμή που ο Μάριος –μετά από το πρώτο μας τζαμάρισμα και αφού ενημερώθηκε ότι δεν είχε μόλις παίξει τύμπανα σε κάποια διασκευή, αλλά στο πρώτο κομμάτι που είχαμε γράψει ο Ντίνος και εγώ μερικές ημέρες νωρίτερα– άφησε τις μπαγκέτες του κάτω, φωτίστηκε ολόκληρος, χαμογέλασε και αναφώνησε με ενθουσιασμό «Σοβαρά, δηλαδή μπορώ να παίζω ότι θέλω;». Ήταν παράξενες εκείνες οι πρώτες ημέρες. Όμορφα παράξενες. Κάναμε πρόβες σε ένα κοντέινερ από αυτά που είχε χορηγήσει ο δήμος Λιοσίων στους σεισμοπαθείς, το οποίο είχε μετατραπεί από έναν φίλο των παιδιών σε home studio. Ο Ντίνος (ο οποίος αποχώρησε το 2007) έπαιζε κιθάρα χρησιμοποιώντας μερικές φορές ένα μιξεράκι του φραπέ για να σπέρνει το χάος, εγώ έπαιζα μπάσο και τραγουδούσα τους στίχους μου σαν κάποιον που ενώ είχε γεννηθεί στη φυλακή είχε μόλις αποκτήσει την ελευθερία του, ενώ ο Μάριος, αλληλεπιδρώντας με εκπληκτική ταχύτητα σε ό,τι ακουγόταν, συνέδεε τα πάντα ρυθμικά και έδινε υπόσταση στα κομμάτια. Από τότε, δεκαεπτά χρόνια αργότερα, έχουν αλλάξει πολλά, ιδιαίτερα έπειτα από την προσχώρηση στο σχήμα, το 2008, του κιθαρίστα Παναγιώτη Τρικάτσουλα αλλά και του επίσης κιθαρίστα Θέμη Βασιλείου το 2016.
Προσωπικά, και αυτό το γράφω ως κομπλιμέντο, δεν μπόρεσα να βρω κάποιες “χτυπητές” αναφορές στον ήχο σας. Θα θέλατε να μας αναφέρετε εσείς κάποιους μουσικούς ή μουσικές που σας έχουν επηρεάσει στην πορείας σας μες το χρόνο;
Ευχαριστούμε για το κομπλιμέντο! Μόνο ως τέτοιο το εκλαμβάνουμε, παρότι αυτό το χαρακτηριστικό μας έχει βάλει σε αρκετούς μπελάδες, μια που –σε αντίθεση με τις περισσότερες μπάντες που πλέον είτε επιζητούν την ένταξή τους σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία ή ετικέτα, είτε επιτυγχάνουν κάτι τέτοιο χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια– εξακολουθούμε να μην καθόμαστε καλά σε κανένα «ράφι». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ήχος μας διαμορφώθηκε σταδιακά και εξακολουθεί να αναδιαμορφώνεται, μέσω της συνάντησης των πάσης φύσεως ιδιαιτεροτήτων μας, καθώς και των φυσικά αφομοιωμένων διαφόρων επιρροών του καθενός μας. Προσωπικά, αν έπρεπε να επιλέξω κάποιες επιρροές, θα ανέφερα αυθόρμητα τα blues του Robert Johnson, της Odetta και του Josh White, τη jazz του Charles Mingus και του Roland Kirk, τους Beatles, τους Kinks, τον Bowie και τους Roxy Music, τους Talking Heads, τους Joy Division και τον Nick Cave με τους Bad Seeds, τον Leonard Cohen, τους Television, τον Frank Zappa και τον Captain Beefhart, τους Radiohead, κ.α. Ο Παναγιώτης εκτός από μερικά από αυτά (με κάποιους από όσους ανέφερα δεν έχει ασχοληθεί σχεδόν καθόλου) θα ανέφερε σίγουρα τον Django Reinhardt, τον Muddy Waters, τον Jimmi Hendrix, τους Led Zepellin και τους Black Sabbath, τον Peter Green και τους Pink Floyd, o Θέμης πιθανότατα θα μας μιλούσε για τον Robert Fripp, τον John Zorn, τους Beach Boys, τον Syd Barret και διάφορους πρωτοποριακούς συνθέτες της κλασικής μουσικής (ως συνθέτης που είναι και ο ίδιος, αλλά και ως ο περισσότερο καλλιεργημένος από τους τέσσερις μας), ενώ ένας θεός ξέρει τι θα απαντούσε ο Μάριος, ο οποίος πριν ασχοληθεί με τα τύμπανα έπαιζε γαλλικό κόρνο και είναι ικανός για τα πάντα...
