Ο Κίμων Φιορέτος μιλά στο deBόp
2019-10-28Απόφοιτος της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης και σήμερα δάσκαλος σε αυτή, ο Κίμων Φιορέτος είναι ένας ηθοποιός της νεότερης γενιάς που κινείται αθόρυβα. Έχει συνεργαστεί με πολλά ονόματα στο χώρο, για να καταλήξει να αφοσιωθεί στη διδασκαλία με επιλεκτικές εμφανίσεις στο θέατρο. Με αφορμή το μεγάλο του πάθος, τη διδασκαλία, μιλήσαμε μαζί του και μας εξήγησε λίγα πράγματα για το θαυμαστό κόσμο του Meisner και της μεθόδου του.
Η υποκριτική προέκυψε. Μάλλον υπήρχε το μικρόβιο μέσα μου, οπότε όταν κάποια στιγμή στη ζωή μου στριμώχτηκα συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε κάτι άλλο που να ήθελα να κάνω πέρα από αυτό. Δεν ήμουν από αυτές τις περιπτώσεις ηθοποιών που από μικροί ήθελαν να ασχοληθούν με το θέατρο. Τελειώνοντας το Λύκειο στα 17 μου, δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω. Πάντως αυτό που ήξερα είναι πως με αφορούσε η ανθρώπινη συμπεριφορά και οι ιστορίες. Κάπως έτσι μπήκε το θέατρο στη ζωή μου. Πέρασα λοιπόν στη σχολή του θεάτρου Τέχνης και δούλευα ταυτόχρονα- ήθελα να βεβαιωθώ πως αυτό ήταν που ήθελα να ακολουθήσω ως επαγγελματική επιλογή.
Η διδασκαλία είναι το μεγάλο μου πάθος, η μεγάλη μου αγάπη. Όλο αυτό προέκυψε πολύ νωρίς. Είχα πάρα πολλά ερωτηματικά, απορίες, που δε λύνονταν εύκολα. Δεν είναι ότι δεν είχα καλούς δασκάλους –αλίμονο αν πω κάτι τέτοιο. Τέτοια παραδείγματα στην Ελλάδα, είναι για μένα ο αείμνηστος Δημήτρης Οικονόμου, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός δάσκαλος, και η Ρένη Πιττακή. Κι οι δύο είναι χαραγμένοι στο μυαλό μου. Παρόλα αυτά ένιωθα πως υπάρχουν κι άλλα πράγματα και άλλες πληροφορίες. Μέσα από αυτή την περιέργεια προέκυψε κι η επιθυμία του να μοιραστώ με άλλους την πληροφορία που κάθε φορά ανακάλυπτα.
Ψάχνοντας «γνώρισα» και την τεχνική Meisner στο ταξίδι μου για βαθύτερη γνώση. Αυτό έγινε μέσα από το διάβασμα, τα ταξίδια, τη γνωριμία μου με δασκάλους υποκριτικής. Η περιέργεια σε ωθεί να ψάχνεις και να ανακαλύπτεις τι σου ταιριάζει και τι σου αρέσει. Από τη στιγμή που ασχολήθηκα με την υποκριτική δε σταμάτησα να σκέφτομαι, να έχω ερωτηματικά, να διαβάζω όσο πιο πολύ γίνεται, να ενημερώνομαι, να ταξιδεύω, να γνωρίζω άλλους δασκάλους. Νιώθω τυχερός γιατί γνώρισα μεγάλες προσωπικότητες και σημαντικούς δασκάλους. Ο Milton Katselas που είχε το Beverly Hills Playhouse ήταν μια τέτοια τεράστια προσωπικότητα. Η Σοφία Παπαδοπούλου επίσης, εξαιρετική σκηνοθέτης και δασκάλα της μεθόδου του Milton. Άλλοι εξαιρετικοί δάσκαλοι ο Bernard Hiller, ο Cameron Thor ο μέντορας μου και ο Larry Silverberg, κορυφαίος καθηγητής της τεχνικής Meisner. Μάλιστα ο Silverberg ήταν αυτός που με δίδαξε την τεχνική και τη διδασκαλία της. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η τεχνική Meisner όταν τη διδάσκω δεν περνάει μέσα από εμένα. Δεν ξεφεύγω από αυτή, ο τρόπος παράδοσης ομως είναι δικός μου. Η γραμμή διδασκαλίας μπορεί να είναι συγκεκριμένη αλλά ο τρόπος διδασκαλίας εμπλουτίζεται με τις ευρύτερες γνώσεις αυτού που διδάσκει.
Θεωρώ κατά κύριο λόγο πως η δουλειά του δάσκαλου δεν είναι να διδάξει ή να εφεύρει μια δική του μέθοδο, (διδασκαλία δεν είναι η «κατασκευή» καινούργιας πληροφορίας, άλλα η σωστή μετάδοσή της πληροφορίας) αλλά να διδάξει τις καταξιωμένες μεθόδους που έχουν επιβιώσει παγκοσμίως μέσα στο χρόνο κι ο ηθοποιός στη συνέχεια να επιλέξει και να φτιάξει το δικό του τρόπο που θα τις ακολουθήσει. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που δεν πρέπει ο δάσκαλος να ξεχνάει «tools, not rules», δηλαδή διδάσκουμε εργαλεία και όχι κανόνες. Βέβαια από την άλλη πρέπει να παραδεχτούμε πως η διδασκαλία είναι και ένας υπέροχος αυτοσχεδιασμός - ψάχνεις και περιμένεις την σωστή διδακτική στιγμή και μετά προσπαθείς να μην γίνεις εμπόδιο. Δυο πολύ βασικά εργαλεία είναι η γνώση και η ενσυναίσθηση.
Στο θέατρο Τέχνης διδάσκω υποκριτική, αλλά όχι την τεχνική Meisner. Τη συγκεκριμένη τεχνική τη δίδαξα στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πατρών, υπό την διεύθυνση του Τσέζαρις Γκραουζίνις, ένας υπέροχος δάσκαλος και σκηνοθέτης. Δυστυχώς όλη αυτή η προσπάθεια κράτησε μόνο ένα χρόνο, αφού άλλαξε η διεύθυνση της σχολής. Στο Τέχνης διδάσκω ακολουθώντας μιαν παράδοση. Πάνω σε αυτή τη γραμμή πατάμε και συνεχίζουμε χωρίς όμως να χάνουμε τις βασικές αρχές της υποκριτικής. Ούτως ή άλλως αυτές οι αρχές επαληθεύονται από όλους τους μεγάλους Δασκάλους.
Η τεχνική Meisner για να διδαχθεί σωστά σε μια δραματική σχολή απαιτεί ένα διάστημα δύο ετών, καθώς αποτελείται από δύο «μέρη». Τα σεμινάρια που κάνω συνήθως κρατούν δύο με δυόμισι μήνες, και αφορούν μόνο επαγγελματίες ηθοποιούς. Θα ήταν πολύ δύσκολο για ένα άτομο που δεν έχει καμία επαφή με τον κόσμο του θεάτρου να παρακολουθήσει ένα εντατικό σεμινάριο. Υπάρχει επίσης κι ένας πιο εντατικός σεμιναριακός κύκλος διαστήματος τριών εβδομάδων για ηθοποιούς που δε διαθέτουν πολύ ελεύθερο χρόνο.
Όλα ξεκινούν από την καταγραφή του Stanislavski. Ξεκινάμε από τη Ρωσία, για να ταξιδέψουμε προς την Αμερική. Και οι τρεις βασικές αμερικάνικές σχολές ή αλλιώς τρόποι σκέψης (Strasberg,Meisner, Adler) δε διαφωνούν στα βασικά σημεία. Ουσιαστικά προσπαθούν να οδηγήσουν προς την καλή υποκριτική. Αυτό που ίσως τις διαφοροποιεί είναι το σημείο εκκίνησης. Κάθε τεχνική ξεκινά με διαφορετική βασική αρχή- ο Lee Strasberg μιλά περισσότερο για τον εσωτερικό κόσμο και το συναίσθημα του ηθοποιού, ο Meisner θεωρώντας πως δεν εφαρμόζεται η ιδέα του Strasberg σε όλους τους ηθοποιού στηρίζει τη τεχνική του περισσότερο στην επικοινωνία και το ερέθισμα, ενώ η Adler δίνει έμφαση στη συνθήκη του ίδιου του έργου.