Πέραν των καθαρά μουσικών αναφορών, υπάρχουν άλλοι καλλιτέχνες (λογοτέχνες, κινηματογραφιστές κ.ο.κ) που αποτελούν σημείο αναφοράς για τους Bog art;
Σαφέστατα! Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ, ο Όσκαρ Γουάιλντ, ο Ζορζ Περέκ, o Χούλιο Κορτάσαρ, αλλά και οι αδερφοί Γκριμ, με τρόπους που καλύτερα να μην αναλύσω περισσότερο, ενώ κλείνουμε το μάτι στους αδερφούς Μαρξ (Γκράουτσο, Χάρπο, Τσίκο και Καρλ) και, λόγω συνωνυμίας στον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ.
Πάμε τώρα στον νέο σας δίσκο, το “Τhornbush”. Τι έχει μεσολαβήσει από το 2015 και το “Ιnsidecide”, μέσα από ποιες διαδικασίες, εσωτερικές και εξωστρεφές, προέκυψε το υλικό του νέου album;
Με την κυκλοφορία του «Insidecide», το 2015, έκλεισε στην ουσία ένας κύκλος που είχε ξεκινήσει επτά χρόνια νωρίτερα με την είσοδο στους Bοg art του Παναγιώτη. Παρότι ανέκαθεν εκτιμούσαμε τα πλεονεκτήματα της τριαδικότητας, σε εκείνο το σημείο αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 33%. Έτσι, με την προσθήκη του Θέμη (ενός από τους πέντε πιο ολοκληρωμένους κιθαρίστες της εγχώριας σκηνής αυτή τη στιγμή, κατά την ταπεινή μου γνώμη), γίναμε κουαρτέτο και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε νέα κομμάτια, εξερευνώντας τους νέους δρόμους και τις αυξημένες δυνατότητες που πλέον μας προσέφερε η συνύπαρξη δυο κιθαριστών οι οποίοι, όχι μόνο δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν μεταξύ τους –φαινόμενο σπάνιο για κιθαρίστες–, αλλά άρχισαν από νωρίς να προκαλούν ο ένας τον άλλον προς τα εμπρός. Ως αποτέλεσμα προέκυψαν επτά κομμάτια που αποτελούν ό,τι πιο ενδιαφέρον και πρωτότυπο έχουμε καταθέσει έως τώρα.
Όσον αφορά τις εξωσυγκροτηματικές συνθήκες, το 2015, μια εβδομάδα πριν την κυκλοφορία του δίσκου γεννήθηκε ο γιος μου φέροντας όλες εκείνες τις αλλαγές που ακολουθούν σε αυτές τις περιπτώσεις, τις οποίες ο Παναγιώτης είχε την ευκαιρία να βιώσει μερικά χρόνια νωρίτερα με την έλευση των διδύμων του. Ενώ, λιγότερο ή περισσότερο αυξήθηκαν και οι υποχρεώσεις του Μάριου και του Θέμη. Από εκεί και πέρα ο διαθέσιμος ελεύθερος χρόνος και ο ύπνος περιορίστηκαν περαιτέρω, η πίεση αυξήθηκε, όμως η ανάγκη για δημιουργία έγινε ακόμη πιο έντονη. Ένα μέρος των στίχων του «Thornbush» πρωτομουρμουρίστηκαν ενώ έσπρωχνα ένα καρότσι στα σακατεμένα πεζοδρόμια της Αθήνας διασχίζοντας το κέντρο και ανηφορίζοντας μέχρι τη Νεάπολη, και ενώ ο κόσμος γύρω μας συνέχιζε να αλλάζει με τέτοιο τρόπο που για να τον αντέξει κανείς χρειάζεται ένα ισχυρό αντίδοτο. Ο νέος μας δίσκος δημιουργήθηκε ως ένα τέτοιο αντίδοτο.
Το τρίτο album θεωρείται γενικά ένα σημείο καμπής, το “δύσκολο” album για την ζωή των συγκροτημάτων. Πώς βλέπετε, λοιπόν, την πορεία σας από εδώ και πέρα και ποιες οι διαφορές με τους Bog art του 2003.
Κάθε album μας αποτελεί –και πρέπει να αποτελεί– ένα σημείο καμπής. Ένα σημείο καμπής για εμάς τους ίδιους. Ο στόχος μας παραμένει η εξέλιξη και η ελεύθερη από κάθε περιορισμό δημιουργία μουσικής την οποία θα μπορούμε να απολαμβάνουμε τόσο ως «αυτουργοί» όσο και ως ακροατές. Οι Bog art του 2003 είναι ένα διαφορετικό συγκρότημα από το σημερινό, όσο διαφορετικός είναι και ο καθένας από εμάς σε σχέση με εκείνο που ήταν δεκαεπτά χρόνια νωρίτερα. Και επειδή, όπως λέει και μια παλιά παροιμία της κόλασης, «Τα στάσιμα νερά γεννάνε την πανούκλα» το μόνο που μπορώ να εγγυηθώ για τη μετέπειτα πορεία μας είναι η συνέχιση της προσπάθειάς μας να αλλάζουμε κατευθύνσεις και να εξελισσόμαστε, όπως οφείλει να κάνει κάθε ζωντανός οργανισμός.
Στην παραγωγή του “Thornbush” βρίσκουμε τον Γιάννη Αναγνωστάτο, γνωστότερο στο μουσικό κοινό ως “Lolek”. Θα θέλαμε να μας πείτε για αυτή τη συνεργασία. Γενικότερα πόσο καθοριστικός μπορεί να είναι ο ρόλος του παραγωγού για τον ήχο ενός group;
Με τον Γιάννη είμαστε καιρό φίλοι και θαυμάζουμε τη μουσική του και το γεγονός ότι παραμένει δημιουργικά ανήσυχος, καθώς κάθε ένας από τους δίσκους που έχει κυκλοφορήσει αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός. Εκείνο που δεν είναι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό, ωστόσο, είναι ότι ο Γιάννης εκτός από ταλαντούχος μουσικός είναι ένας πολύ διαβασμένος και εφευρετικός μηχανικός ήχου και παραγωγός. Όταν του προτείναμε να αναλάβει την παραγωγή του τρίτου μας δίσκου δεν είχαμε ούτε εμείς ιδέα για τι ακριβώς ήταν ικανός, αλλά εκτιμούσαμε την αισθητική του και τις απόψεις του πάνω στη μουσική, ενώ, επιπρόσθετα, γνώριζα ο ίδιος καλά την επιμονή του στη λεπτομέρεια και την αγάπη με την οποία ασχολείται με ό,τι καταπιάνεται. Έτσι, άρχισε να μας επισκέπτεται στο στούντιο όπου κάνουμε πρόβες, αρχικά ακούγοντας και παρατηρώντας σιωπηλός, και στη συνέχεια προτείνοντας μικρές ή μεγαλύτερες αλλαγές οι οποίες άλλες φορές αφορούσαν τον ήχο και άλλες τη δομή των τραγουδιών. Ως αρκετά παραδοσιακοί τύποι επιλέξαμε ομόφωνα τη ζωντανή ηχογράφηση και, έπειτα από αρκετές δοκιμές ως προς την επιλογή και το στήσιμο των μικροφώνων, ξεκινήσαμε και ολοκληρώσαμε τις ηχογραφήσεις του δίσκου μέσα σε ένα σαββατοκύριακο. Στη συνέχεια ο Γιάννης ανέλαβε τις μίξεις επιστρατεύοντας την εμπειρία, τη φαντασία και την υπομονή του, φωτίζοντας διάφορα από τα ηχογραφημένα στοιχεία και μορφοποιώντας ενδελεχώς τον ήχο σε κάθε κομμάτι, μέχρι που –αφού προηγήθηκαν αρκετές συζητήσεις επί της κατεύθυνσης–, φτάσαμε σε αυτό που ακούγεται σήμερα στο «Thornbush».