Αναφορικά με την τεχνική του Meisner, η τεχνική στηρίζεται σε μια βασική παραδοχή ότι το πρόβλημα του ηθοποιού είναι η επικοινωνία, ότι δεν είναι διαθέσιμος, ότι δεν είναι παρών. Πολλές φορές όταν είμαστε πάνω στη σκηνή, αντιδρούμε εντελώς εξωπραγματικά. Έτσι λοιπόν ο Meisner για να λύσει το πρόβλημα κάνει αυτό που ονομάζουμε «reverse engineering», έναν αντίστροφο τεχνικό σχεδιασμό, και ξεκινάει όπως ένας μουσικός, από τις νότες. Η πιο γνωστή άσκηση της τεχνικής του είναι η άσκηση της επανάληψης, μια πολύ απλή άσκηση η οποία εξελίσσεται σταδιακά και συστηματικά σε βαθμό πολυπλοκότητας καταλήγοντας σε έναν αέναο αυτοσχεδιασμό. Ο στόχος της άσκησης είναι διπλός- σε αναγκάζει να ακούς το συμπαίκτη σου και παράλληλα να μην σκέφτεσαι. Το μυαλό, άλλωστε, είναι ο χειρότερος εχθρός ενός ηθοποιού (πάνω στην σκηνή).
Η καλή υποκριτική δεν είναι θέμα εμπνεύσεως. Όπως και στην περίπτωση του καλού μουσικού θεωρείται απαραίτητη η εξάσκηση, έτσι και στον ηθοποιό το ζητούμενο είναι εξάσκησή, η επιτηδευμένη πρακτική . Εφόσον υπάρχει αυτή, μπορεί να έρθει κι η έμπνευση. Είναι πολύ δύσκολο να πρέπει να δημιουργείς μέσα στο χάος. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο αλλά το πλαίσιο είναι αυτό που δημιουργεί το χώρο να εμπνευστεί κανείς. Η τεχνική λοιπόν δίνει ελευθερία, αφού μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα γνωρίζοντας ότι μπορείς να αντεπεξέλθεις Είναι ένας τρόπος να προσεγγίσεις τα πράγματα.
Είναι διαφορετικό το να είσαι δάσκαλος από το να είσαι σκηνοθέτης ή ηθοποιός. Για μένα ένας δάσκαλος είναι κάλο να είναι εν ενεργεία ηθοποιός, ή τουλάχιστον να μην ξέχνα ποτέ πως είναι όταν βρίσκεσαι και εκτίθεσαι πάνω στην σκηνή, αλλιώς κινδυνεύεις να αποστασιοποιηθείς από τα στάδιά και από το άγχος που βιώνει ο ηθοποιός. Το ίδιο νομίζω ότι πρέπει να κάνει και ένας κάλος σκηνοθέτης.
Εάν πάλι ως δάσκαλος δεν είσαι και μαθητής, τότε αρχίζεις να μιλάς για κανόνες αντί για εργαλεία. Εξάλλου ένας καλός δάσκαλος μαθαίνει συνέχεια, προσπαθεί να «σπρώξει» την τέχνη του πιο ‘κει. Υπάρχει μια ρήση που λέει «αν θες να μάθεις κάτι, δίδαξέ το». Ένας δάσκαλος μαθαίνει ούτως ή άλλως από τους ίδιους του τους μαθητές. Το τι μου έχουν προσφέρει αυτά τα παιδιά είναι αδιανόητο. Υπάρχουν φορές που νιώθω ότι μου προσφέρουν περισσότερα από αυτό που τους προσφέρω εγώ. Κι αυτό είναι το όμορφο στη σχέση αυτή. Οι μαθητές είναι νέοι, σκέφτονται (συνήθως) έξω από το κουτί, έχουν καινούριες απορίες. Κι αν κάτι μαθαίνεις μέσα στη σχολή είναι να κάνεις καλύτερες ερωτήσεις, να έχεις οξύτερη κρίση και να απορείς ουσιαστικότερα.