Ο ρόλος του παραγωγού στη ροκ μουσική ήταν ανέκαθεν καθοριστικός για τον ήχο μιας μπάντας, αλλά όχι μόνο για τον ήχο. Ο παραγωγός, καιρό τώρα, δεν είναι υπεύθυνος μόνο για την αποτύπωση αυτού που παίζεται και φτάνει τελικά στον ακροατή, αλλά αποτελεί και εκείνον τον εξωτερικό παράγοντα που, ενώ εισάγεται και επιδρά στη δημιουργική διαδικασία, πρέπει να μπορεί να διατηρεί τις σωστές αποστάσεις κάθε φορά, αφενός από τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους και αφετέρου από το ίδιο το μουσικό έργο – πράγμα που συχνά δεν μπορούν να κάνουν οι ίδιοι οι μουσικοί. Αποτυπώνει ό,τι παίζεται, αλλά επιπλέον προτείνει, λύνει προβλήματα, προσθέτει και τονίζει στοιχεία ή αφαιρεί όπου απαιτείται. Όλα αυτά, φυσικά, υπό τη βασική προϋπόθεση να είναι σε θέση να ελέγξει τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, ώστε να μη χάσει το δρόμο του και να μην αποσυντονιστεί από τις πολλαπλές επιλογές που του παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία, ούτε και να παρασύρει τα μέλη του συγκροτήματος σε λάθος μονοπάτια, ισορροπώντας πολλές φορές σε ένα τεντωμένο σχοινί, πάνω από μια τάφρο γεμάτη κλισέ, εγωισμούς και παρανοήσεις. Ένας καλός παραγωγός μπορεί να εμπνεύσει, να οργανώσει και να αναδείξει τη σκληρή δουλειά ενός συγκροτήματος, τη στιγμή που ένας ακατάλληλος παραγωγός μπορεί με μεγάλη ευκολία να οδηγήσει στην απόλυτη καταστροφή ακόμη και όταν το υλικό είναι αξιόλογο.
H τελευταία δεκαετία (2010- 2020) υπήρξε όσον αφορά στη χώρα μας, γεμάτη από σημαίνοντα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Πως βιώσατε την περίοδο αυτή ως παρέα – συγκρότημα και ποια θέση έχει η πολιτική στη μουσική και τον στίχο των Bog art;
Ανοίγοντας το πλάνο βλέπει κανείς ότι κατά την τελευταία δεκαετία συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν παγκοσμίως μεγάλες αλλαγές σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Αλλαγές οι οποίες, φυσικά, δεν καθορίζουν μόνο το παρόν κάθε φορά, αλλά και το μέλλον μας. Παρατηρούμε στροφή στο συντηρητισμό, περαιτέρω αύξηση της φτώχιας των πολλών και ταυτόχρονα αύξηση της περιουσίας των λίγων, απώλεια ατομικών και εργασιακών δικαιωμάτων που είχαν κατοχυρωθεί με κόπο και αίμα. Την ίδια στιγμή, βλέπουμε να επιδιώκεται η διάδοση (και να επιτυγχάνεται η αποδοχή από μεγάλη μερίδα του κόσμου) της ιδέας ότι κάθε προσπάθεια αντίδρασης είναι μάταιη, ενώ ταυτόχρονα καταβάλλεται προσπάθεια από εκείνου που ασκούν την εξουσία να πετύχουν την απόλυτη διαστρέβλωση της πραγματικότητας με μέσα και τακτικές που θυμίζουν το γνωστότερο έργο του Τζορτζ Όργουελ, και με στόχο τον έλεγχο του μυαλού και στη συνέχεια του σώματος των ανθρώπων. Ως αποτέλεσμα, το άτομο βρίσκεται μπλεγμένο στα δίχτυα της ρουτίνας και καταλήγει να συμπεριφέρεται ως καταναλωτής επαναλαμβανόμενων ερεθισμάτων κακής ποιότητας. Κάπως έτσι είναι κανείς ευχαριστημένος που επιβιώνει ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να αγωνίζεται για να ζήσει.
Όλα όσα έχουν συμβεί μας επηρέασαν και μας επηρεάζουν. Προσπαθούμε ωστόσο να μην αφήσουμε το σκοτάδι που απλώνεται να μας καταβάλλει, παίρνοντας δύναμη από όσα και όσους αγαπάμε, ώστε, σφίγγοντας με λύσσα τα δόντια να συνεχίσουμε να δημιουργούμε και να αντιδρούμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Θεωρώ ότι ο τρόπος ζωής μας, ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε όσα μας περιβάλλουν και οι επιλογές που κάνουμε κάθε φορά αποτελούν πολιτική στάση. Στον πυρήνα της μουσικής μας και των στίχων μου βρίσκεται η αμφισβήτηση και η άρνηση της «πραγματικότητας» ως κάτι το δεδομένο και ως κάτι που πρέπει κανείς να μάθει να υπομένει. Με αυτή την ιδέα ξεκινάει και το «Thornbush», με το «Αge of Aquarium» το οποίο αφηγείται την ιστορία ενός χρυσόψαρου που αποφασίζει να σπάσει τον διαρκώς επαναλαμβανόμενο κύκλο που του έχει επιβληθεί. Στα τραγούδια των Bog art δεν θα συναντήσει εύκολα κανείς άμεσες αναφορές σε πολιτικά γεγονότα, καθώς πιστεύω ότι δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να γίνει ένας καλλιτέχνης ανεπίκαιρος από το να ασχοληθεί με την επικαιρότητα, όπως θα μπορούσε –πάνω κάτω– να είχε γράψει ο Oscar Wilde. Αντιθέτως το επίκεντρο είναι το άτομο και ο διαρκής αγώνας του να ξεπεράσει τον εαυτό του και να επαναστατήσει ενάντια σε ό,τι τον καταπιέζει.
Last but not least, θα θέλαμε ένα σχόλιο για την κατάσταση που διαμορφώνεται για τη μουσική και τις τέχνες, γενικότερο, στο πλαίσιο της παρατεταμένων περιοριστικών μέτρων. Υπάρχει περιθώριο αισιοδοξίας;
Πάντα υπάρχει περιθώριο αισιοδοξίας, τόσο για τη μουσική και τις τέχνες, όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμη και εν μέσω οικονομικής κρίσης, πολιτιστικής κρίσης, συντηρητικοποίησης, πανδημίας, λιμών, σεισμών και καταποντισμών. Αρκεί όλα αυτά τα δεινά να λειτουργήσουν πρώτα ως παγωμένο λουτρό που αρχικά θα ξυπνήσουν τις αισθήσεις και τα κοιμισμένα ένστικτα και στη συνέχεια ως καύσιμο για τη δημιουργία και την πρόοδο, με ό,τι μέσα υπάρχουν διαθέσιμα. Μετά από μεγάλες καταστροφές, ιστορικά, πάντα ξεπηδούσαν σημαντικά καλλιτεχνικά ρεύματα, σπουδαίοι καλλιτέχνες και υψηλής αισθητικής έργα. Εκείνο που χρειάζεται είναι συνειδητοποίηση των αιτιών των προβλημάτων, αποφασιστικότητα, επινοητικότητα, γερό στομάχι και αλληλεγγύη.