Για να γίνεις ηθοποιός χρειάζεται δουλειά και επιτηδευμένη πρακτική, ο Meisner έλεγε ότι θέλει 20 χρόνια, η επιστήμη λέει ότι θέλει 10.000 ώρες και πάρα πολλά λάθη. Αυτή είναι η συνθήκη που σε πάει ένα βήμα παραπέρα. Η δουλειά σου δεν είναι να συγκρίνεις τον εαυτό σου με το διπλανό σου, αλλά τον εαυτό σου με τον εαυτό σου. Ως ηθοποιός προσφέρεις εσένα. Ενώνεις τη δική σου ποιότητα - το δικό σου συναίσθημα, το δικό σου σώμα – με τις πληροφορίες που σου έδωσε ο συγγραφέας – τη φανταστική του συνθήκη και δημιουργείς έναν υπέροχο μοναδικό συνδυασμό που δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλον.
Ο χώρος διδασκαλίας πρέπει να είναι απόλυτα ασφαλής. Ο εκπαιδευόμενος ηθοποιός χρειάζεται να αισθάνεται άνεση να ανοιχτεί, να κάνει τα απόλυτα λάθη, να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, να πειραματιστεί, να ξεπεράσει τα όριά του. Ο δάσκαλος, από την άλλη, οφείλει να μάθει στον ηθοποιό τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να σκέφτεται ή μια τεχνική συγκεκριμένη για να ψάχνει και να δοκιμάζει πράγματα, να τον γυμνάσει πρακτικά. Στην Ελλάδα μια καλή τεχνική καμία φορά θεωρείται εξειδίκευση. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι. Η τεχνική είναι κομμάτι της εκπαίδευσης και στην εκπαίδευση έχεις ανάγκη τη διδασκαλία, όχι τη σκηνοθεσία. Ψάχνεις τη διαδικασία, όχι το αποτέλεσμα. Σίγουρα θέλεις και το αποτέλεσμα για να επαληθεύσεις τη διαδικασία, αλλά αυτό θα έρθει στο τέλος.
Όσον αφορά τη φετινή χρονιά είναι αφιερωμένη στη διδασκαλία, δεν προλαβαίνω να ετοιμάσω κάτι θεατρικά. Έχω μια ανοιχτή συνεργασία με την Κύπρο και τον Λέανδρο Ταλιώτη, διευθυντή σπουδών του Σατιρικού Θεάτρου Κύπρου, που θα ξεκινήσει από τον Γενάρη. Παράλληλα έχω και τα σεμινάρια Meisner που διαρκούν δύο μήνες (υπάρχουν και κάποια πιο εντατικά), όπου εκεί δουλεύω με μια μικρή ομάδα των δέκα-δώδεκα ατόμων πάνω σε αυτή την τεχνική. Επιπλέον, τον τελευταίο χρόνο συνεργάζομαι με μια καθηγήτρια από το Πανεπιστήμιο Bucknell στην Αμερική για την οποία γράφω δύο κεφάλαια για την τεχνική Meisner που θα συμπεριληφθούν στο βιβλίο της, το οποίο θα κυκλοφορήσει εντός του 2020 και νιώθω ιδιαίτερη τιμή για αυτό.
Στο τέλος της πολύ ενδιαφέρουσας συζήτησης που είχαμε μαζί του, μας πρότεινε να κάνουμε μια μικρή εισαγωγή στην τεχνική Meisner. Με διάθεση περισσότερο παιχνιδιού κι αστείου, παρά με βαθύ επαγγελματισμό, μάθαμε πως τελικά σκεφτόμαστε παραπάνω όταν μας λέει ένας δάσκαλος υποκριτικής μια οδηγία. Επίσης ανακαλύψαμε τη χαρά του θεάτρου, γιατί το θέατρο φέρει έντονο το στοιχείο αυτό, αλλά και τη μεταξύ μας αλληλεπίδραση εντός ενός τέτοιου πλαισίου. Φεύγοντας σκεφτόμουν πόσο ενδιαφέρον θα είχε να γίνεται ένα σεμινάριο για αρχάριους.
Ευχαριστούμε πολύ τον Κίμωνα Φιορέτο για το χρόνο του και του ευχόμαστε να εξακολουθήσει να διδάσκει με το ίδιο, ασίγαστο πάθος, σαν άλλος Δον Κιχώτης. Ίσως μόνο έτσι αλλάξει κάτι στον κόσμο τούτο.
Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις συντάκτριες Όλγα Μπιάγκη και Μαντώ Χαντζή.